ΔΕΝ ΘΑ

Να θυμάστε

Gorgias φλεγόμενος

Στίγμα Θέσεων

Κάρ.Παπούλιας 24.07.08

Περιμένοντας τους Βαρβάρους

Κλίκαρε στο Οριζόντιο μενού, για:

Οι 9 τελευταίες αναρτήσεις μου

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

ΠΕΡΙ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ


ΠΕΡΙ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ
Σκεπτικισμός, κατά τον γενικό φιλοσοφικό ορισμό, είναι η αντιμετώπιση κάθε φι­λο­σο­φικής θέσεως (πολλές φορές και μη φιλοσοφικής) με ορθο­λογική σκέ­ψη και κρι­τι­κή που ενέχουν αμφιβολία και αμφισβήτηση.
Η λέ­ξη προφα­νώς παράγεται από το ρή­μα «σκέπτομαι» του οποίου η ενέρ­γεια προκα­λεί τη σκέψη (βάσει λογικής, του­λά­χι­σ­τον στα προ­­χωρημένα στά­δια της) και εν συνεχεία την κρίση, την αμ­φιβο­λία, την αμ­φι­σβή­­τηση, και κα­τα­λήγει στην αποδοχή ή την απόρρι­ψη μιας θέσης και ακόμα οδη­γεί στην ταξι­νό­μηση και τον διαχω­ρι­σμό διαφόρων θέσεων.
Η διεργασία της σκέψης, λο­γικής, νόησης και συν­εί­δη­σης αποτελεί τη μεγα­λύτερη διαφορά του ανθρώ­που από τα ζώα και είναι η μεγαλύτερη δη­μιουργός δύναμη του πολι­τι­σμού.

Και τα ζώα μπορούμε να πού­με πως, ως έναν βαθμό και ανάλογα του είδους των, έχουν συνείδηση.
Όμως δεν έχουν την πλήρη συν­είδηση που είναι «η συνείδηση της συνείδησης» την οποία διαθέτει μόνο ο άν­θρω­πος.
Όλες αυ­τές οι διερ­γα­σίες βασίζονται σε λογικές δια­δικασίες που απαρτίζουν το γενι­κό­τερο σύ­στημα της λογικής, γραπτής ή άγραφης, άνευ κοινής αποδοχής της οποίας κα­μία επικοι­νω­νία, συνερ­γασία, επι­στήμη ή τεχνο­λογία, πρόοδος και κρίση επί των πρά­ξε­ών μας είναι δυ­νατή.
Εδώ δεν θα κάνουμε φιλοσοφική εργασία.
Εξάλλου υπάρχουν πάρα πολλές φιλο­σο­­φι­κές εργασίες πάνω στον σκεπτικισμό τις οποίες όλοι όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να βρουν και να μελετή­σουν. 
Εδώ απλώς θα εξετάσουμε τον σκεπτικισμό υπό τον εξής κοι­νώς αποδεκτό αλλά στενό­τε­­­­ρο ορισμό του θρησκευτικού σκεπτι­κι­σμού, τον οποίο πολ­λές φορές συναντάμε και σε απλά λε­ξικά. Θεωρούμε τον θρη­σκευτικό σκεπτικι­σμό ως την αντιμετώπιση κάθε ορ­γα­νω­μένης θρη­σκεί­ας ή κοσμο­θεωρίας με ορθο­λογική σκέ­ψη, κρι­τική, αμφιβολία και αμ­­φι­σβήτηση περί της ορ­­θό­τητάς της, της αξί­ας της, της ηθι­κής που επιβάλλει, του ρό­λου που παίζει στη ζωή, την κοινω­νία, την ευτυχία των αν­θρώπων και τη γενικότερη ανάπτυξη του πολιτι­σ­μού. 
Πιο συγκε­κρι­μένα θα κάνουμε μια εν­νοι­ο­λο­γική ανάλυση αυ­τού του εί­δους σκε­πτι­κι­σμού στα τρία τε­λικά στάδια του που είναι: ο θεϊσμός, ο αγνω­στικισμός και ο αθε­­ϊσμός
Δεν θα ασχο­λη­θού­με με διάφορα ενδιάμεσα ή πρώιμα στάδια του σκε­πτι­­­κισμού, με τα οποία όλοι λίγο–πολύ έρ­χονται σε επαφή και έχουν εμ­πειρία κα­τά διάφορες περιό­δους της ζωή τους. 
Τα τρία αυτά τελικά στάδια κα­ταλήγουν στην άμε­ση απόρ­ριψη κά­θε ορ­γα­νωμένης θρησκείας και υιοθε­τούν κο­σμο­θεω­ρί­ες που έρ­χον­ται σε κα­­­­­τάφωρη αντίθε­ση με τις θρη­σκευτικές πεποιθή­σεις και κο­σμοθε­ωρίες των θρή­σκων (ή θρησκο­λήπ­των) ανθρώπων και τελι­κά τις απορ­ρίπτουν. 
Γι’ αυτό, οι θρήσκοι των οργα­νω­­μένων θρη­σκειών, πο­λέμη­σαν αυτά τα τρία ρεύ­μα­τα με νύχια και με δόντια σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. 
Αυτά τα τρία ρεύματα αποδέ­χον­ται αλλά και δημι­ουρ­γούν μια νέα δια­­φορε­τική προσέγ­γιση για τη ζωή εν γένει και προ­βάλ­λουν μια νέα φιλο­σοφική και δη­μι­ουρ­γική στάση για την κοινωνία και τον πολιτισμό, μαζί με μια νέα αντι­με­τώπιση των με­ταφυσικών ερωτήσεων και δοξασιών που βα­σά­νι­σαν τον κόσμο ανά τους αιώνες και ακόμα τον βα­σα­νί­ζουν. 
Εισάγουν δηλαδή μια κοσμο­θε­­ωρία και στά­ση η οποία προά­γει τη δημιουργικό­τη­τα για τη ζωή και την απ­ε­λευ­θέ­ρω­ση από διά­φορες παγί­δες που βα­σα­­νί­­­ζουν το πνεύ­μα, εν αντιθέσει με το κα­λούπωμα του θρή­σ­κου, δηλαδή τη θρη­σκο­λη­ψία, που προ­άγει την παθη­τικότητα και την τυφλή υποτα­γή στην οργά­νω­ση–εκκλησία και σε ένα θεό μπαμ­πούλα ή πολ­λούς θεούς του φόβου και του τρόμου.

Η διασαφήνιση και το ξεκαθάρισμα αυτών των εννοιών είναι κεφα­λαιώδους ση­μα­­σί­­ας. Ειδικά σήμερα που πολλοί μιλούν για, αλλά ελάχιστοι εί­ναι αυτοί που γνωρί­ζουν, το τί είναι αυτά για τα οποία μιλούν και με ποια μέθο­δο τα συζητάνε. 
Ελ­πί­ζομε να το πε­­τύ­χουμε, έστω σε κάποιο μέτρο, και να δώσομε στο κοινό να κατα­λάβει περί ποίου πρά­γματος είναι ο λόγος όταν καταπιάνεται με τέτοια θέματα. 
Έτσι πιστεύ­ομε ότι θα συμ­βά­λουμε θετι­κά στο να μπει κάποια τάξη στον σημερινό πνευ­μα­τι­κό κυκεώνα ή στη ση­μερινή καταθλιπτική πνευματική πτώχευση και ότι θα βοηθήσουμε τον εν­δια­φερό­με­νο αναγνώστη στο να καταλάβει σωστά τις έν­νοιες και έτσι να βρει την επι­λο­γή που του ται­ριάζει.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τις τρεις αυτές σκεπτικιστικές αντιλή­ψεις πρέ­πει πρώτα να εξετάσουμε εν συντομία την έννοια του θρήσκου. 
Ο θρή­σκος πιστεύει κατά θρη­­σκευ­τικό τρόπο σε μια από τις τόσες οργα­νω­μέ­νες θρησκείες ή αιρέσεις αυ­τών. Θρη­σκευτι­κός τρό­­πος σημαίνει ότι ουδέ­πο­τε σκέπτεται να θέσει σε κρι­τική, αυτά τα οποία πι­­στεύει. Μια τέτοια σκέψη αποτελεί ιεροσυλία, μεγάλη αμαρτία και αντί­φαση στην πίστη του. 
Δηλαδή, άπαξ και το θρησκευτικό δόγμα έχει τεθεί, μετά δεν χωράει αμφιβολία και αμφισβήτηση (οι συζητήσεις των θεολόγων δεν αποτελούν κρι­τική του δόγματος, αλλά έκ­θεση, διασάφηση και ανάλυσή του· ποτέ αμφισβήτησή του)
Δέ­χε­ται λοιπόν τα όσα πρε­­σβεύει η θρησκεία του χωρίς καμιά αμφιβολία, δηλα­δή τα πιστεύει στα τυφλά και τα έχει υιοθετήσει σαν την υπέρτατη και απα­ράβατη αλήθεια. 
Ανεξάρτητα αν αυτά που πι­στεύει είναι τα πιο παράδοξα και αφύ­σικα δόγ­μα­τα, τα πιο αντι­φα­τικά, αντιεπιστημονικά και καταστρο­φικά στοι­χεία, αν ο θεός του επικοι­νωνεί μα­ζί του κατά τον πιο παράλογο τρό­πο, αν η ηθική της θρησκείας του είναι αντι­φα­­τική, 
δο­γματική, ενάντια στον πολιτι­σμό, τη φύ­ση και την ευ­τυχία των αν­­θρώπων, εν τούτοις εί­ναι έτοιμος να θυσιαστεί υπέρ αυτών οσάκις οι περι­στάσεις το επι­βάλλουν. 
Με το μαρ­τύ­ριό του πι­στεύει ότι θα αντα­μει­φθεί εκατοντα­πλάσια στον εξωκοσμικό ουρα­νό. Γι’ αυ­τό «θρήσκος ή πιστός» σε μια τέ­τοια θρησκεία είναι έν­νοι­ες ταυ­τόσημες με τις έν­νοι­ες «θρησκόληπτος και φανα­τικός». 
Αν και υπάρ­χουν διάφορες διαβαθμίσεις θρησκοληψίας, καθώς και φανατισμού και ζή­λου που δη­μιουρ­γεί, μπορούμε να παραθέσουμε και τα εξής στοιχεία υπέρ αυτού του ισχυ­­­­ρι­­σ­μού. 
Αυτό που λένε πολλοί ότι «εγώ είμαι θρήσκος αλλά όχι θρησκόλη­πτος» δεν ισχύει για τους πιστούς της οργανωμένης θρησκείας.    Είναι ψευ­το­δικαιολογία της άγ­νοιάς τους και της ελλείψεως θάρρους για τη γνώμη τους. 

Ένας θρήσκος μιας οργα­νωμέ­νης θρη­σκείας δεν είναι ποτέ σε θέση να πα­ραδεχθεί ότι μια άλ­λη θρη­σκεία ή κοσμοθεωρία είναι επι­στημονικά σω­στό­τε­ρη ή καλύτερη (βάσει ορι­σμέ­νων κριτη­ρίων) από αυτήν που ο ίδι­ος πι­­στεύει, ακόμα και αν είναι. 

Επίσης δεν δέ­χεται καμία συζή­τη­ση με άλλους που έ­χουν άλ­λη γνώμη πάνω στα θέματα της πίστεώς του. Εκ προ­οι­μίου τους αποκρούει, δεν ανοί­γει συ­ζήτηση μαζί τους και τους εκδιώκει από τον πε­ρίγυρό του. Άρα εκ των πρα­γμά­των η θρη­σκευ­τική πίστη αυτού του είδους δη­μι­ουργεί στυγνή μι­σαλλο­δο­ξία, φανα­τι­σμό, πό­λεμο και εξόντωση. Επίσης δημιουργεί και άκρατο προσηλυ­τισμό. 
Οι πι­στοί αυ­τού του τύπου δεν ησυχάζουν, εάν δεν δούνε όλους τους κα­τοίκους του πλα­νή­τη κά­τω από το πάπλωμα της πίστεώς τους (την μία και μοναδική αλήθεια τους). 
Παρ’ όλα ταύτα οι πε­ρισ­σό­τε­ροι δεν ζουν σύμφωνα με τους κα­νόνες της θρη­­σκείας τους, αλλά συνεχώς τους παρα­βιά­ζουν και, συνεπώς, συνε­χώς αμαρ­τά­νουν.  
Οι κανόνες αυτοί είναι τόσο αφύσι­κοι, παρά­λογοι και σχιζο­ει­δείς που δεν είναι φυσικό να τηρούνται ούτε να συμβάλλουν στην ευτυ­χία και την πνευματική α­νάπτυ­ξη των ατόμων.
Επίσης οι θρή­σκοι και πι­στοί των ορ­γα­νωμένων θρη­σκειών, τις πιο πολ­λές φο­ρές, ελάχιστα πράγματα γνωρί­ζουν από όλα όσα πρε­σβεύει η θρησκεία τους και αγνοούν τα πε­ρισ­σότερα. 
Αυτό γίνεται διότι η οργανω­μέ­νη θρη­σκεία απαι­τεί οπα­δούς–πρόβατα(ποίμνιο) που δεν επιτρέπεται να γνωρίζουν, να σκέπτονται και να αμ­φι­βάλλουν, αλ­λά μό­νο να πι­σ­τεύουν αυτά που τους υπαγορεύει. 
Τους γα­λουχεί από μωρά μέ­χρι τον τά­φο σύμ­φωνα με ορι­σμένα κατάλληλα δια­­­λε­γμένα δι­δάγματα και ρητά της δι­δασκαλίας της, απο­σι­ω­πώντας τα υπόλοιπα. 
Τους εμ­πνέει συνεχή φόβο και απειλεί με αι­ώνια τιμω­ρία εάν γί­νουν εξω­μότες ή δεν εφαρμό­ζουν την ηθική που αυτή επιβάλλει, όσο ανό­ητη ή κα­τα­­στρο­φική και αν εί­ναι, τους υπό­σχε­ται αιώνια ευτυχία με­τα­φυ­σι­κού τύ­που, ότι και αν εί­ναι αυ­τό, μόνο μετά θάνατον κοντά στον θεό ή στους θεούς της. 
Για την κοι­νω­νική πρόο­δο και πο­λιτισμό δεν δείχνει κανένα ου­σιαστικό ενδια­φέρον και τις πιο πολ­λές φο­ρές δημιουρ­γεί τρομε­ρή απαξία και κατα­στρο­φι­κό μένος, διότι και επι­βλα­βή τα θεωρεί αλ­λά και διότι το μόνο σημαντικό ενδιαφέρον της εί­ναι μετα­φυ­σικό, δη­λα­δή η μετά θάνα­τον απο­­νομή δι­και­οσύ­νης και αιώνιας ευτυ­χίας ή τι­μω­ρίας κατά τη δική της αντί­ληψη και θε­σμοθέτηση. 
Ένα αποτέλεσμα αυτής της νοο­τρο­­πίας είναι η εγκα­τά­λει­ψη των εγκο­σμί­ων και η πλή­ρης απάθεια για τα προ­βλή­μα­τα της ζωής και την καλυ­τέ­ρευση της κοινωνίας. 

