Οι τροφές μέσα απο την Ποίηση
και άλλα Αρχαία Ελληνικά συγγράμματα
και άλλα Αρχαία Ελληνικά συγγράμματα
Η γνώση μας για τα είδη των τροφών που είχαν οι Αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι βασίζεται κυρίως σε διασωθέντα συγγράμματα και βιβλία. Στα πιο πολλά από αυτά δεν γίνεται άμεση καταγραφή των τροφών και των διατροφικών συνηθειών τους, αλλά μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες από έμμεσες αναφορές, περιγραφές και νύξεις.
Από αυτά τα συγγράμματα -που είναι αρκετά στον αριθμό- ξεχωρίζει η συλλογή
του Αθήναιου από την Ναύκρατη (περισσότερες πληροφορίες βλέπε παρακάτω).
Επιπλέον, τα χρονικά πλαίσια που εντάσσεται η κάθε πηγή μας φανερώνει την εξέλιξη της αρχαίας γαστρονομίας και την διαμόρφωση των διατροφικών συνηθειών ανάλογα με τα θρησκευτικά και κοινωνικά δεδομένα.
Παρακάτω είναι η συλλογη των πηγών καθώς και αποσπάσματα από αυτές.
Συγγραφείς-Έργα : Όμηρος: "Οδύσσεια" και Αθήναιος: "Δειπνοσοφισταί"
Τα γεγονότα που περιγράφονται στην Οδύσσεια διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, γύρω στα 1180 π.Χ., στο τέλος των Μυκηναϊκών χρόνων και ο Όμηρος εκείνης
της εποχής τον κόσμο προσπάθησε να αναστήσει μέσα στο έργο του.
Η μέλετη του Ομηρικού κειμένου, σε συνδυασμό με τα πορίσματα της αρχαιολογικής και ιστορικής έρευνας, οδηγεί στο συμπέρασμα πως στην Οδύσσεια υπάρχουν βέβαια στοιχεία από τον μυκηναϊκό κόσμο, πιο πολύ όμως είναι της γεωμετρικής εποχής ο υλικός και πνευματικός πολιτισμός, η κοινωνική οργάνωση, τα ήθη και τα έθιμα που καθρεπτίζονται
στο έπος.
Έτσι λοιπόν, οι πληροφορίες που αντλούμε απο το έπος αναφέρονται στην γεωμετρική εποχή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπαρχούν και πληροφορίες για την μυκηναϊκή εποχή.
Από την Οδύσσεια μαθαίνουμε κυρίως πως τα γεύματα των ανθρώπων εκείνης της περιόδου αποτελούνταν κυρίως από ψήτα κρέατα κάθε λογής, εντόσθια, ψάρια, θαλασσινά,
ψωμί, τυρί, και συνοδέυονταν από αρκετό κρασί του οποίο του προσέθεταν νερό.
Τα λαχανικά και τα φρούτα δεν έλειπαν από την καθημερινή διατροφή τους αλλά δεν καταναλώνονταν σε τέτοιο βαθμό όπως στην κλασσική Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη.
Η μεγάλη αυτή κατανάλωση του ψητού κρέατος (που αναφέρεται αρκετά συχνά στο έπος) οφείλεται σε ενα μεγάλο βαθμό στο γεγονός οτι δεν είχαν βρεθεί άλλοι εναλλακτικοι
τρόποι μαγειρέματος και νέα σκέυη.
Επίσης οι κοινωνίες τότε ήταν κυρίως κτηνοτροφικές και γεωργικές.
Άλλωστε αυτό φαίνεται και από τον καταμερισμό των εργασιών: αλλός ήταν έμπορος,
άλλος χοιροβοσκός, άλλος βοϊδοσβοσκός, άλλος γιδοβοσκός, άλλος μυλωνάς.
Αρκετά χωρία αναφέρονται σε σκηνές συμποσίων ενώ άλλα, απλά αναφέρουν διαφόρων λογής τροφές. Στα συμπόσια αφού έφερναν οι δούλες στούς καλεσμένους ένα δοχείο να πλυθούν, κατόπιν οι έφερναν τους δίσκους με τα άλλα φαγητά, τα πανέρια με τα ψωμιά
και ο ψήστης αφού έψηνε παράλληλα το κρέας, το χώριζε σε μερίδες και τοποθετούσε τα κομμάτια του κρέατος στα πιάτα του κάθε συνδαιτημόνα.