Η επι­στήμη δεν έχει αξία για τον θρήσκο, εκτός εάν και όταν τον συμφέ­ρει. 
Τα δυσεξή­γητα και ανε­ξήγητα φαινόμενα, τα οποία και ονο­­μάζει θαύ­­­ματα, εί­ναι γι’ αυτόν μια μυ­στηριώδης εμ­φάνιση ή μη λογι­κή επικοινωνία του θεού του. 
Εάν τα πράγματα του έρχονται κατ’ ευχήν, αυτό σημαί­νει ότι ο Θεός τον αγαπά και τον ανταμεί­βει ή και εισακούει τις προσευχές του.
Εάν όχι, τότε ο Θεός δοκιμάζει αυτόν και την πίστη του (π.χ όταν σώζεται λένε είχε άγιο, όταν όμως πεθαίνει/σκοτώνεται τότε τον αγαπούσε ο Θεός και τον πήρε κοντά του - οποία σχιζοφρένεια)!!!. 
Όλα τα ερωτή­ματα βρίσκουν τέ­τοιους είδους ταυτολογικές και ανε­ξέ­λεγκτες απαντήσεις. Η πιο συνηθισμένη, άμεση, αβα­σάνιστη και απλοϊκή απάντηση που δίδεται, είναι: «Ο Θεός ήθε­­λε και τα έκαμε έτσι…!». Και η πιο πα­ράλογη αντίφαση, ακό­μα και αυτή, εί­ναι δου­λειά του Θεού. 
Βλέπεις ό,τι θέ­λει κάνει μιας που είναι παντοδύ­να­μος, πάνσοφος, πανάγα­θος και όλα αυτά τα «παν...».  
Ας μας πει λοιπόν ένας θρήσκος, τί άλ­λο ακόμα του μέ­­νει για να χαρα­κ­τηρι­στεί ως θρησκό­λη­πτος
Η οργανωμένη θρη­­σκεία παρου­σιά­ζει ακό­­μα και τα εξής χα­ρα­κτηρι­στι­κά: 
Βασί­ζε­ται σε μια συλλογή ιε­ρών βι­βλί­ων που περι­έ­χουν τις απαρά­βατες «αλήθειές» της και κά­νει συ­νεχή χρή­ση μό­νον αυτών, έχει κα­θορι­σμέ­­νους και απαρά­βατους τύπους και τρό­πους λατρείας, κάθε δια­φο­­ρε­τική γνώμη, αν­τί­λη­­ψη, πρό­τα­ση, εξέ­ταση εξοστρα­κίζεται σαν αίρε­ση και, όποτε εί­ναι δυνατόν και επι­τ­ρέ­πουν οι επο­χές, τιμω­ρείται διά θα­νά­του, προσπαθεί να καπε­λώ­σει ολό­κληρη την κοι­νω­νία, τα κράτη, τις κυβερνήσεις και κά­θε κοινω­νική δραστη­ριότητα, δημιουρ­γεί δική της έκ­­­­φραση και τέχνη κλπ.

          Ανακεφαλαιώνω με τα χτυπητά χαρακτηριστικά του πιστού και φανατικού.
Πρώτα απ’ όλα η λογική δεν έχει σπουδαία ισχύ στη σκέψη ή τη συνομιλία του.
Αν και επιθυμεί να δείξει ότι τη χρη­σι­μοποιεί και την εφαρμόζει, τις πιο πολλές φορές την ωθεί στα όρια της ανυπαρξίας.  Για αυτόν/αυτήν), πάντα προέχει η Πίστις...
Η χρήση επι­χει­ρη­μά­των είναι, για τον πιστό και φανατικό, ελά­χι­στη έως μηδαμινή.
Μόνο όταν τον βολεύουν χρησι­μο­ποι­εί και ισχυ­ρί­ζε­ται επιχειρήμα­τα.
Αλλιώς η πίστη και ο φα­νατισμός τον τυφλώνει ώστε κανένα επι­χείρημα να μην τον πεί­­θει για τίποτα. Πρέπει μάλ­λον να διαστρέψει το επιχείρημα για να ταιριάσει στις εκ των προτέρων τεθείσες από­ψεις του. Το ίδιο ισχύ­ει και με τα αν­τι­κει­μενικά δεδο­μέ­να που μας παρέχουν η εμ­πει­ρία και οι διάφορες επι­στήμες. Στη ροή των λεγομένων του με­ταπίπτει συνεχώς σε αντι­φά­σεις που άλλοτε αντι­λαμ­βά­νε­ται, αλλά δεν παραδέχεται και άλ­λοτε αδυνατεί να τις αν­τιληφθεί καν.

Τέλος ο βίος και οι πράξεις του δεν συμβαδίζουν με αυ­τά που φανατικά ισχυ­ρί­ζεται και υπερασ­πί­ζε­ται. Ο πιστός και φανατικός συνήθως εί­ναι αυτός που άλλα λέγει και άλλα πράττει.
Θέλει «και την πίτα γερή και τον σκύλο χορ­­τάτο».
Έχομε βεβαίως και την αντίθετη περίπτωση πλείστων όσων παραδειγμάτων πί­στεων και φα­­να­τισμών που οδήγησαν τους πι­στούς και φανατικούς μέχρι πλήρους εξα­θλι­ώσεως και τέλος εξοντώ­σε­ως.
Το παρακάτω δύστιχο εκφράζει λακωνικά αυτή την κα­τάστα­ση:
 Για μια πίστη φανατική πίστη, όταν κάποιος γαντζωθεί
σ’ ένα ωραίο ψεματάκι, μέχρι θανάτου το κρατεί.
Ο πιστός και φανατικός προτιμά να αποθάνει (να μαρτυρήσει) για τις πίστεις και τις απόψεις του, παρά να παραδεχτεί τα λάθη και τις ανοησίες του ώστε να τις απο­κη­ρύ­ξει και να ξαναρχίσει τη ζωή του εκ νέου.
Ιστορικώς έχομε και πλείστα όσα παρα­δείγματα όπου, πί­στεις και φα­να­τι­σμοί, 
οδήγησαν ολόκληρα έθνη στην πλήρη ή την σχε­­δόν πλήρη αφάνεια.
Εδώ ας προσθέσομε ότι υπήρχαν και υπάρχουν άτομα ή ομάδες ατόμων που απλώς θρησκεύονται.
Είναι δηλαδή ως έναν ή άλλον βα­θμό θρη­σκευ­τι­κοί ή μάλλον θρη­σκευ­όμενοι άνθρωποι.
Αυτό σημαίνει ότι πιστεύουν με τον δικό τους τρόπο σε μη οργα­νω­μένες θρη­σκείες ή θρησκευτικές δοξασίες, οι οποί­ες εν αντιθέσει με τις ορ­γα­­νωμέ­νες θρη­σκείες, είναι καθαρές υποθέσεις των ατόμων και των ομάδων που τις απο­­­δέχον­ται.
Οι θρη­σκευτικές τους πίστεις συνήθως δεν δη­­­­­­μιουργούν μισαλλοδοξίες, αν­τα­γω­νισμούς, φόβους, παθητικές ή κατα­στρε­πτι­κές τάσεις και είναι κατα­δε­κτι­κές προς όλες τις άλ­λες ανάλογες θρησκευτικές πεποιθήσεις, θεω­ρίες και κο­σμο­αντι­λή­ψεις.
Δεν φοβούνται την αί­­ρεση, ενώ οι οργανωμένες θρησκείες την τρέμουν.
Λαμ­βά­νουν επίσης υπ’ όψη τον πο­λι­­τισμό, την παράδοση και την ιδιο­συστασία διαφόρων λαών και κοι­νω­νιών, ενώ οι ορ­γα­νωμένες θρη­σκείες καταργούν και καταστρέφουν ολικώς ή μερικώς όλα αυτά τα στοι­χεία.
Τις πε­ρισ­σότερες φορές είναι ρευ­στές φιλο­σο­φι­κο-επι­στημο­νι­κές στάσεις έναν­τι της ζωής και του κόσμου εν γένει χω­ρίς φα­να­τισμό ή τουλάχιστον με πολύ λιγότερο φα­νατισμό από τον φανατισμό που οι οργα­νω­μένες θρησκείες εμπνέουν.
Όμως για σκο­τει­νά και αναπάν­τητα ερωτή­ματα ή μετα­φυ­σικά ψευδοερωτήματα, που πολλές φορές εκ των πρα­­γμά­των προ­κύπτουν, εισ­ά­γουν απαντή­σεις που βασί­ζονται σε θρησκευτική πίστη σύμ­­φω­να με τις αντιλήψεις και τις αρέ­­­­­σκειές των είτε επει­δή δεν διαθέτουν τις γνώ­σεις για να τα εξη­γήσουν και να τα καταλάβουν είτε επειδή είναι εξώλογα ή εξω­κο­σμι­κά.
Δη­μι­ουργούν δηλαδή ένα μί­­γ­­μα επιστη­μο­­νικών γνώσεων, φιλο­σο­φι­κών τάσεων, κο­σμο­­θε­ω­ριών και αρεστών θρη­σκευ­­­τι­­κών πί­στε­ων, δοξασιών και αντιλή­ψε­ων.
Δέ­χον­ται όμως τη λο­γική, τη δύ­­να­μη της κρι­­τικής και της φι­λο­σοφίας και την επιστη­μονι­κή γνώση. Έτσι είναι πάντοτε έτοι­μοι και πρόθυμοι να αλλάξουν ή να τροποποιήσουν τα πιστεύω τους, οσά­κις θεω­ρήσουν αυτό αναγ­­καίο.
Τώρα ας επανέλθομε στον σκεπτικισμό. Σκεπτικιστής μπορεί να εί­ναι ο οι­οσ­δή­πο­τε ανεξαρτήτως εθνικότητας, τάξεως, πολιτισμού κλπ.. 
Μπο­ρεί να είναι: Πλού­σιος ή φτω­χός, αριστερός ή δεξιός ή κάθε πολιτικής απο­χρώσεως, ηθικός ή αν­ήθικος, μορφωμέ­νος ή αμόρφωτος κλπ. Αν και μπο­ρούμε να πούμε ότι όλοι κάποια φορά στη ζωή τους ήταν έστω επί ολίγον σκεπτικιστές αυτό δεν αρκεί για να τους συμπερι­λά­βομε στο σκε­πτι­κιστικό ρεύμα. Ο καθαρά σκεπτικιστής είναι αυτός που σκέπτεται και κρίνει συνε­χώς, δια­­τυπώνει συμπεράσματα και στο τέλος καταλήγει σε ένα από τα τρία στάδια που ανα­φέ­ραμε προηγουμένως. 
Ας εξετάσομε λοιπόν τώρα την πρώ­τη από τις τελικές κατηγο­ρί­ες του σκεπτι­κι­σμού, δηλαδή τον θεϊσμό. Θεϊσ­τής είναι αυ­τός που πιστεύει σε κάποια απρο­σδιό­ριστη ανωτέρα, συνή­θως δημιουργό, δύναμη που την αποκαλεί Θεό, ή σε κά­ποιο αόριστο και απροσδιόριστο Θεό, συνή­θως δημι­ουργό, που τον αποκαλεί ανωτέρα δύ­­να­­μη. 
Έτσι πολλές φορές μπερδεύει αυ­τούς τους όρους και δεν καταλα­βαί­νομε γιατί χρειάζεται ή θέλει να δια­τηρεί και τους δύο. Αν και δεν έχει απολύτως καμιά εμπειρία αυ­τού του Θεού, δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτόν και οι ορισμοί που του δίνει είναι αυθαίρετοι, εν τούτοις τον δέχεται αξιω­ματικά. Έτσι βρί­σκει κάποιο τελεολογικό νόημα στον κόσμο, βοηθείται ψυχολογικά, επαναπαύεται στην κοσμοθεωρία του, σε κάτι άπιαστο, άνευ εμ­πει­ρί­ας που το αποκα­λεί «ανώτερο», και δίνει απαν­τή­σεις της αρεσκείας του σε γε­νικά και με­ταφυσικά ερωτή­ματα, αλλά και σε θεμιτά ερωτήματα που θέτει χωρίς να μπο­ρεί να τα απαν­τή­­σει ακόμα επι­στη­μο­νικώς. 
Υπάρχει και μικρός χώρος αιρέσεων στον θεϊ­σμό. Π.χ. ένας θεϊστής μπορεί να πιστεύει ότι ο Θεός του επεμβαίνει στις υποθέσεις και των ανθρώ­πων και του σύμ­παντος, ενώ άλλος πιστεύει ότι δεν επεμβαίνει (δεϊσμός, δεϊστής). Μέχρις εκεί φτά­νει το θρη­σκευ­­τικό του δόγμα και η θρη­σκευτική του πίστη. 
Έτσι η θεολογία του είναι πολύ περιο­ρισ­μέ­νη και δεν ανήκει σε καμιά οργα­νω­μένη θρη­σκεία. Δηλαδή μέ­σα στην άγνοιά του, πραγ­ματική ή φαντα­στική, εισάγει μια έννοια που τον βοηθάει μεν ψυ­­χολο­γικά, χωρίς όμως να μπορεί να την ορίσει ούτε και να την θεωρήσει ως αρ­χική έν­νοια, διότι δεν γνω­­ρί­ζει τίποτα γι’ αυτή βάσει των αρχικών γνώσεων και εν­τυ­πώ­σε­ων που δη­μι­ουρ­γεί η εμ­πειρία. Είναι ως εκ τούτου ψευδοέν­νοια. Κάνει λοιπόν ένα υπερ­βα­τι­κό άλμα και έτσι θε­ω­ρεί θεμιτό και με νόη­μα το να μι­λάει για «θεό» και να πιστεύει σ’ αυ­τόν.
Πολ­λές φορές μά­λιστα τον μπερ­δεύει με την φύση. Ισχυρίζεται δη­λα­δή: Θεός = φύ­ση, φύση = θεός. Έχει, μας λέει, εμπειρία του θεού όταν αγ­ναν­τεύ­ει ένα ω­ραίο ηλιο­βασίλεμα ή σε διάφορες άλλες φυσιολατρικές ή ερωτικές εμπειρίες. Τώρα γιατί αυτό το μπέρ­δεμα όλων αυ­τών των εννοιών και εμπειριών τον ικανοποιεί αντί να τις ξε­χω­ρίσει και να τις βάλλει στις θέσεις που ανήκουν φαίνεται να οφείλεται στην ιδιο­συ­στα­σία του αφ’ ενός και στην όλη του επίκτητη ανάπτυξη και παι­δεία αφ’ ετέρου. Ακούμε και άλ­λους τραβηγμένους συλ­λογισμούς. Π.χ. Εφ’ όσον υπάρ­χω εγώ, τότε υπάρχει και θεός. Αφού υπάρχει κόσμος, φύση, σύμπαν, πρέπει να υπάρχει και θεός. Αυτοί οι συλ­λο­γισμοί μας θυμίζουν τον αρ­χαίο: «Ει εισί βωμοί, εισί καί θεοί». Σαν να λέμε, κατά το γνωστό λαϊκό, ότι, «επειδή υπάρ­­­χει ο φάντες, υπάρ­χει και το ρετσι­νόλαδο».
Τα εξώλογα και υπερ­­­βατικά άλ­ματα αυ­τών των συλλογισμών είναι τό­σο με­γά­λα και τόσο εμφανή, που δεν θα τα σχολιάσουμε. Χα­ρίζομε αυτούς τους συλ­λο­γι­σ­μούς σ’ αυτούς που δεν τα βλέ­πουν. 
Όταν, λόγου χάρη, ο χημικός ισχυ­ρί­ζε­ται ότι, όταν ενώ­σει δύο άτο­μα υδρογό­νου και ένα άτομο οξυγόνου φτιάχνει ένα μό­ριο νε­ρού, αυτό δεν το έβγαλε από την φαν­τασία του. Δεν είπε εκ προ­οι­μίου ότι, αφού υπάρχει υδρογόνο και οξυγόνο τότε πρέπει να υ­πάρ­­χει και νερό. Αλλά, πρώτον, γνώ­ριζε καλά όλες τις έννοιες που χρησιμοποιεί σ’ αυτή τη δια­τύπωση και δεύ­τερον, αυ­τό το διατύ­πωσε ως συμπέρασμα αποτε­λεσμάτων μιας ικα­­νοποιη­τικής σειράς πειρα­μάτων. 
Έτσι κα­τά του θεϊσμού έχομε τις εξής αντιρ­ρή­­­σεις: 1) Τί μας χρησιμεύει το να πιστεύομε σε κάτι για το οποίο δεν γνω­ρί­ζομε απολύ­τως τί­πο­­τα και ούτε εμπει­ρι­κά μπορού­με να το προσδι­ο­ρί­ζομε αλλά το θέσαμε αξιωμα­τικά; 2) Αν δεν γνω­ρί­ζομε κάτι, τό­τε γιατί πρέπει να προ­χω­ρήσομε σε πίστη και να μην πα­ρα­μείνομε στο «δεν γνωρί­ζο­­με»; Τί χάνομε ή τί κερδίζουμε; 3) Ό,τι εισά­γομε αξιωμα­τι­κά πρέ­πει καλά και σώνει να το πιστεύομε με θρησκευ­τική πίστη επει­δή απλούστατα δεν το γνω­­ρίζου­με; Αξιωματικά μπο­ρούμε να εισάγομε άπειρα πράγματα και ψευ­δο­έν­νοιες ανενόχλητα αφού δεν κιν­δυνεύομε να γελοιο­ποιηθούμε. Επομέ­νως τί είναι αυ­τό που κάνο­με ή τί πε­τυ­χαίνουμε; Είναι το πιο εύκολο πρά­γμα το να βρίσκομε απάν­τηση σε κάτι που δεν ξέ­ρομε με το να εισ­ά­γομε αξιωματικά μια νέα αόριστη έν­νοια ως φταί­χτη. Μπο­ρούμε κάλλι­στα να δικαι­ολογή­σομε ή να αιτιολογήσομε τα πάν­τα με διάφορα ψευτο­όντα από το κοσμικό διάστημα. Αυτά τα ψευτοόντα προκαλούν τα πάν­τα, αλ­λά εμείς δεν τα γνωρίζουμε, δεν τα βλέ­πουμε, δεν τα ακούμε, δεν τα οσ­φραινόμα­στε, δεν τα αγ­γί­ζομε και όλα τα «δεν...». Σε όλα τα πράγματα μπο­ρούμε να δώ­σομε τέ­τοιου τύπου αβα­σάνιστες εξηγήσεις και άντε τώρα εσύ, αν μπο­ρείς..., από­δειξε ότι δεν ισχύουν.
Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσομε την θρησκευτική από την επιστημο­νι­κή πίστη, διό­τι οι θρήσκοι πάντα προβάλλουν το επιχείρημα, ότι και η επι­στή­μη βασίζεται στην πίστη. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες αλλά δυστυ­χώς και στις δύο η γλώσσα μας χρησιμοποιεί τη λέξη «πίστη» και έτσι έχει γίνει το μπέρδεμα. Με το μπέρδεμα αυτό οι θρήσκοι βρίσκουν ένα ψευ­το­επι­χεί­ρημα για να δι­και­ο­λογούν τη δογματική πίστη τους δήθεν και επι­στη­μονι­κώς ή δήθεν να εισάγουν τη δογματική πίστη στην επιστήμη.         Η θρη­σκευτική πίστη δεν δέχεται κριτική. Δεν εξετάζεται στο εργα­στή­ριο ή στο ιατρείο, ού­τε υπολογίζεται μαθη­ματικώς, ούτε παρατη­ρεί­ται, ούτε αναι­ρεί­ται, ούτε επιβεβαιώ­νε­ται, ούτε αλλάζει. Κανείς δεν προσπα­θεί να απο­δεί­ξει ότι ισχύει ή δεν ισχύει και αν προ­σπα­θήσει, δεν υπάρχουν ούτε κανόνες εξέ­τασης, ού­τε κριτήρια για να την πιστοποίηση της αληθείας της ή του ψεύ­δους της. 
Αν κανείς στοιχηματίσει οτιδήποτε, ακόμα και το κε­­­φά­λι του, για την αλήθεια ή το ψεύδος ενός θρησκευ­τι­κού δόγματος μπορεί να το κά­νει ά­φοβα γιατί αυτό το στοίχημα δεν πρό­κει­ται να λυθεί ποτέ. «Πρέ­πει να πε­ρι­μένει άπειρο χρόνο και τρέχα γύρευε...!». Δεν φαντάζομαι όμως κανέναν που θα στοιχη­μάτιζε με νη­φαλιότητα όχι το κεφάλι, αλλά έστω όλη την πε­ριου­σία του για την ορθότητα του με­­τεω­ρολογικού δελτίου της αυρι­ανής ημέ­ρας. Όταν έλθει και περάσει η αυριανή ημέρα το στοίχημα αυτό θα έχει λυ­θεί και τότε αλ­ίμονό του αν το έχει χάσει. Θα βρεθεί στον δρό­­μο απέν­ταρος. Δεν αξί­ζει μια τέτοια ριψοκίν­δυνη κίνηση για ένα τέτοιο ζήτημα. Αν ισχυ­ρι­στώ σήμερα πως πι­στεύω ότι αύ­ριο θα βρέξει, αυτή η πίστη δεν είναι της αυτής τά­ξε­ως και επι­πέ­δου με την πίστη του Χριστιανού στο δόγμα της αγίας τριάδος. Η πρώτη υπόκειται σε κρι­τική, αν η πρόβλεψη έγι­νε ορθώς και με τα σωστά μέσα, κάτω από τις κα­τάλληλες συνθήκες, τί πι­θανότητα έχει για να επαληθευτεί και τελικά εντός ε­νός ορισμένου χρονικού διαστήματος θα έχομε την απάντηση περί της ορθό­τη­τας ή μη ορ­­θότητάς της. 
Η επιστη­μο­νική πίστη είναι ουσιαστικά πιθανο­λο­γι­κή πρόβλε­ψη βάσει ορισμέ­νων δεδομένων και κριτηρίων. Ορθόν θα ήταν λοιπόν ο όρος «πίστη» να αντικα­τα­σ­τα­θεί με τον όρο «πιθανολογία» ή «πιθανοφά­νεια» κλπ. 
Η θρησκευτική πί­σ­τη στο δόγ­μα της αγίας τριάδος όμως δεν υπόκειται σε κα­μιά κριτική. Ή τη δέχεσαι ως έχει, ή όχι. Ό,τι και να στοιχηματίσεις, δεν πρόκειται ού­τε να χάσεις ούτε να κερδίσεις. Στοι­χη­μά­τι­σε άφοβα τον κόσμο ολόκληρο! Δεν υπάρ­χουν τρό­ποι να λυθεί αυτό το στοί­χημα όσο και αν περιμένεις. (Εκτός και κατεβεί ο ίδιος ο Θεός και μας το απο­κα­λύ­ψει!). 
Όταν πιστεύ­εις θρησκευτικώς σ’ αυτό το δόγμα ή σε οποιο­δήποτε άλλο δόγ­μα, δεν έχει νόημα να ισχυ­ριστείς ότι το δό­­­γμα της πί­στεώς σου ισχύει με πιθανότητα 60%, αλλά με 40% μπο­­ρεί να μην ισχύει. Και αν το ισχυ­ρι­στείς (κακώς βέβαια, διότι αυτό θα ήταν μια επι­στη­μονική πιθανο­φάνεια και όχι πίστη) δεν έχεις, ούτε μπορείς ποτέ να έχεις, καμιά αι­τιο­λό­γη­ση αυτών των πιθανο­τήτων. Έτσι σου ήρθαν και τις πέ­ταξες στα κουτουρού χωρίς να μπο­­ρείς να τις δικαιολογήσεις. 
Εν κα­τα­κλεί­δι, η θρη­σ­κευτική πίστη δεν είναι επιστη­μο­νι­κή και τανάπαλιν. 
Εί­ναι δύο εν­τε­λώς δια­φο­­ρετικές έν­νοιες που κακώς συγχέ­ον­ται, λόγω των κενών και παγίδων που οι γλώσσες δη­μι­ουργούν, π.χ. χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέ­ξεις για ξένα μεταξύ τους πράγματα. Αυτά τα ολισθήματα συνωμο­τι­κώς χρησιμο­ποιούν­ται από τους διαφόρους θρήσκους προ­πα­γανδιστές για να καλύψουν την αν­επάρ­κειά τους. Πρέπει λοιπόν η κοινωνία να μάθει να ακριβο­λογεί και όχι να τουρ­λου­­­το­λο­γεί. Αλλά πότε;...
Συνεχίζουμε με τον αγνωστικισμό. Ο αγνωστικιστής συζητάει και εξετάζει, κα­­θώς νομίζει ή φαντάζεται με λογικό και νοηματικό τρόπο, όλα τα ερωτήματα περί θεού, αλ­­­λά όπως ο ίδιος παραδέχεται δεν είναι σε θέση να γνω­ρίζει τις απαντή­σεις τους. Ως γνω­στόν, ο όρος «αγνωστικισμός» παράγεται από το στερητικό «α» και «γνώσις». 
Τον όρο επινόησε πρώτος ο Sir Thomas Huxley το έτος 1869, για να χτυπήσει τον «Γνωστι­κι­σμό», που έτυχε τότε να τον μελετά και να αηδιάσει με τις ανοησίες του. Μετά όμως η λέ­­ξη διεφθά­ρη από επιτηδείους και έτσι σήμερα χρησι­μο­ποι­είται στα θέματα που ανα­πτύσσομε εδώ. Όπως εύκολα καταλαβαί­νουμε, οι συζη­τήσεις αυ­τού του τύπου με αγνω­στικιστές είναι πο­λύ βραχείες. Π.χ. όταν τον ρωτάς αν υπάρχει Θεός, σου απαντάει αμέσως «δεν γνωρίζω». Όταν όμως τον ρω­τήσεις αν υπάρχει π.χ. «Ψεός­», τότε δικαίω τω λόγω σε αντε­ρω­τά αμέ­σως πριν καν σκεφτεί «τί είναι πά­λι αυτός;». Γιατί δεν έκανε το ίδιο και στην προη­γού­με­νη ερώτηση; Διότι νομίζει ότι η έννοια «θεός» για την οποία τον ρωτάς είναι καλά γνω­στή σ’ αυτόν όπως και σε όλους. Έχει συν­ηθίσει από μικρός να την ακούει ανε­νόχλητα απ’ όλους και έτσι την παίρνει σαν δεδομένη. Βλέπομε εδώ τον ρό­λο της ψυ­χολογίας και της πλύ­σεως εγκεφάλου. Πάντως εκ των πραγμάτων, ο αγνω­στικι­στής δεν μπο­ρεί να ανή­κει σε καμιά θρησκεία και είναι άπιστος. Οι αντιρρήσεις μας εναν­­­τίον των αγνωστι­κιστών είναι οι εξής:  
1) Μπορούμε να δημιουρ­γούμε συνε­χώς ερω­τήματα άνευ απαν­τήσε­ων. Οπότε τί κερδίζουμε; 2) Έχουν την ψευδαί­σθηση ότι είναι θε­μιτό το να εξε­τά­ζουν και να συζητάνε, με λογική όπως φαν­τάζονται, ψευδοέν­νοιες, όπως αυτή του θε­ού, τις οποίες επί πλέον θεω­ρούν και ως έννοιες με νόημα και περιε­χό­μενο, ενώ πα­ρα­δέ­χον­ται πως δεν έχουν καμιά εμπειρική γνώση γι’ αυτές και ούτε μπο­ρούν να απαν­­τήσουν κάτι γι’ αυτές. 3) Δεν βλέπουν όμως ότι, εκτός του ότι δεν γνωρίζουν τις απαν­τή­σεις, όσο και να ψάχνουν απαντήσεις δεν πρόκειται να βρούνε, όπως ακριβώς δεν βλέ­πουν ότι οι έν­νοιες τις οποίες συζητούν και εξε­τά­ζουν είναι ψευδο­έννοιες. Εί­ναι και αυτό ένας πα­ρα­πάνω λόγος που καθι­στά τα ερωτή­ματά τους ψευδο­ερω­τήμα­τα.
Τέλος ερχόμαστε στον αθεϊσμό. Ένας κοινώς παραδεκτός ορισμός του αθεϊ­σ­μού είναι η παραδοχή του ότι δεν υπάρχει καμία πειστική, επιστημονική ή εκ των πραγμάτων βάσιμη ένδειξη για την ύπαρξη θεού, θεών ή υπερφυσικών οντοτή­των. 
Στον εικοστό αιώνα όμως, με τις μνημειώδεις εργασίες αρχικά του Bertrand Russell και ύστερα αλλά πολύ πιο σημαντικά του Ludwig Wittgenstein στην Αναλυ­τική Φι­λοσοφία και τη Γλωσ­σανάλυση, ο ορισμός του αθεϊσμού έλαβε τη μορφή στάσης που λαμβάνει ο λογικός άν­θρωπος έναντι των εννοιών και της αναλύσεως αυτών. Η έν­νοια του «θεού» και όλες οι έννοιες που παράγονται από αυτήν είναι ψευδοέννοιες και ως εκ τούτου κάθε συζήτηση περί αυτών είναι στερημένη νοήματος και δεν οδη­γεί σε κανένα συμπέρασμα. Άρα έχομε να κάνομε με ανόητη συζήτηση. Οι έννοιες που ήλθαν σαν κομήτες εκτός των λογι­κών μας συστημάτων είναι ακριβώς οι ψευδο­έννοιες και δεν νοείται να καταπιανόμαστε με αυτές χρησιμοποιώντας τα λογικά μας συστήματα, εφ’ όσον δεν τις εγκλείουν, και από πάνω να ελπίζομε ότι θα συνάγομε και συμπεράσματα. Π.χ. είναι αδύνατον να διαλύσεις, για να καταλάβεις πως λειτουρ­γεί, μια σύγχρονη μηχανή εις τα εξ ών συνετέ­θει, χωρίς βεβαίως να την καταστρέ­ψεις, με τα εργαλεία της παλαιολιθικής εποχής. Ο συγ­γραφέας αυτού του δοκιμίου ασπάζεται αυτό τον νέο ορισμό του αθεϊσμού, ως την ανωτέρω στάση που προσφέρει η Γλωσσανάλυση, και ισχυρίζεται ότι αυτή η προσέγγιση προς τον αθεϊσμό είναι η μόνη άτρωτη. Ο προηγούμενος ορισμός, που αποδέχονται πολ­λοί οι οποίοι δεν γνωρί­ζουν τις προόδους της αναλυτικής φιλοσοφίας, έχει το πρόβλημα ότι εκ των προ­τέ­ρων θεωρεί την έννοια του «θεού» κλπ, έστω και με υπονοούμενο τρό­πο, ως θεμιτή και πλήρη σημασίας, αλλά επειδή δεν έχομε επιστημονική ή εμπειρική ένδειξη περί αυτής, γι’ αυτό και μεις δεν την λαμβάνομε υπ’ όψη. Δηλαδή αφήνει να εννοηθεί πως στο μέλλον δεν αποκλείεται να αποκτήσομε τέτοια ένδειξη και τότε τα ξα­νασυ­ζη­τάμε. 
Είναι δηλαδή ένας ορισμός που θυμίζει και μπρερδεύεται με τον αγνωστι­κι­σ­μό. Ο Wittgenstein όμως έκανε το μνημειώδες βήμα εμπρός με το να αποδείξει, εν­τός των πλαι­σίων και των λογικών συστημάτων της γλώσσας, ότι οι έν­νοιες που ανα­φέ­ραμε είναι ψευδοέννοιες και συνεπώς είναι ανόητον να τις συζη­τάμε, καθώς και ότι είναι χί­μαιρα το να ελπίζομε ότι θα βγάλομε συμπεράσματα περί αυτών είτε τώρα είτε στο μέλλον. Γι’ αυτό και η αναζήτηση επιστημονικής ή εμ­πειρικής ένδειξης είναι καταδι­κα­σμένη εκ προ­οι­μίου και τώρα και στο μέλλον. Δεν υπάρχει ελπίδα όταν ελ­πί­ζεις σε ψευδο­έννοιες.
Εν πάση περιπτώσει, ο αθεϊσμός είναι το έσχατο στάδιο του (θρησκευ­τι­κού) σκεπτικι­σμού το ο­ποί­­ο αποτελεί την εκ θεμελίων άρνηση του θεϊσμού και κατά συν­έπειαν και του αγνω­στι­κισμού και κάθε θρησκευτικής πίστης. Η λέξη συντί­θεται από το στερητικό ή αρνη­τι­κό «α» και «θεϊσμός». Είναι δηλαδή ο «μη θεϊ­σμός» ή η απε­λευ­θέ­ρωση από κάθε θεϊσμό. Το ρήμα «πιστεύω» (δια του θρη­σκευ­τικού τρόπου) δεν βρίσκει θέση στον αθεϊσμό. Ο αθε­­ϊστής ούτε πιστεύει ούτε δεν πι­στεύ­ει. Θέλει να γνωρί­ζει.  
Για τα θεμιτά ερωτήματα των οποίων τις απαντήσεις δεν γνωρίζει στα­μα­­τά με το «δεν ξέρω». Δεν λέει: «Aφού δεν ξέ­ρω, τότε πιστεύω ή μου αρέσει να πι­στεύω ότι …». Το ρήμα «πι­στεύω» κατά την επι­στη­μονική πίστη αντι­κα­θίστα­ται ακρι­βέ­σ­τε­ρον από το «νομί­ζω», «θεωρώ πιο πιθανόν» κλπ. και έχει έναν, αν όχι πλή­ρη του­λάχι­στο ικα­νό, αριθμό αιτιο­λο­­γιών. 
Για τον αθεϊστή η έν­νοια του θεού (όπως και πολ­λές άλλες συναφείς έννοιες) εί­ναι έννοια πλαστή ή ψευδοέν­νοια και όλα τα σχετικά ερω­τή­ματα είναι ψευδο­ερω­τήματα. Κάθε συζή­τηση γύρω απ’ αυτά είναι μά­ταια, άνευ εν­νοίας και περιεχομέ­νου και δεν μπο­ρεί να γίνει βάσει κανόνων λογικής ή εμπειρίας. Επομένως η συζήτηση αυτή είναι άνευ νο­ήματος, δηλαδή ανόητη. 
Αυτό συμβαί­νει για τους εξής λό­γους: 1) Δεν γνω­ρίζομε κα­θό­­λου τί είναι αυτό για το οποίο μιλάμε, ούτε σαν έννοια που έχει ορισθεί, ούτε σαν αρ­χι­κή έννοια αφού δεν υπάρχει καμιά συ­νυ­φα­σμένη εμπειρία. Οπότε τότε, τί να πούμε;... Μιλάμε χωρίς βά­ση, δηλαδή στο κενό. 2) Οποια­­­­δή­ποτε απάν­τηση και να υποθέσομε ή να φαντα­σ­τού­με πως δώ­­σαμε σε κά­ποιο από τα συναφή ερωτήματα, δεν υπάρχει κανέ­νας τρόπος και κανένα κριτή­ριο για να δια­πι­στώσομε την αλή­θεια ή το ψεύδος της απαν­τή­σεώς μας. 
Αν για κα­νέ­­ναν υπάρχει τέ­τοι­ος τρόπος ή κριτήριο, τότε να τα ανακοι­νώσει δι­ε­θ­νώς για να τα μά­θουν και οι υπό­λοι­­ποι…! Μιλά­με δη­λαδή «στον βρόν­το». Η λύση σε ό­λα αυτά τα ερωτή­μα­τα είναι απλού­­στα­τα η κατάργησή τους. 
Τί να πεις γι’ αυτά έστω και με σχε­τική βεβαι­ό­τη­τα...; 
Μό­­νον αυτό που λέει ο Σοφοκλής στον Οιδί­πο­δα (αν και σε δια­­φορετικό θέμα και για δια­­φο­ρε­­τι­κόν λόγο, πλην όμως και εδώ ταιριάζει τέλεια):
«Αλλά ταύτ’ ότω παρ’ ουδέν έστι ράστα τόν βίον φέρει.»! (Αλλά αυ­τά σε όποιον δεν έχουν καμιά ση­μασία, αυτός περνά ευκολότατα τη ζωή.)!

Πολλές φορές, διάφοροι που πιστεύουν σε θεό με το ένα ή τον άλλο τρόπο προ­καλούν τους αθέους να τους αποδείξουν ότι δεν υπάρχει θεός. Δεν καταλαβαίνουν ή εθε­λο­τυ­φλούν στο να δουν ότι, εφόσον αυτοί ευθύς εξαρχής εισάγουν την έννοια θεός και την πι­στεύ­­ουν ακράδαντα, τότε η αγγαρεία της απόδειξης του ότι «υπάρχει θεός» εναπό­κει­ται σ’ αυ­τούς και όχι στους αθεϊστές να αποδείξουν το αντίθετο.
Είναι επιεικώς γε­λοίο, όταν κά­­ποιος εφευρίσκει διάφορες άγνωστες έννοιες ή λέξεις και μετά να έχει την αξίωση οι άλλοι να του αποδεικνύουν ότι υπάρχουν ή δεν υπάρ­χουν...!
Έχομε ακούσει και άλλα ψευτοεπιχειρήματα κατά των αθεϊστών. Εδώ ας ανα­φέ­ρομε δύο που ακούμε πολύ συχνά. 1) Ακούμε από πολλούς να προβάλλουν ως αναντίρ­ρητη αλήθεια τον ισχυρισμό: «Άθε­οι δεν υπάρχουν, πάει και τελείωσε!». Απαντάμε λοι­πόν: «Ρωτήσατε όλους τους αν­θρώπους του πλανήτη και δεν βρήκατε ούτε έ­ναν άθεο ανά­με­σά τους ή η έν­νοια «άθεος» είναι λογική αδυνατότητα;». Και στις δύο εκδοχές δεν μπορούν να απαν­τήσουν ειλικρινώς. Όταν πάλι τους πούμε: «Mα εμείς π.χ., είμαστε άθε­οι!», αυτοί ισχυρί­ζονται επιτακτικά: «Όχι δεν είστε!». Γνωρίζουν ετσιθελικά δηλαδή τους εαυτούς μας καλλίτερα από εμάς τους ιδίους!… Για να τους βοηθήσομε να σκε­φτούν τους παρέχομε και ένα απλό παρά­δει­γμα λο­γικής αδυ­νατότη­τας. «Ο κόκορας γεννάει αυγά!». Αυτό είναι λογική αδυνατό­τητα, δι­ό­τι αλλιώς, εξ ορι­σμού, ο κόκορας θα ήταν κότα. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει με την έν­νοια «άθεος». 2) Ακούμε το εξής παράξενο: «Η ρήση ‘δεν πιστεύω σε καμιά θρησκεία’ είναι αφ’ εαυτής θρη­σκεία!». «Κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι άθε­οι σε θρη­σ­κεία πιστεύουν!». Δεν υπάρχει πιο παράδοξο και αντιφατικό ψευτοεπι­χεί­ρημα. Αν θε­ωρηθεί θρησκεία αυτό που καταργεί τις θρη­σκεί­ες τότε καταργείται η λογική δι­α­κ­ρι­ση ανάμεσα στο «καταστρέφω» και στο «είμαι ακέ­ραι­ος». Ακόμα η ρήση «δεν πι­σ­τεύω σε καμιά θρησκεία» δεν αποτελεί θρη­­σκεία βά­σει του εξής απλού λογικού συλ­λογισμού. 
Αν υποθέσομε προ­σω­ρινώς ότι είναι θρη­σκεία (δική μας όπως μας προ­σ­ά­πτουν) όπως όλες οι θρη­σκείες που δεν πιστεύ­ου­με, τότε θα οδηγη­θού­με σε αν­τί­φα­ση ως εξής. Χάριν ευκολίας ας ονο­μά­σομε αυτήν τη ρήση Θ. 
Εφ’ όσον η Θ είναι θρησκεία μας, βά­σει της προσωρινής υπόθεσης, έχομε ότι η Θ είναι θρη­σκεία που δεν ανήκει στο σύνολο των θρησκειών τις οποίες απορ­ρίψαμε, αφού με την αρ­χική μας ρή­ση δηλώσαμε καθαρά ότι δεν τις πι­στεύ­ου­με. Πρόκειται λοιπόν για μια έν­νοια θρη­σκεί­ας που ανήκει σε διαφο­ρε­τικό εννοιολογικό σύνο­λο (ή επίπεδο), αφού αυ­τήν τη δε­χόμαστε ενώ τις άλ­λες τις έχομε ήδη απορρίψει. 
Επομένως πρό­κειται για εντε­λώς άλ­λη έν­νοια και συνεπώς έχομε το απλού­στατο συμπέρασμα: Θ ¹ θρησκεία. Αυτό αντι­φά­σκει με την προσωρινή μας υπόθεση. Άρα η προσωρινή μας υπόθεση δεν ισχύει που ση­μαίνει ακρι­βώς ότι η αρχική μας ρήση (Θ) δεν αποτελεί θρησκεία.
Πολλοί συγχέουν τον αθεϊσμό με την πίστη πολλών ότι δεν υπάρχει θεός. Αυ­τό εί­ναι μεγάλο λάθος. Αυτή η πίστη αποτελεί τον αντιθεϊσμό. Οι οπα­δοί της μπο­ρούν κάλ­λιστα να ονομαστούν αντιθεϊστές. Αυτοί κάνουν το σφάλμα ότι η έννοια θεός είναι ορθή και ξεκαθαρισμένη και είναι σίγουροι πως δεν υπάρχει όπως «δεν υπάρχει τυρί στο ψυ­γείο...» ή «όπως δεν υπάρχουν μαύρες αρκού­δες στον νότιο πό­λο». 
Έπειτα, μεταπί­πτουν σε θρη­σκευτική πί­στη, αφού αυ­τή η πίστη τους δεν δέχεται καμιά κριτική ή λογική εξέ­ταση, είναι αυθαί­ρε­τη και δεν υπάρχουν κριτήρια επαλη­θευ­σιμό­τητας ή απόρρι­ψής της και αφού βασίζεται σε ψευδοέννοια. 
Έτσι προ­σπα­θούν να χτυπούν μια θρησκευ­τική πί­στη με το να χρησι­μο­ποιούν μια άλλη. Στον αθε­ϊ­σμό το κρίσιμο σημείο είναι η ανα­γνώ­ρι­­ση των σχετικών ψευδοεννοιών και ψευ­δοε­ρωτημάτων, ώστε απλούστατα να τις / τα απορρίψουμε και αγνοήσομε για τους λό­γους που αναφέραμε παραπάνω.
Οι διάφοροι θρήσκοι που συγχέουν τον αντι­θεϊσμό με τον αθεϊσμό, είτε από άγνοια, είτε επίτηδες, επιτίθενται κατά του κακού τους δαίμονα του αθεϊ­σμού, διατει­νό­μενοι ότι και ο αθεϊ­σμός βα­σίζεται σε πίστη και μάλιστα θρη­σκευ­τική σαν την δική τους. Αυτό εί­ναι μέγα σφάλμα διότι όπως είδαμε και αναπτύξαμε, ο αθεϊ­σμός είναι η εκ θεμελίων άρ­νη­ση κάθε θρησκευ­τι­κής πί­στεως, του θεϊ­σμού που με την σειρά του βα­σίζεται σε κά­ποια θρη­σκευτική πίστη και του αγνωστι­κι­σμού που θεωρεί λογική και θεμιτή την εξέ­τα­ση και τη συζή­τηση ψευ­δοεννοιών και ψευ­δο­ε­ρωτημάτων. 
Όπως προηγουμένως είπα­με το ρή­μα «πιστεύω» δεν έχει θέση στον αθεϊσμό. Τα διάφορα διαστρεβλωτικά επιχειρή­ματα των θρήσκων, δυ­στυχώς και θεϊστών μερι­κές φορές, έχουν και άλ­λες αιτιολογήσεις. 
Επει­δή οι ίδιοι είναι πιστοί, πρέπει όλοι, ουδε­νός εξαι­ρου­μέ­νου, να είναι ωσάν και αυ­τοί, πιστοί. Εί­­­ναι ένα σύμ­πλε­γ­μα κατωτερό­τητας που τους ωθεί να κάνουν πραξικοπηματικά ομοίους τους όλους τους άλλους, λόγω της ελλεί­ψεως του θάρρους της γνώμης τους, της διχο­γνω­μίας τους, του ασαφούς, επι­σ­φα­λούς, αν­τιφα­τικό­τη­τας κλπ. της πίστεώς τους, αλλά ακό­μα και λόγω της αδυναμίας τους να ξε­καθαρίσουν τις έννοιες, λόγω της απόρ­ρι­ψης της ψυχολογίας και του επι­σ­τη­μο­νικού διαλογίζεσθαι εκ μέρους τους, καθώς και της αδυ­να­μίας τους να αντισ­τρα­τευτούν ορι­σμένα κατεστημένα και την πλύση εγκεφά­λου που έχουν υποστεί από μω­ρά παιδιά. Έτσι όλα αυτά τους βγαί­νουν σαν ένα inferiority complex που απαιτεί όλοι να είναι σαν κι’ αυτούς...
Η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, ακόμα και αυτών που κρα­τούν δι­π­λώ­μα­τα, δεν έχει ξεκαθαρίσει αυτά τα θέματα και ούτε την απα­σχο­λεί το ξεκα­θά­ρι­σ­μά τους. Βρίσκεται σε ένα τέλ­μα αγνοίας, συγχύσεως, μη πα­ρα­γω­γικής σκέψεως, ελ­λείψεως κρί­σεως, αν­τιφιλοσοφίας, απροθυμίας για μάθηση, θρησκοληπτικής πίστε­ως, υποκρι­σί­ας, βο­­λέματος, πολλών αντιφα­τικών θεωριών και ηθι­κών κλπ. 
Αυτή η «ηθι­κή» πλειονότητα ως επί το πλεί­στον, αναλώ­νε­ται, εκτός από την εξα­σφάλιση του επι­ούσι­ου, με αλλό­τρια άνευ ουσίας πράγματα. Δυστυχώς αυτόν τον συρμό ζωής, τον προωθεί και τον συν­τη­­ρεί το σημερινό, υπάρχον, καταπιεστικό, αποτυχημένο, παγκό­σμιο, κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα. 
Σή­­­­­με­ρα με την μέθοδο της γλωσ­σανάλυσης, όπως την ανέπτυξε και μας την παρέ­δω­σε ο μέ­γας διανοητής φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein, μπορούμε να πετύ­χομε την διαλεύ­καν­­­ση των εννοι­ών και να αποφεύγομε τις παγίδες που στή­νει συνεχώς η γλώσσα. Αρ­κεί μό­νο να το επιθυ­μούμε. Δυστυ­χώς όμως οι διάδοχοι του Wittgenstein, εκτός ολίγων εξαι­­­­ρέσεων (π. χ. ο φιλόσοφος Κωστής Μ. Κωβαίος) αντί να συγ­κεντρω­θούν στο να θέ­σουν σε εφαρ­μο­γή αυτή τη μέθοδο για την κα­λυ­τέ­ρευση της κοινωνίας και την πνευμα­τι­κή ανά­ταση των ατόμων, αναλώνονται ακό­μα και σήμερα στο να αναμα­σούν αυτά που είπε ο μεγά­λος διανοητής. 
Όσοι όμως έχουν την έφεση να σκέ­πτονται για να απο­φασί­ζουν σο­βαρά περί της στάσεώς των εφ’ όλων αυ­τών των σοβα­ρο­τάτων ζητημά­των, της ζω­ής της ίδιας, της κοσμοθεωρίας των, και θε­ω­ρούν καθή­κον τους την κα­­λυτέρευση της κοι­­νωνίας και την πρόοδο του πο­λιτι­σμού, οφείλουν να σκέ­πτονται και να διατυπώ­νουν ξε­­­­κά­θαρα. 
Οι έννοιες πρέ­πει να είναι απο­σα­φηνισμένες, και οι όροι και οι κανό­νες καθα­ρά και λογικά δια­­τυ­πω­μέ­νοι. Πρέ­πει επί τέ­λους να ξέρομε για τί πράγμα μι­λάμε και με ποιους κανόνες συζητάμε... (Δεν μπορείς να παίζεις σκάκι με έναν που παίζει τάβλι. Ού­τε παίζεις πο­δό­σφαιρο σε κολυμβητήριο.). 
Επί δε του πα­ρόντος θέ­μα­τος, που αναπτύ­ξα­με εδώ και πολύ συχνά βγαίνει στο προσκή­νιο, ας δια­λέξουν με επί­γνω­ση και ευθύνη με­τα­­­ξύ των ομάδων που παρουσιάσαμε και εξετάσαμε: Θρήσ­κων–θρησκο­λή­πτων, θρη­σκευ­­ο­μέ­­νων, θεϊσ­τών, αγνω­στικι­στών, αντι­θε­ϊστών και τέ­λος αθεϊστών. 
Με την ευ­χή:        «Επί γής ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία.»



Δύο αποφθέγματα του συγγραφέα Μιχάλη Καλόπουλου:

1)                 Οι χριστιανοί δεν φοβούνται τον διάλογο διότι ποτέ τους δεν τον κάνουν.
2)                 Οι χριστιανοί είναι άθεοι χωρίς να το ξέρουν διότι ο θεός στον οποίον  πιστεύουν δεν υπάρχει!



Και δύο του συγγραφέα Γιάννη Φραγκούλη:
1)   Ο Θεός των Χριστιανών, είναι ένας ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Θεός που υμνείται και προστατεύεται απ’ όλους τους πιστούς του, διότι ενώ τους ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΕ με διαφόρους τρόπους, τους δίδαξε όπως ΥΠΟΤΊΘΕΤΑΙ να είναι ΚΑΤΑ του εγκλήματος, χωρίς κι’ αυτό να είναι αλήθεια. (βλέπε π. χ. Παλαιά Διαθήκη, ΛΟΥΚΑΣ 19: 27, κ. ά.)!2)   Η νηστεία της κοιλιάς δεν είναι κακό πράγμα, όταν γίνεται εντός σωστών ορίων. Η νηστεία του μυαλού όμως, εφόσον δεν υπάρχει οργανικό πρόβλημα, είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.              (Αυτού του είδους τις νηστείες, κοιλίας και μυαλού άνευ ορίων, προωθεί υποχθονίως και επιχθονίως ο "Χριστιανισμός Ε.Π.Ε." για να γεμίζει τα ταμεία του.)

Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι

Η προσωκρατική φιλοσοφία γεννήθηκε στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. στις Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Η ίδρυση της Ιωνικής σχολής της Μιλήτου αποτελεί το οριακό σημείο έναρξης της προσωκρατικής σκέψης και ουσιαστικά της πρώτης φιλοσοφικής σκέψης στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο.
Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είναι οι πρώτοι φιλόσοφοι.
Οι Έλληνες παντρεύουν μέσα τους την αρχαία Ελληνική μυθολογία με την έλλογη σκέψη και αναζητούν στη φύση όλες εκείνες τις δυνάμεις που την απαρτίζουν.
Οι φυσικοί προσωκρατικοί φιλόσοφοι ασχολούνται εξ ολοκλήρου με την πρωταρχική αιτία του κόσμου και με τις δυνάμεις εκείνες που στηρίζουν την πλάση και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι έδρασαν στην Μικρά Ασία, τη Θράκη, τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία.  

Η Μίλητος γέννησε τους Θαλή, Αναξίμανδρο, Αναξιμένη, η Έφεσος τον Ηράκλειτο, η Σάμος τον Πυθαγόρα και Μέλισσο, τα Άβδηρα τον Δημόκριτο, η Σικελία τον Εμπεδοκλή, η Ελέα τους Παρμενίδη και Ζήνωνα.

Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι άπλωσαν,με την σκέψη τους, τα φτερά του πολιτισμού και της φιλοσοφίας. 

Όλες οι έννοιες και οι επιστήμες, που μέχρι και σήμερα αναπτύσσονται αλματωδώς, είναι πνευματικά τέκνα αυτών των φιλόσοφων.
Η έννοια της ύλης, η έννοια του απείρου, η έννοια της δύναμης, του αριθμού
της κίνησης, του Είναι, του γίγνεσθαι, του Οντος, του Ατόμου, του χωροχρόνου, 
είναι δημιουργήματα αυτής της φιλοσοφικής σκέψης.
Ο Σωκράτης μεγάλωσε μέσα στο πνεύμα των προσωκρατικών φιλοσόφων και αξιοποίησε τις γνώσεις και την σοφία τους. 
Η παιδεία του στηρίχτηκε στην προσωκρατική φιλοσοφία και η μορφή του άλλαξε τον κόσμο.
Ο Σωκράτης έδωσε για πρώτη φορά στη φιλοσοφία ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα.  
Η έλλειψη αυτή του στοιχείου, από την ως τότε φιλοσοφική σκέψη, είναι ο κύριος λόγος που δόθηκε στους προηγούμενους από αυτόν φιλοσόφους ο τίτλος προσωκρατικοί.
Η ηθική φιλοσοφία του Σωκράτη στέλνει το φως της φιλοσοφίας ακόμα πιο μακριά στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο. 
Η έκταση της προσωκρατικής φιλοσοφίας είναι μικρή αλλά η επιρροή που προκάλεσε σε όλο τον μετέπειτα Ελληνικό και δυτικό πολιτισμό κολοσσιαία.
Το άλμα, από τον θρησκευτικό φόβο στο ελεύθερο και καθαρό πνεύμα, είναι το σημαντικότερο στην ιστορία της επιστήμης και δεν έχει προηγούμενο σε κανένα άλλο πολιτισμό.

Ο σημερινός άνθρωπος είναι εξοικειωμένος με την επιστημονική σκέψη.

Την εποχή όμως εκείνη η τομή αυτή που γεννά την φιλοσοφία από τη μυθολογία και την ποίηση είναι πολύ δύσκολη και αντιμετωπίζεται από τους μελετητές με θαυμασμό.
" Σε ολόκληρη την ιστορία, τίποτε δεν είναι πιο εκπληκτικό ή τόσο δύσκολο να περιγραφεί όσο η αιφνίδια άνοδος του πολιτισμού στη Ελλάδα. Πολλά απ' όσα δημιουργούν τον πολιτισμό υπήρχαν ήδη επί χιλιάδες χρόνια στην Αίγυπτο και στη Μεσσοποταμία, και είχαν απλωθεί από εκεί στις γειτονικές χώρες. Αλλά ορισμένα στοιχεία έλειπαν, ωσότου τα προμήθευσαν οι Έλληνες. Το τι απετέλεσαν στην τέχνη και τη λογοτεχνία είναι γνωστό στον καθένα, αλλά ό,τι έχουν πραγματοποιήσει στον καθαρά διανοητικό τομέα είναι ακόμη εξαιρετικότερο." (Bertrand Russel, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας)

Μιλήσιοι

Πυθαγόρειοι

Ελεάτες

Ανεξάρτητοι Φυσιολόγοι

Ατομικοί

Θαλής
ο Μιλήσιος 
Ύδωρ 
Πυθαγόρας 
ο Σάμιος 
Αριθμός 
Παρμενίδης 
ο Ελεάτης 
Ον 
Ηράκλειτος 
ο Εφέσιος 
Πυρ και Λόγος 
Δημόκριτος
'Ατομον 
Αναξίμανδρος 
ο Μιλήσιος 
Απειρον 
Φιλόλαος 
Ζήνων
ο Ελεάτης 
Χωροχρόνος 
Εμπεδοκλής ο Ακραγαντινός
Φιλότης, Νείκος, Πρωταρχικά Στοιχεία 
Λεύκιππος 
'Ατομον
Αναξιμένης 
ο Μιλήσιος 
Αήρ 
Αλκμαίων 
ο Κροτωνιάτης 
Πόροι Εγκεφάλου, Αντίθετες Δυνάμεις 
Μέλισσος ο Σάμιος 
Ξενοφάνης 
ο Κολοφώνιος
Μονοθεϊσμός 
Ανάξαρχος 
 
Αρχύτας 
 
Αναξαγόρας 
ο Κλαζομένιος 
Νους, Σπέρματα 
Μητρόδωρος
ο Χίος 
 
Έκφαντος
 
Διογένης ο Απολλωνιάτης
 
 
Ικέτας
     
 

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

ΓΕΩ-ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ


Η γεω-μυθολογία ασχολείται με εκείνους τους μύθους που σχετίζονται με το γεω-περιβάλλον.
Σκοπός της είναι να κατανοήσουμε ποιο ήταν το γεω-περιβάλλον κατά την μυθολογική περίοδο (με τη βοήθεια των Γεω-επιστημών) και να αντλήσουμε τα γεωπεριβαλλοντικά στοιχεία και δεδομένα που υπάρχουν μέσα στην μυθολογική διήγηση.
Η κατάλληλη ερμηνεία των μύθων, μας βοηθά στην καλύτερη κατανόηση του περιβάλλοντος, αλλά και στο πως αυτό μεταβάλλεται.
Για παράδειγμα, ορισμένες γεωλογικές ανακατατάξεις, ερμηνεύονται με την Γιγαντομαχία, την Τιτανομαχία, κλπ.
Το Σχολικό δίκτυο Γεωπεριβαλλοντικά - Γεωμυθολογικά μονοπάτια, εξετάζει το περιβάλλον διαχρονικά, αποδεικνύοντας ότι το περιβάλλον δεν μένει σταθερό αλλά μεταβάλλεται όχι μόνον λόγω φυσικών μεταβολών, αλλά και λόγω ανθρώπινων παρεμβάσεων..
(Τα στοιχεία είναι ατό το Αρχείο του καθηγητή Γεωλογίας του Παν. Αθηνών Ηλία Δ. Μαριολάκου)
Ο ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΑΡΔΑΝΟΥ
Στις Μυθολογίες όλων των λαών γίνεται λόγος για κατακλυσμούς.
Στην ελληνική Μυθολογία γίνεται αναφορά σε 3 τουλάχιστον περιόδους κατακλυσμών, πιο συγκεκριμένα,
στους παρακάτω κατακλυσμούς: 
 1.   του  Δευκαλίωνα,  (του οποίου είμαστε απόγονοι, εμείς οι Έλληνες)
 2.   του  Ωγύγη          και 
 3.   του  Δάρδανου.
Σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, ο κατακλυσμός του Δάρδανου ήταν ο παλαιότερος από όλους. 
Ο Διόδωρος (έζησε τον 1ο μ.Χ. αιώνα) αναφέρει μια παράδοση των κατοίκων της Σαμοθράκης και δίνει μια περιγραφή του φαινομένου.
Αναφέρει ότι τα νερά ήρθαν από του Εύξεινο Πόντο, υπερχειλίζοντας αρχικά τις Κυάνεες Πέτρες (Βόσπορος)
προς την Προποντίδα και στη συνέχεια προς το βορειοανατολικό Αιγαίο.
Τα αποτελέσματα της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας (από το Πανεπιστήμιο Columbia των Η.Π.Α.) επιβεβαιώνουν την διήγηση.
Ο καθηγητής Γεωλογίας του πανεπιστημίου Αθηνών Ηλίας Μαριολάκος, έδειξε ότι αυτός κατακλυσμός, μπορεί να έχει συμβεί, μόνο στο χρονικό διάστημα από 12.500 έως 14.500 χρόνια πριν από σήμερα.
Αυτό προκύπτει από τα χαρακτηριστικά των φυσικογεωγραφικών συστημάτων της περιοχής, σε συνδυασμό 
με τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε και με το πώς αυτές μεταβλήθηκαν.
Πριν 18.000 χρόνια υπήρχαν παγετώνες στο βόρειο ημισφαίριο της γης και η στάθμη της θάλασσας ήταν πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τη σημερινή (125 έως 150 μέτρα χαμηλότερα).
Τεράστιες ποσότητες νερού ήταν δεσμευμένες σε μορφή πάγου, σε παγετώνες ύψους 3 χιλιομέτρων.

Ο Εύξεινος Πόντος, η Προποντίδα και το βορειοανατολικό Αιγαίο δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους, επειδή οι σημερινοί θαλάσσιοι δίαυλοι του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων (Ελλήσποντος) ήταν τότε ξηρά.

Όταν άρχισαν να λιώνουν οι πάγοι, τα μεγάλα ποτάμια της ΒΑ Ευρώπης και της δυτικής Ασίας, που εκβάλουν στον Εύξεινο Πόντο, τον τροφοδότησαν με το νερό των πάγων που έλιωναν στο, με αποτέλεσμα η στάθμη της θάλασσας στον Εύξεινο Πόντο (που ήταν τότε μια κλειστή λεκάνη με γλυκό νερό) ανέβηκε, υπερχείλισε το Βόσπορο και από την Προποντίδα μέσω των Δαρδανελίων έφτασε στο Αιγαίο.

Το ερώτημα είναι πως τα πληροφορήθηκε όλα αυτά ο Διόδωρος; 
Το πιθανότερο είναι ότι το φαινόμενο του κατακλυσμού έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση στους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, ώστε διατηρήθηκε η ανάμνησή του στην προφορική τους παράδοση (μύθο) για πάνω από δέκα χιλιάδες χρόνια!

υ.σ: 
Μύθος=Προφορική (Ιστορική) Παράδοση [δλδ εξιστόρηση πολύ παλαιών γεγονότων].
Παραμύθι=παρα τω Μύθο/παρά τον Μύθο    (δλδ  δίπλα στην προφορική ιστορική παράδοση, επομένως, μή σίγουρη και βεβαιωμένη αλήθεια)..

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Διαμάχη ανάμεσα στους όρους "Έλληνες", "Ρωμαίοι" και "Γραικοί"

Ονομασίες των Ελλήνων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Έλληνες ήταν γνωστοί με πολλά διαφορετικά ονόματα στην ιστορία.
Οι πολεμιστές που έπεσαν στις Θερμοπύλες έπεσαν ως Έλληνες, ενώ αιώνες αργότερα όταν κήρυττε ο Ιησούς οποιοδήποτε πρόσωπο μη-εβραϊκής πίστης ήταν ένας Έλληνας.
Ενώ επί του αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν γνωστοί σαν Ρωμαίοι, και πάντα οι γείτονές τους στη Δύση θα τους έλεγαν Γραικούς, ενώ στην Ανατολή Αλ Ρουμ (Ρωμαίοι).
Η αρχή κάθε ιστορικής εποχής συνοδευόταν από ένα νέο όνομα, είτε απολύτως καινούριο, είτε παλαιό και ξεχασμένο, όνομα από την παράδοση ή δανεισμένο από τους ξένους. Κάθε ένα από αυτά ήταν σημαντικό στην εποχή του και όλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν με αλλαγές, και πιθανότατα γι' αυτό οι Έλληνες είναι ένας πολυώνυμος λαός.

Πίνακας περιεχομένων


Αχαιοί

Στην Ιλιάδα του Ομήρου, οι ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις περιγράφονται με τρία διαφορετικά ονόματα: Αργείοι, Δαναοί και Αχαιοί, και όλα με την ίδια έννοια. Από τα παραπάνω ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται 29 φορές, ο δεύτερος 138 και ο τρίτος 598 φορές.[1].
Οι Αργείοι είναι ένας πολιτικός όρος που προέρχεται από την αρχική πρωτεύουσα των Αχαιών, το Άργος. Οι Δαναοί είναι το όνομα που αποδίδεται στη φυλή που εξουσιάζει αρχικά την Πελοπόννησο και την περιοχή κοντά στο Άργος. Αχαιοί ονομάζεται η φυλή που, ενισχυμένη από τους Αιολείς, κυριάρχησε πρώτη στα ελληνικά εδάφη, επικεντρωμένοι γύρω από την πρωτεύουσά τους, τις Μυκήνες.

Έλληνες

Κατά την διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, οι Έλληνες ήταν μια σχετικά μικρή αλλά δυνατή φυλή στην Φθία της Θεσσαλίας, συγκεντρωμένοι στις πόλεις Άλος, Αλώπη, Τροιχίνα και στο Πελασγικό Άργος[2].
Διάφορες ετυμολογίες που έχουν προταθεί για τη λέξη Έλληνας, αλλά καμία δεν είναι ευρέως αποδεκτή-Σαλ, προσεύχομαι' έλλ, ορεινός' σελ, φωτίζω. Μια πιό πρόσφατη μελέτη συνδέει το όνομα με την πόλη Ελλάς, δίπλα στον ποταμό Σπερχειό, που λεγόταν επίσης Ελλάς στην αρχαιότητα.[3]
Ωστόσο, είναι γνωστό με σιγουριά ότι οι Έλληνες έχουν σχέση με τους Σελλούς, τους ιερείς της Δωδώνης στην Ήπειρο. Ο Όμηρος περιγράφει τον Αχιλλέα να προσεύχεται στον Δωδώνιο Δία σαν τον αρχέγονο Θέο: «Βασιλέα Ζευ, φώναξε, Άρχοντα της Δωδώνης, θεέ των Πελασγών, που κατοικούν μακριά, που έχεις τη χειμωνιάτικη Δωδώνη κάτω από την εξουσία σου, όπου οι Ιερείς σου οι Σελλοί κατοικούν γύρω σου με τα πόδια τους άπλυτα και τα καταλύματά τους πάνω στο έδαφος[4]
Ο Πτολεμαίος αποκαλεί την Ήπειρο αρχέγονη Ελλάδα[5] και ο Αριστοτέλης αναφέρει για την ίδια περιοχή ότι ένας αρχαίος κατακλυσμός ήταν πολύ άγριος «στην αρχαία Ελλάδα, μεταξύ της Δωδώνης και του Αχελώου ποταμού [...], τη γη που κατείχαν οι Σελλοί και οι Γραικοί, που αργότερα θα γίνονταν γνωστοί ως Έλληνες», (οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ' Έλληνες)[6]. Η θέση, συνεπώς, ότι οι Έλληνες ήταν μία φυλή από την Ήπειρο η οποία αργότερα μετανάστευσε προς τα νότια στην Φθία της Θεσσαλίας επαληθεύεται. Η επέκταση μιας συγκεκριμένης λατρείας του Δία στη Δωδώνη, μια τάση των Ελλήνων να σχηματίζουν ακόμη μεγαλύτερες κοινότητες και αμφικτυονίες, καθώς και η αυξανόμενη δημοτικότητα της λατρείας των Δελφών, είχε σαν αποτέλεσμα την επέκταση του ονόματος στην υπόλοιπη ελληνική χερσόνησο, αργότερα πέρα από το Αιγαίο πέλαγος, στην Μικρά Ασία και τελικά προς δυσμάς στη Σικελία και τη νότια Ιταλία, οι οποίες ήταν γνωστές με τον όρο Μεγάλη Ελλάδα.
Η λέξη Έλληνες με την ευρύτερη σημασία της απαντάται για πρώτη φορά σε μια επιγραφή αφιερωμένη στον Ηρακλή για τη νίκη του στις Αμφικτυονίες [7] και αναφέρεται στην 48η Ολυμπιάδα (584 π.Χ.). Φαίνεται πως παρουσιάστηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και σταδιακά καθιερώθηκε μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ.
Μετά τον πόλεμο εναντίον των Περσών, αναρτήθηκε μια επιγραφή στους Δελφούς για τη νίκη εναντίον των Περσών και υμνεί τον Παυσανία ως τον αρχηγό των Ελλήνων.[8] Η συνείδηση μιας πανελλήνιας ενότητας προωθείτο μέσω θρησκευτικών εκδηλώσεων, με σημαντικότερη τα Ελευσίνια Μυστήρια, στην οποία οι μυημένοι έπρεπε να μιλούν ελληνικά, και βέβαια μέσω της συμμετοχής στους τέσσερις Πανελλήνιους Αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Απαγορευόταν η συμμετοχή στις γυναίκες και στους μη-Έλληνες. Ορισμένες εξαιρέσεις σημειώθηκαν πολύ αργότερα, όπως για παράδειγμα για τον Αυτοκράτορα Νέρωνα και ήταν αδιαμφισβήτητα ένδειξη της ρωμαϊκής ηγεμονίας.
Η ανάπτυξη μυθολογικών γενεαλογιών από επώνυμους ιδρυτές, πολύ αργότερα μετά τη μετανάστευση προς τα νότια Αχαιών, Ιώνων, Αιολέων και Δωριέων, επηρέασε το πώς αντιμετωπίζονταν οι βορειότερες φυλές. Κατά τον Τρωικό Πόλεμο, οι Ηπειρώτες, οι Μολοσσοί και οι Μακεδόνες δε θεωρούνταν Έλληνες, καθώς οι λαοί με αυτές τις ονομασίες δεν ήταν τότε παρά μια μικρή φυλή στη Θεσσαλία, μέλος της οποίας ήταν ο Αχιλλέας. Ωστόσο, ακόμα κι όταν η ονομασία επεκτάθηκε, καλύπτοντας όλους τους λαούς νότια του Ολύμπου, οι βορειότεροι λαοί με τις ίδιες ρίζες δεν αποκαλούνταν έτσι. Ένας λόγος ήταν η άρνησή τους να συμμετάσχουν στους Περσικούς Πολέμους. Ωστόσο, αντιπρόσωποι των φυλών αυτών είχαν γίνει δεκτοί στους Ολυμπιακούς Αγώνες και διαγωνίστηκαν μαζί με άλλους Έλληνες.[9] Ο Θουκυδίδης αποκαλεί βαρβάρους τους Ακαρνάνες, τους Αιτωλούς[10], τους Ηπειρώτες[11] και τους Μακεδόνες[12], αλλά το επιχειρεί σε καθαρά γλωσσικό πλαίσιο. Όταν ο ρήτορας Δημοσθένης αποκαλεί τους Μακεδόνες χειρότερους από βαρβάρους στον Γ' Φιλιππικό, το κάνει με σεβασμό στον πολιτισμό τους, ο οποίος απλώς δε συμβαδίζει με τα κοινά ελληνικά πρότυπα. Από την άλλη πλευρά, ο Πολύβιος θεωρεί τις φυλές της δυτικής Ελλάδας, Ηπείρου και Μακεδονίας αμιγώς ελληνικές.[13]

Έλληνες και Βάρβαροι

Στους επόμενους αιώνες, ο «Έλληνας» απέκτησε ευρύτερη έννοια, συμβολίζοντας όλους τους πολιτισμένους, ενώ το αντίθετο, «βάρβαρος», αντιπροσώπευε τους απολίτιστους.
Το πρώτο πράγμα που οι ελληνικές φυλές παρατήρησαν ήταν το γεγονός της διαφορετικότητας στην ομιλία με τους γειτονικούς λαούς. Στο γεγονός αυτό βασίζεται ουσιαστικά και ο χαρακτηρισμός βάρβαρος ("barbarian"), ο ομιλών ξενική γλώσσα ως προς τους Έλληνες. Ο όρος «βάρβαρος» θεωρείται ότι προέρχεται από τη προσπάθεια απόδοσης της ξενικής αυτής ομιλίας, βάσει της ερμηνείας των παραγόμενων ήχων (bar-bar), που έφτανε στα αυτιά των διαφόρων ελληνικών φυλών ως κάποιο είδος ψευδισμού.[14] Αυτό αλήθευε και για τους Αιγύπτιους, που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αποκαλούσαν βαρβάρους όλους όσοι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα[15], και για τους Σλάβους πιο πρόσφατα, οι οποίοι αποκαλούσαν τους Γερμανούς με το όνομα nemec, που σημαίνει τραυλός [16]. Ο Αριστοφάνης στους Όρνιθες αποκαλεί τον αγράμματο επιστάτη βάρβαρο, ο οποίος όμως έμαθε στα πουλιά να μιλάνε [17]. Τελικά, ο όρος επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον τρόπο ζωής των ξένων, ταυτίστηκε δηλαδή με τους όρους "αγράμματος" ή «απολίτιστος». Έτσι, «ένας αγράμματος άνθρωπος είναι κι αυτός βάρβαρος» [18]. Σύμφωνα με το Διονύσιο της Αλικαρνασσού, ένας Έλληνας διέφερε από ένα βάρβαρο σε τέσσερα σημεία: εκλεπτυσμένη γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία και νόμους [19]. Η ελληνική εκπαίδευση έγινε συνώνυμη με την ευγενή ανατροφή. Ο Απόστολος Παύλος το θεωρούσε υποχρέωσή του να κηρύξει σε όλους τους λαούς το Ευαγγέλιο, «Έλληνες και βαρβάρους, σοφούς και ανόητους» [20].
Η διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους διήρκεσε μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο Ευριπίδης θεωρούσε λογικό να κυριαρχήσουν οι Έλληνες στους βαρβάρους, γιατί οι πρώτοι προορίζονταν για ελευθερία, ενώ οι δεύτεροι για σκλαβιά [21]. Ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα πως "η φύση ενός βαρβάρου κι ενός δούλου είναι ένα και το αυτό" [22]. Η φυλετική διαφοροποίηση άρχισε να ξεθωριάζει με τη διδασκαλία των Στωικών, που δίδασκαν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στο Θεό κι έτσι από τη φύση τους δεν μπορεί να υπάρχει ανισότητα μεταξύ τους. Με τον καιρό, η ονομασία Έλληνας έγινε σημάδι διανόησης κι όχι καταγωγής, όπως είπε κι ο Ισοκράτης.
Οι κατακτήσεις του Μεγάλου ΑΛεξάνδρου έφεραν την ελληνική επιρροή στην Ανατολή, "εξάγοντας" τον ελληνικό πολιτισμό και μεταβάλλοντας την εκπαίδευση και τις κοινωνικές δομές των περιοχών αυτών.    Ο Ισοκράτης ανέφερε στον Πανηγυρικό του: "οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι" [23]. Ο Ελληνιστικός πολιτισμός είναι η εξέλιξη του κλασικού αρχαιοελληνικού πολιτισμού με παγκόσμιες προοπτικές. Παρομοίως, η ονομασία Έλληνας εξελίχτηκε από μια εθνική ονομασία σε έναν πολιτιστικό όρο, που υποδήλωνε κάποιον που διήγαγε τη ζωή του σύμφωνα με τα ελληνικά ήθη.

Γραικοί

Το Σολέτο είναι μια από τις εννιά ελληνόφωνες πόλεις στην επαρχία της Απουλίας, στην Ιταλία. Οι κάτοικοι είναι απόγονοι του πρώτου κύματος του Ελληνικού Αποικισμού στην Ιταλία και τη Σικελία τον 8ο αιώνα π.Χ.. Η διάλεκτος που χρησιμοποιούν προέρχεται από την Δωρική των πρώτων αποίκων, αλλά αναπτύχθηκε ξεχωριστά από την Ελληνιστική Κοινή. Οι ίδιοι οι κάτοικοι αποκαλούνται Grekos, από το λατινικό Graecus, και θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες.
Η σύγχρονη αγγλική λέξη Greek προέρχεται από τη λατινική Graecus, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική Γραικός, το όνομα μιας φυλής Βοιωτών που μετανάστευσε στην Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.. Με αυτό το όνομα ήταν γνωστοί οι Έλληνες στη Δύση. Ο Όμηρος, κατά την απαρίθμηση των Βοιωτικών δυνάμεων στην Ιλιάδα (Κατάλογος των Νηών), παρέχει την πρώτη γραπτή αναφορά για μια πόλη της Βοιωτίας με το όνομα Γραία[24] και ο Παυσανίας αναφέρει ότι Γραία ήταν το όνομα της αρχαίας πόλης της Τανάγρας. [25] Η Κύμη, μια πόλη δυτικά της Νεάπολης και νότια της Ρώμης, ιδρύθηκε από Κυμείς και Χαλκιδείς, καθώς και κατοίκους της Γραίας. Στην επαφή τους με τους Ρωμαίους ίσως και να οφείλεται η λατινική ονομασία Graeci για όλες τις ελληνόφωνες φυλές.
Ο Αριστοτέλης, η αρχαιότερη πηγή που αναφέρεται η λέξη αυτή, δηλώνει ότι ένας φυσικός κατακλυσμός "σάρωσε" την κεντρική Ήπειρο, μια περιοχή της οποίας οι κάτοικοι αποκαλούνταν Γραικοί κι αργότερα ονομάζονταν Έλληνες[26]. Στη Μυθολογία, ο Γραικός είναι ξάδερφος του Λατίνου και η λέξη μάλλον σχετίζεται με τη λέξη γηραιός, που ήταν ο τίτλος των ιερέων της Δωδώνης. Ονομάζονταν επίσης Σελλοί, κάτι που δείχνει τη σχέση μεταξύ των δυο βασικών ονομασιών των Ελλήνων. Η επικρατούσα θεωρία για τον αποικισμό της Ιταλίας είναι ότι τμήμα κατοίκων της Ηπείρου διέσχισαν τη Δωδώνη και μετοίκησαν στη Φθία και έγιναν γνωστοί ως Έλληνες, η φυλή που οδήγησε στην Τροία ο Αχιλλέας. Οι υπόλοιποι κάτοικοι αναμείχθηκαν με άλλες φυλές που κατέφτασαν αργότερα, χωρίς όμως να χάσουν το όνομά τους. Από εκεί ταξίδεψαν δυτικά προς την Ιταλία, πριν καταφτάσει το πρώτο κύμα αποικισμού στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.

Ίωνες

Στην Ανατολή, καθιερώθηκε ένας εντελώς διαφορετικός όρος. Οι αρχαίοι λαοί της Μέσης Ανατολής αναφέρονταν στους Έλληνες ως Yunan, από την περσική λέξη Γιαουνά (Yaunâ), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική Ιωνία, δηλαδή τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., οι Πέρσες κατέκτησαν την ιωνική φυλή κι έτσι η ονομασία αυτή επεκτάθηκε για όλους τους Έλληνες.
Οι αρχαιότερες αναφορές στους Yaunâ βρίσκονται στις αυτοκρατορικές επιγραφές της δυναστείας των Αχαιμενιδών. Η πρώτη από αυτές (520 π.Χ.) είναι επιγραφή του Δαρείου Α' στο Behistun[1]. Σε άλλη επιγραφή του Δαρείου Α', στο Naqš-i Rustam[2], αναφέρονται οι Yaunâ με το ασπιδοειδές καπέλο. Αυτή η ονομασία προέρχεται από τη χρήση της καυσίας, δηλαδή του μακεδονικού πλατύγυρου καπέλο για τον ήλιο (παραλλαγής του πέτασου), και υπονοεί τους Μακεδόνες[3]. Επίσης, μια επιγραφή του Ξέρξη στην Περσέπολη και τις Πασαργάδες μιλάει για Yaunâ, κοντά και πέρα από τη θάλασσα[4].
Όλοι οι λαοί υπό την περσική κυριαρχία υιοθέτησαν αυτό τον όρο και από εκεί προέρχεται η σανσκριτική λέξη Γιαβάνα, που συναντά κανείς σε αρχαία σανσκριτικά κείμενα, κι αργότερα αναφέρεται στους Έλληνες των ελληνιστικών βασιλείων της Ινδίας, καθώς και οι λέξεις Yona στη γλώσσα Πάλι και Yonaka (όρος με τον οποίο αυτοχαρακτηρίζονταν οι Έλληνες της Βακτρίας). Ο όρος Yunan (युनान) χρησιμοποιείται σήμερα στα τουρκικά, τα αραβικά (يوناني), τα περσικά, τα αζερικά, τα ινδικά Χίντι (यूनान) και τις γλώσσες Μαλάι (Ινδονησία, Μαλαισία κα).

Αλλοίωση της σημασίας του «Έλληνα»

Η ονομασία Έλληνας απέκτησε μια εντελώς θρησκευτική σημασία στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι και το τέλος της πρώτης χιλιετίας, διάστημα κατά το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Καίρια ήταν η επαφή με τον Ιουδαϊσμό, καθώς κληροδότησε τη θρησκευτική διαφοροποίηση των ανθρώπων. Οι Εβραίοι, όπως κι οι Έλληνες, διαφοροποιούσαν εαυτούς από τους ξένους, αλλά με θρησκευτικά κι όχι πολιτιστικά κριτήρια.
Με την κατάκτηση των Ελλήνων από τη Ρώμη, όπως οι Έλληνες θεωρούσαν βαρβάρους όλους τους απολίτιστους λαούς, έτσι κι οι Εβραίοι θεωρούσαν όλους τους παγανιστές goyim (άπιστους, κυριολεκτικά "έθνη"). Η θρησκευτική αυτή διάκριση υιοθετήθηκε από τους πρώτους Χριστιανούς κι έτσι αναφέρονταν σε όλους τους παγανιστές ως Έλληνες.
Ο Απόστολος Παύλος στις Επιστολές του χρησιμοποιεί την ονομασία Έλληνας σχεδόν πάντα σε σχέση με την ονομασία Εβραίος, πιθανότατα με σκοπό να αντιπροσωπεύσει το σύνολο των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων [27]. Ο Έλληνας χρησιμοποιείται με θρησκευτική σημασία για πρώτη φορά στην Καινή Διαθήκη, στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον [28]. Καθαρά θρησκευτική σημασία έφτασε να κατέχει ο όρος κατά το 2ο ή 3ο αιώνα μ.Χ. Ο Αθηναίος Aριστείδης αναφέρεται στους Έλληνες σαν έναν από τους αντιπροσωπευτικούς παγανιστικούς λαούς, μαζί με τους Αιγύπτιους και τους Χαλδαίους [29]. Αργότερα, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρει έναν ανώνυμο Χριστιανό συγγραφέα, που αποκαλούσε τους παραπάνω Έλληνες και μιλούσε για δυο παλιά έθνη κι ένα νέο: το χριστιανικό έθνος [30].
Από τότε και στο εξής, ο όρος δε σήμαινε εθνική καταγωγή ούτε ελληνική εκπαίδευση, αλλά γενικά παγανιστές, ανεξαρτήτου φυλής. Η προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ιουλιανού να επαναφέρει τον παγανισμό απέτυχε και σύμφωνα με τον Πάπα Γρηγόριο Α', "τα πράγματα εξελίχθηκαν υπέρ της Χριστιανοσύνης και η θέση των Ελλήνων επλήγη σοβαρά" [31]. Μισό αιώνα αργότερα, Χριστιανοί διαμαρτύρονται εναντίον του Έπαρχου της Αλεξάνδρειας, κατηγορώντας τον ότι ήταν Έλληνας [32]. Ο Θεοδόσιος Α' προέβη στα πρώτα "νομοθετικά" βήματα εναντίον του παγανισμού, αλλά οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού προκάλεσαν διώξεις των παγανιστών σε μαζικό βαθμό. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας περιείχε δυο νόμους, που διέτασσαν την ολοκληρωτική καταστροφή του Ελληνισμού, ακόμα και στο δημόσιο βίο. Οι μη-Χριστιανοί θεωρούνταν δημόσια απειλή, κάτι που υποβίβασε ακόμη περισσότερα τη σημασία του Έλληνα. Παραδόξως, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, ο Τριβωνιανός, ο ίδιος ο νομικός αρμοστής του Ιουστινιανού, ήταν "Έλληνας" [33].

Ρωμαίοι

O Ιερώνυμος Βολφ ήταν ένας Γερμανός ιστορικός του 16ου αιώνα. Δημιούργησε τη Βυζαντινή ιστοριογραφία, για να διακρίνει τη μεσαιωνική Ελληνική από την αρχαία Ρωμαϊκή ιστορία.
Ρωμαίοι είναι η ονομασία με την οποία οι Έλληνες ήταν γνωστοί κατά τον Μεσαίωνα. Ενώ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, η θρησκευτική αλλοίωση του ονόματος Έλλην ολοκληρώθηκε. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου οι Έλληνες της Αυτοκρατορίας υιοθέτησαν την ονομασία Ρωμαίοι, επειδή η προηγούμενη είχε χάσει την παλαιότερη σημασία της. Έτσι ενώ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξελληνιζόταν, το όνομα των Ελλήνων εκρωμαϊζόταν.
Το ξένο δανεικό όνομα αρχικά είχε περισσότερο πολιτική παρά εθνική σημασία, η οποία συνοδοιπορούσε με την οικουμενική ιδεολογία της Ρώμης που φιλοδοξούσε να περικλείσει όλα τα έθνη του κόσμου κάτω από ένα αληθινό Θεό. Μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, όταν η Αυτοκρατορία ακόμη έλεγχε μεγάλες εκτάσεις και πολλούς ανθρώπους, η χρήση του ονόματος Ρωμαίος πάντα δήλωνε την κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων και ποτέ καταγωγή. Διάφορες εθνότητες μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα εθνικά ονόματά τους ή τα τοπωνύμια τους, για να αποσαφηνίζουν την κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων από τη γενεαλογία, γι’ αυτό ο ιστορικός Procopius προτιμά να αποκαλεί τους Βυζαντινούς Εξελληνισμένους Ρωμαίους[34], ενώ άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν Ρωμαιοέλληνες και Ελληνορωμαίοι[35], αποβλέποντας στο να δηλώσουν καταγωγή και κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων συγχρόνως. Οι εισβολές των Λομβαρδών και των Αράβων τον ίδιο αιώνα είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια των περισσότερων επαρχιών, συμπεριλαμβανομένων και της Ιταλίας και όλης της Ασίας, εκτός από την Ανατολία. Οι περιοχές που διατηρήθηκαν ήταν κυρίως ελληνικές, μετατρέποντας έτσι την Αυτοκρατορία σε μια πολύ πιο συνεκτική ενότητα που τελικά εξελίχτηκε σε μια σαφώς ενσυνείδητη ταυτότητα. Διαφορετικά απ’ ότι τους προηγούμενους αιώνες, εκφράζεται μια ξεκάθαρη αίσθηση εθνικισμού στα Βυζαντινά έγγραφα προς το τέλος της πρώτης χιλιετίας μ.Χ.
Η αποτυχία των Βυζαντινών να προστατεύσουν τον Πάπα από τους Λομβαρδούς εξανάγκασε τον Πάπα να αναζητήσει βοήθεια αλλού. Στο αίτημά του απάντησε ο Πιπίνος II από την Ακουϊτανία, τον οποίο είχε ονομάσει "Πατρίκιο", ένα τίτλο που προκάλεσε μια σοβαρή σύγκρουση. Το 772, η Ρώμη έπαψε να μνημονεύει τον αυτοκράτορα που πρώτα κυβερνούσε από την Κωνσταντινούπολη, και στα 800 ο Καρλομάγνος στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον ίδιο τον Πάπα, επίσημα απορρίπτοντας τους Βυζαντινούς ως πραγματικούς Ρωμαίους. Σύμφωνα με τη ερμηνεία των γεγονότων από τους Φράγκους, ο παπισμός κατάλληλα "μετέφερε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία από τους Έλληνες στους Γερμανούς, στο όνομα της Μεγαλειότητός του, του Καρόλου".[36] Στο εξής, ένας πόλεμος ονομάτων ξέσπασε γύρω από τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά δικαιώματα. Αδυνατώντας να αρνηθούν ότι υπήρχε ένας αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, ικανοποιούνταν αποκηρύσσοντας τον ως διάδοχο της ρωμαϊκής κληρονομιάς με το επιχείρημα ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμιά σχέση με τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Ο Πάπας Νικολάος Α' έγραψε στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', "Παύσατε να αποκαλείστε 'Αυτοκράτωρ Ρωμαίων,' αφού οι Ρωμαίοι των οποίων ισχυρίζεστε ότι είστε Αυτοκράτορας, είναι στην πραγματικότητα βάρβαροι, κατά τη γνώμη σας".[37]
Στο εξής, ο αυτοκράτορας στην Ανατολή ήταν γνωστός και μνημονευόταν ως Αυτοκράτωρ Ελλήνων και η χώρα τους ως Ελληνική Αυτοκρατορία, διατηρώντας και τους δύο "Ρωμαϊκούς" τίτλους για τον Φράγκο βασιλιά. Το ενδιαφέρον και των δύο πλευρών ήταν περισσότερο κατ’ όνομα παρά πραγματικό. Καμιά γη δε διεκδικήθηκε ποτέ, αλλά η προσβολή που οι Βυζαντινοί αισθάνθηκαν για την κατηγορία καταδεικνύει πόσο συναισθηματικά συνδεδεμένοι με το όνομα Ρωμαίος ήταν (ρωμαίος). Πραγματικά, ο Επίσκοπος Λιουτπράνδος (Cremon Liutprand), απεσταλμένος της φραγκικής αυλής, φυλακίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, επειδή δεν αναφέρθηκε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα με τον κατάλληλο τίτλο του.[38] Η φυλάκισή του ήταν μια αντεκδίκηση για την επανίδρυση της Ιερής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον βασιλιά του, τον Όθωνα Α'.

Βυζαντινοί

Την εποχή της πτώσης της Ρώμης οι περισσότεροι κάτοικοι της Ανατολής είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς και, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είχαν κάποια ιδέα ότι ήταν Ρωμαίοι. Ακόμη κι αν δε συμπαθούσαν τη διακυβέρνησή τους περισσότερο απ' ότι πριν, οι Έλληνες ανάμεσά τους δεν μπορούσαν πλέον να τη θεωρούν ξένη, ότι ασκούνταν από Λατίνους στην Ιταλία. Η ίδια η λέξη Έλλην είχε ήδη αρχίσει να σημαίνει ειδωλολάτρης παρά έναν άνθρωπο ελληνικής φυλής ή που μετείχε στον ελληνικό πολιτισμό. Αντίθετα η συνηθισμένη λέξη για έναν Έλληνα της ανατολής είχε αρχίσει να είναι το Ρωμαίος, το οποίο εμείς οι σύγχρονοι αποδίδουμε ως Βυζαντινός.[39]
Ο όρος "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" επινοήθηκε το 1557, έναν αιώνα περίπου μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Γερμανό ιστορικό Ιερώνυμου Βολφ (Hieronymus Wolf), ο οποίος εισήγαγε ένα σύστημα Βυζαντινής ιστοριογραφίας στο έργο του Corpus Historiae Byzantinae, για να διακρίνει την αρχαία Ρωμαϊκή από τη μεσαιωνική Ελληνική ιστορία, χωρίς να στρέψει την προσοχή προς τους αρχαίους προγόνους τους. Αρκετοί συγγραφείς υιοθέτησαν την ορολογία του στη συνέχεια, αλλά παρέμεινε σχετικά άγνωστη. Όταν το ενδιαφέρον αυξήθηκε, οι Άγγλοι ιστορικοί προτιμούσαν να χρησιμοποιούν ορολογία "Ρωμαϊκή" (ο Έντουαρντ Γκίμπον (Edward Gibbon) τη χρησιμοποιούσε με έναν ιδιαίτερα μειωτικό τρόπο)• ενώ οι Γάλλοι ιστορικοί προτιμούσαν να την ονομάζουν "Ελληνική".[40] Ο όρος επανεμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και από τότε έχει κυριαρχήσει πλήρως στην ιστοριογραφία, ακόμη και στην Ελλάδα, παρά τις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (ισχυρού Έλληνα ομολόγου του Gibbon) ότι η αυτοκρατορία θα έπρεπε να καλείται "Ελληνική". Λίγοι Έλληνες λόγιοι υιοθέτησαν την ορολογία εκείνη την εποχή, αλλά έγινε δημοφιλής μόνο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.[41]

Αναβίωση της σημασίας «Έλληνας»

Η είσοδος των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη, του Ευγένιου Ντελακρουά, 1840. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους όξυνε τον ελληνικό εθνικισμό και την απέχθεια για τους Λατίνους, κάτι που απεικονίζεται στα έγγραφα της εποχής.
H εξωεκκλησιαστική χρήση της ονομασίας Έλληνας αναβίωσε τον 9ο αιώνα, μετά την έκλειψη του παγανισμού, που δεν ήταν πλέον απειλή για την κυριαρχία του Χριστιανισμού. Ο όρος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία απέκτησε αρχικά την πολιτισμική του σημασία και μέχρι τον 11ο αιώνα απέκτησε την αρχική του σημασία: του ανθρώπου με ελληνική καταγωγή, συνώνυμου εκείνη την εποχή με τον όρο Ρωμαίος.
Η επανίδρυση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης στο παλάτι της Μαγναύρας δημιούργησε ενδιαφέρον για την απόκτηση γνώσης, ιδιαίτερα στις ελληνικές σπουδές. Ο Πατριάρχης Φώτιος Α' ενοχλείτο που "οι ελληνικές σπουδές προτιμώνταν αντί των πνευματικών έργων". Ο Μιχαήλ Ψελλός λαμβάνει ως φιλοφρόνηση τα λόγια του Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ', ότι "είχε ελληνική ανατροφή" και ως αδυναμία του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ' την έλλειψη ελληνικής εκπαίδευσης [42], ενώ η Άννα Κομνηνή ισχυριζόταν ότι "κατείχε τη σπουδή των Ελληνικών στο μέγιστο βαθμό" [43] και, σχολιάζοντας την ίδρυση ορφανοτροφείου από τον πατέρα της, ανέφερε πως "εκεί μπορούσε να δει κανείς να εκπαιδεύεται ένας Λατίνος, ένας Σκύθης να μελετά ελληνικά, ένας Ρωμαίος να διαβάζει ελληνικά κείμενα κι ένας αγράμματος Έλληνας να μιλάει σωστά ελληνικά" [44]. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να λεχθεί πως οι Βυζαντινοί ήταν Ρωμαίοι σε πολιτικό επίπεδο αλλά Έλληνες στην καταγωγή.
Ο Ευστάθιος ο Θεσσαλονικεύς αποσαφηνίζει το διαχωρισμό αυτό στην αναφορά του για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204: στους εισβολείς αναφέρεται με το γενικό όρο Λατίνοι, περιλαμβάνοντας τους συναφείς με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ με τον όρο Έλληνες αναφέρεται στον κυρίαρχο πληθυσμό της αυτοκρατορίας [45].
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, τονίζεται ο ελληνικός εθνικισμός. Ο Νικήτας Χωνιάτης υπογράμμιζε τα αίσχη των Λατίνων απέναντι στους Έλληνες στην Πελοπόννησο [46]. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης ανέφερε ως "Έλληνες" τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες [47].
Ο δεύτερος Αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης απηύθυνε μια επιστολή στον Πάπα Γρηγόριο Θ' σχετικά με τη "φρόνηση, η οποία επιδαψιλεύει το Ελληνικόν Έθνος". Υποστήριζε ότι η μεταβίβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη υπαγορεύθηκε από εθνικούς μάλλον παρά από γεωγραφικούς λόγους και, κατά συνέπεια, δεν ανήκε στους Λατίνους που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη: Η κληρονομιά του Κωνσταντίνου του Μεγάλου μεταβιβάσθηκε στους Έλληνες, έτσι υποστήριζε, και αυτοί μόνοι ήσαν οι κληρονόμοι και διάδοχοί του[48]. Ο γιος του Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις επιθυμούσε σφοδρότατα να προβάλει το όνομα των Ελλήνων, με πραγματικό εθνικιστικό ζήλο. Προέβαλε ως επιχείρημα ότι "η Ελληνική φυλή επικρατεί των άλλων γλωσσών" και ότι "κάθε τομέας φιλοσοφίας και κάθε μορφή γνώσης είναι επινόηση των Ελλήνων... Τι έχετε, εσείς, ώ Ιταλοί, να επιδείξετε;"[49]
Η εξέλιξη του ονόματος ήταν αργή και ποτέ δεν αντικατέστησε πλήρως το "ρωμαϊκό" όνομα. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς ονόμασε το ιστορικό έργο του "Ρωμαϊκή Ιστορία".[50] Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός, μέγας υποστηρικτής της Ελληνικής παιδείας, στα απομνημονεύματά του αναφέρεται πάντα στους Βυζαντινούς με τον όρο "Ρωμαίοι", εν τούτοις σε μια επιστολή που του απέστειλε ο Σουλτάνος της Αιγύπτου Νάσερ Χασάν μπεν Μοχάμεντ, τον μνημονεύει ως "Αυτοκράτορα των Ελλήνων, Βουλγάρων, Ασάνων, Βλάχων, Ρώσων και Αλανών", όχι όμως των "Ρωμαίων".[51] Τον επόμενο αιώνα ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων υπέδειξε στον Κωνσταντίνο 9ο Παλαιολόγο ότι ο λαός, του οποίου ηγείται, είναι "Έλληνες, όπως πιστοποιεί η φυλή, η γλώσσα και η παιδεία τους"[52], ενώ ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης συνηγορούσε υπέρ της ολοσχερούς αντικατάστασης του όρου "Ρωμαίοι" με τον όρο "Έλληνες" (Greek).[53] Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τελικά ανακήρυξε την Κωνσταντινούπολη ως το "καταφύγιο των Χριστιανών, ελπίδα και αγάπη όλων των Ελλήνων (Hellenes)".[54]

Διαμάχη ανάμεσα στους όρους "Έλληνες", "Ρωμαίοι" και "Γραικοί"

Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, ξεκίνησε μια σφοδρή ιδεολογική διαμάχη ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές ονομασίες των Ελλήνων. Η διαμάχη αυτή κόπασε για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αλλά επιλύθηκε οριστικά μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά την κατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους.

Περί Εμού

μετάφραση

ΕΙΠΑΝ - ΕΓΡΑΨΑΝ

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΩΡΑ! - Λένε οι Ιρλανδοί!!!

ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ - It will happen to Greece

Argentina's Economic Collapse (FULL VERSION)

The Money Masters-Οι Αφέντες του Χρήματος

mad.tv

Ακου Βαγγέλη "Vangelis"

Ακου-Διαβάζοντας Long

Ακου-Διαβάζοντας small

Ακου Jazz-Blues

Ράδιο-Δισκοθήκη

Dalkas 88.2 Chalkida, GR >

ειδήσεις απο cebil

Ψάξτε Φθηνότερη Βενζίνη

Archaeology Daily News

Ο Καιρός Σήμερα

Estar

Μην

Ύμνος