Μετά ερχόνταν οι δούλες ή αυτός που αναμίγνυε το κρασί και τους σέρβιρε στα ποτήρια
αφού πρώτα το είχε ανακατέψει με νερό (γλυκό ή θαλασσινό), "Κεκραμένος Οίνος".
Μαθαίνουμε επίσης από αναφορές μέσα από όλο το έπος και για άλλα είδη τροφών όπως λαχανικά, τυρί, ψάρια, σιτηρά και εσπερειδοειδή:
(Ραψωδίες Γ,Δ,Ε,Η,Ι,Κ,Λ,Ξ,Σ,Τ,Υ)
(Ραψωδία Β)"Μια παρακόρη με χρυσό πεντάμορφο λαγήνι
νερό τους χύνει να νιφτούν σε μια αργυρή λεκάνη
κι εμπρός του μάκρου σκαλιστό τους έστρωσε τραπέζι.
Ψωμιά τους έφερε έπειτα κι η σεβαστή οικονόμα
κι άλλα προσφάγια πληθερά μετά χαράς ό,τι είχε.
Κι ο σιτιστής λογής ψητά σε δίσκους κουβαλώντας
τους έφερε κι ολόχρυσα τους έβαλε ποτήρια..."
(Ραψωδία Υ)
"Έτσι τους είπε ο Αμφίνομος κι άρεσε ο λόγος σε όλους.
Σαν ήρθανε στ'αρχοντικό παλάτι του Δυσσέα,
ρίξανε απάνω στα σκαμνιά και στα θρονιά τις κάπες
και σφάξανε μεγάλα αρνιά και γίδες όλο πάχος,
κι ένα μοσχάρι κοπαδιού κι ολόπαχα γουρούνια.
Κι όταν τα σπλάχνα ψήθηκαν, τα μοίρασαν, κι οι κράχτες
κερνούσαν κι ο χοιροβοσκός έβαζε στα ποτήρια.
Ψωμιά ο Φιλοίτιος μοίραζε, των κοπελιών ο αφέντης,
από πανέρια ολόμορφα κι ο Μελανθέας κερνούσε...
...και τα ψαχνά σαν έβγαλαν ψημένα πό τις σούβλες,
σε μερδικά τα χώρισαν και κάθισαν να φάνε..."
Σε άλλα χωρία αναφέρεται οτι τα συμπόσια τελείωναν συνήθως με προσφορές στους θεούς ("στάξιμο") πριν φύγουν οι καλεσμένοι για τα σπίτια τους ή για τους τόπους διαμονής τους:
(Ραψωδία Γ)
"Μον' έλα, κόψτε των σφακτών τις γλώσσες και κεράστε
στο Σαλευτή να στάξουμε και στους θεούς τους άλλους
κι έπειτα πια ας φροντίσουμε, κι είναι ώρα για τον ύπνο..."
Κατά τη διάρκεια του ψησίματος των κρεάτων, κι ενώ ήταν τα κρέατα πάνω στις σούβλες,
τα περιέχυναν με κρασί για να τους δώσουν άρωμα και να γίνουν πιο μαλακά (αυτό σήμερα ονομάζεται "μαρινάρισμα" και γίνεται συνήθως πριν τα κρέατα μαγειρευτούν ή ψηθούν, οσο είναι ωμά ακόμα).Επίσης συνήθιζαν να τρώνε πρώτα τα εντόσθια του ζώου που ψήνωνταν πιο γρήγορα από τα άλλα κρέατα. Ήταν σαν ορεκτικός μεζές πριν τα κυρίως κρέατα:
(Ραψωδία Γ)
"Το αίμα του άμα στράγγισε και βγήκε η ψυχή του,
το γδέρνουν, κόβουν τα μηριά και το διπλοτυλίγουν με σκέπη
(=μπόλια, πέτσα με λίπος) και τα συγυρνούν μ' από παντού κομμάτια
Κι απάνω ο γέρος τα 'καιγε σε σκίζες περιχώντας ξανθό κρασί.
Κι οι νιοι κοντά πεντάσουβλα κρατούσαν.
Και τα μηριά σαν κάηκαν και φάγανε τα σπλάχνα λιανίζουν τα άλλα κρέατα
και τα περνούν στις σούβλες και τα'ψηναν, τις μυτερές τις σούβλες τους κρατώντας..."
Μαθαίνουμε επίσης από αναφορές μέσα από όλο το έπος και για άλλα
είδη τροφών όπως λαχανικά, τυρί, ψάρια, σιτηρά και εσπερειδοειδή:
"...και στ'άλλο κριθαρόσπειρα σ'ενα πλεχτό πανέρι...."
"...Κι εκεί μήδ'απ'τ'αφεντικό μήτε κι απ'τον τσοπάνη
κρέας του λείπει και τυρί και το γλυκό το γάλα..."
"Με βρήκε που παράδερνα αλάργα από τους συντρόφους,
που πάντα γύρω στο νησί ψαρεύανε μ'αγκιστρια..."
"Γιατί έχεις κάμπο απλόχωρο που βγάζει πλήθιο στάρι,
βίκο, τριφύλλι, κάπαρη, ψιλόσταχο ασπροκρίθι..."
"Πώς το χταπόδι όταν τραβούν απ'το θαλάμι του όξω,
πετράδια αμέτρητα κολλούν απάνου στα βυζιά του..."
"...Κι εκεί μεγάλα δέντρα
φύτρωναν δροσερά, αχλαδιές, ροδιές μηλιές με μήλα,
συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον ανθό τους...
...Είχε και ενα πολύκαρπο αμπέλι φυτεμένο...
...Βγάζουν την αγουρίδα εμπρός, που τον ανθό της ρίχνει,
κι άλλων γυαλίζει η ράγα τους..."
"Και στων ανόμων πήγαμε Κυκλώπων την πατρίδα,
που στων μακαριστών θεών τη δύναμη θαρρώντας,
φυτό στη γη δε φύτεψαν μήτε όργωσαν χωράφι,
μον'όλα βγαίνουν άσπαρτα κι ανόργωτα φυτρώνουν,
στάρια, κριθάρια, κλήματα που το κρασί τους κάνουν
από μεγαλοστάφυλα καθώς τα φέρνει ο Δίας."
"Και στην σπηλιά άμα μπήκαμε, βλέπαμε ό,τι είχε μέσα.
Γεμάτα τα τυρόβολα κι οι μάντρες στοιβαγμένες,
από κατσίκια κι απ'αρνιά, και χώρια μαντρισμένα
τα πρώιμα αλλού, τα μέσα αλλού, κι αλλού τα όψιμα ήταν.
Κι ήταν από τυρόγαλο γεμάτα όλα τα αγγεία του,
σκάφες, καρδάρες, που άρμεγε μέσα σ'αυτά το γάλα...
...Και το μισό όταν έπηξε τ'άσπρο χιονάτο γάλα,
το σύναξε και το'βαλε μες στα πλεχτα καλάθια,
καιστις καρδάρες φύλαξε τ'άλλο μισό να πίνει."
"...Πατώντας τότε πάνω του, τράβηξα το κοντάρι
απ'την πληγή και τ'άφησα το λάφι ξαπλωμένο στο χώμα..."
"Σαν μπήκαν μέσα, σε θρονιά τους έβαλε να κάτσουν,
κι έπειτα ανάμειξε τυρί, μέλι ξανθό κι αλεύρι
κι ένα κρασί πραμνιώτικο..."
"...όσο να φτάσεις σε λαούς που θάλασσα δεν ξέρουν
και τρώνε ανάλατο φαϊ και μήτε από καράβια κατέχουν...
...κι εκεί να σφάξεις όμορφα σφαχτά στον Ποσειδώνα,
κριάρι, ταύρο και καπρί, των χοίρων ελατάρη..."
"Κι όλα σαν καλοψήθηκαν τα πήγε στον Δυσσέα,
ζεστά στις σούβλες, με λευκό παπασπαλισμένο αλεύρι..."
"...Και πρώτα οι νιοι το παίρναν,
λαγούς, ζαρκάδια, αγριόγιδα να κυνηγουν..."
"Κι όπως τα μάτια μου έτριψα, στο σπίτι είδα τις χήνες,
στάρι να τρώνε ολόγυρα, σαν πρώτα στο σκαφίδι."
"Και με τυρί τις έθρεφε (τις κόρες του Πανδάρου) γλυκό κρασί και μέλι..."
"Κι απ'το παλάτι ακούστηκε φωνή κοντά του, αλέστρας
στο μέρος που οι χερόμυλοι βρίσκονταν του Δυσσέα,
και δώδεκα δουλεύανε γυναίκες να ετοιμάσουν
αλεύρι και κριθάλευρο, που'ναι ζωή του ανθρώπου..."
Αθήναιος: "Δειπνοσοφισταί"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου