Στὶς 24 Μαΐου (1453) ἀκούστηκε ὅτι ὁ ἀμηρᾶς ἔχει σκοπὸ στὶς 29 Μαΐου ἀπὸ ξηρὰ καὶ θάλασσα νὰ ἐπιτεθῆ μὲ σφοδρότητα, κάμνοντας συμπλοκἐς καὶ συγκρούσεις. Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ στρατηγοὶ καὶ οὶ δήμαρχοι, καὶ μάλιστα ὁ Ἰωάννης ὁ Ἰουστινιανός, δὲν ἔπαυαν νὰ ἑτοιμάζουν κάθε τέχνασμα γιὰ νὰ ἀντιπαραταχθοῦν στὸν ἐχθρό· ὅλη τὴν νύκτα προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ διορθώνουν τὰ τείχη στὰ σημεῖα ποὺ εἶχαν καταρρεύσει ἀπὸ τὰ κτυπήματα τῶν τηλεβόλων.
Ἔπειτα ὁ Ἰουστινιανὸς ἔστειλε ἀνθρώπους πρὸς τὸν μέγα δοῦκα Νοταρᾶ καὶ ζητοῦσε νὰ τοῦ στείλη μερικὰ τηλεβόλα, ποὺ ὑπῆρχαν στὰ μέρη τὰ ὁποία φρουροῦσε ἐκεῖνος.
Ὁ κύρ Λουκᾶς ὅμως ὁ Νοταρᾶς δὲν θέλησε νὰ τοῦ δώση, λέγοντας ὅτι αὐτὰ χρειάζονται καὶ στὸν δικό του τομέα. Καὶ ὁ Ἰουστινιανὸς τοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ βρίσκωνται τόσα πολλὰ τηλεβόλα στὰ μέρη ἐκεῖνα ὅπου ὑπάρχουν νερά. Καὶ ἔτσι ἄρχισαν νὰ φιλονεικοῦν σὰν παιδιὰ καὶ νὰ ἀνταλλάζουν βρισιές.
Ὁ Ἰουστινιανὸς ἀπεκάλεσε τὸν Νοταρᾶ ἄχρηστο, καταστροφέα καὶ ἐχθρὸ τῆς πατρίδος· ἐκεῖνος πάλι ἔλουσε τὸν Ἰουστινιανὸ μὲ ἀνάλογες βρισιές. Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλιὰς τοὺς κάλεσε ἰδιαιτέρως καὶ τοὺς εἶπε: "Ἀδελφοί, δὲν εἶναι καιρὸς νὰ συμβαίνουν τέτοια πράγματα μεταξύ μας καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ φιλονεικοῦμε, ἀλλὰ νὰ συγχωρήσουμε ἐκείνους ποὺ μᾶς μισοῦν καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν θεὸ νὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὸ φοβερὸ στόμα τοῦ δράκοντος ποὺ μᾶς ἀπειλεῖ φανερά". Εἶπε καὶ ἄλλα παρόμοια λόγια σ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς συμφιλίωσε.
Καὶ τότε ὁ καθένας τους ἐπέστρεψε στὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχαν ἐμπιστευθῆ καὶ ἀνέλαβε τὴν ὑπηρεσία του.
Ὁ Ἰουστινιανὸς ἀποδείχθηκε φοβερὸς στοὺς ἐχθρούς, καὶ μάλιστα κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, τόσο μὲ τὰ λόγια ὅσο καὶ μὲ τὶς πράξεις του. Κάθε μέρα ἔκαμνε ἐπιθέσεις καὶ εφόδους κατὰ τῶν ἐχθρῶν, καὶ πολλοὺς αἰχμαλώτιζε, ἐνῶ ἄλλους τοὺς περνοῦσε ἀπὸ τὸ μαχαίρι. Ὅλοι θαύμαζαν τὰ κατορθώματα καὶ τὶς πράξεις τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν λυτρωτὴ καὶ σωτῆρα τῆς πόλεως. Ἀλλὰ δὲν παρέμεινε τέτοιος μέχρι τέλους· τὴν φήμη ποὺ μὲ τὴν ἀνδρεία του εἶχε κερδίσει, ὕστερα τὴν κατέστρεψε ἡ δειλία του.
Καὶ ἐνῶ ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα γιὰ μᾶς, διαδόθηκε μιὰ ψεύτικὴ πληροφορία στὸ στρατόπεδο τῶν ἐχθρῶν, ὅτι δῆθεν ἔρχεται στόλος ἀπὸ τὴν Ἰταλία πρὸς βοήθειά μὰς, καθὼς καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῶν Οὕγγρων Ἴαγκος μὲ πάρα πολὺ μεγάλο στράτευμα ἀπὸ ἱππεῖς καὶ πεζούς. Σὰν τὸ ἄκουσαν οἱ Ἀγαρηνοί, τοὺς κυρίευσε μεγάλος φόβος· ἐκστόμιζαν κατάρες κατὰ τοῦ ἀμηρᾶ καὶ γόγγυζαν, λέγοντας ὅτι αὐτὸ θὰ εἶναι ὁ ἀφανισμὸς τοῦ γένους των, γιατὶ καταπιάστηκαν μὲ ἕνα ἔργο χωρὶς ἐλπίδα ἐπιτυχίας. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀμηρᾶς περιέπεσε σὲ διαλογισμούς, ταραχὴ καὶ δειλία, καὶ ὅλοι οἱ σύμβουλοί του ἦταν περίλυποι.
Πρῶτον, διότι ἄκουσαν γιὰ τὴν ἄφιξι τῆς βοηθείας, καὶ
δεύτερον, διότι τόσο μεγάλο καὶ φοβερὸ στράτευμα ἐπὶ τόσες ἡμέρες τίποτε δὲν κατώρθωσε στὴν ξηρὰ καὶ τὴν θάλασσα· πολλές φορὲς μάλιστα μὲ τόσες πολλὲς πολιορκητικὲς μηχανὲς καί δυνάμεις, ἄν καὶ τοποθέτησαν κλίμακες στὰ τείχη, ἐκδιώχθηκαν οἰκτρά, καὶ καταγκρεμίστηκαν, ἀλλὰ καὶ φονικὸ μεγάλο τοὺς βρῆκε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κυριεύση ἡ δειλία τοὺς Τούρκους ποὺ ἦταν κοντὰ στὰ τείχη.
Τρίτον, διότι ἔβλεπαν ἕνα φαινόμενο:
Ἕνα ἀστραφτερὸ φῶς κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸν οὐρανό στεκόταν ἐπάνω ἀπὸ τὴν Πόλι καὶ ὅλη τὴν νύκτα τὴν ἔσκεπε ἀπὸ ψηλά. Μόλις οἱ Τοῦρκοι εἶδαν τὸ φῶς αὐτό, στὴν ἀρχὴ ἔλεγαν ὅτι ὁ θεὸς ὠργίσθηκε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ θέλει νὰ τοὺς κατακαύση καὶ νὰ τοὺς παραδώση σ’ αὐτοὺς ὡς δούλους. Ἔπειτα ὅμως, ὅταν εἶδαν ὅτι πάντοτε ντροπιασμένοι γκρεμίζονταν ἀπὸ τὰ τείχη καὶ τὶς κλίμακες καὶ ὅτι, ἄν καὶ ἐφάρμοζαν τόσα πολεμικὰ τεχνάσματα, τίποτε δὲν κατώρθωναν, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἄκουσαν τὴν ψεύτικη φήμη περὶ τοῦ στόλου τῆς Ἰταλίας καὶ περὶ τοῦ Ἰάγκου, ἄρχισαν πλέον νὰ λένε γιὰ τὸ φῶς ἐκεῖνο ὅτι ὁ θεὸς πολεμάει μὲ τὸ μέρος τῶν Χριστιανῶν, τοὺς προστατεύει καὶ εἶναι συμμαχός τοὺς.
Γι’ αὐτὲς τὶς αιτίες ὁ ἀμηρᾶς, ὅπως εἴπαμε, καὶ ὅλος ὁ στρατὸς ἦταν λυπημένος καὶ σκυθρωπός.
Σκεπτόταν λοιπόν νὰ σηκωθῆ τὴν ἑπόμενη καὶ νὰ λύση τὴν πολιορκία. Τὸ ἴδιο ὅμως βράδυ τὴν ἑπομένη τοῦ ὁποίου σχεδίαζαν νὰ φύγουν, βλέπουν πάλι, ὅπως συνήθιζε τὸ φῶς νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ἀλλὰ δὲν ἁπλωνόταν, ὅπως συνήθιζε προηγουμένως, ὥστε νὰ σταθῆ ἐπάνω ἀπὸ τὴν Πόλι ὅλη τὴν νύκτα· φάνηκε μόνον ἀπὸ μακριὰ καὶ ἀμέσως διασκορπίστηκε καὶ ἔγινε ἄφαντο.
Μόλις τὸ εἶδαν αὐτὸ ὁ ἀμηρᾶς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του, χάρηκαν πολὺ καὶ ἔλεγαν: "τώρα ὁ θεὸς τοὺς ἐγκατέλειψε ".
Τὸ ἴδιο ἀποφάνθηκαν οἱ σοφοὶ καὶ οἱ γραμματιζούμενοι τῆς μιαρῆς, τῆς ἄπιστης καὶ πλανημένης θρησκείας, ὅτι δηλαδὴ τὸ φῶς φανέρωνε πῶς θὰ κερδίσουν τὴν Πόλι. Καὶ ἔτσι ὅλοι εἶχαν καλὲς ἐλπίδες, οἱ ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Τὸ βράδυ τῆς 27ης Μαΐου ὁ ἀμηρᾶς πρὸσταξε, ὅλη τὴ νύκτα καὶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα νὰ ἀνάψουν φωτιὲς καὶ φανάρια, νὰ νηστεύσουν ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ νὰ λουστοῦν ἑπτὰ φορές, γιὰ νὰ παρακαλέσουν τὸν θεὸ νηστικοὶ καὶ καθαροὶ νὰ νικήσουν τὴν Πόλι· αὐτὸ καὶ ἔγινε.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς Δευτέρας, κατὰ τήν δύσι τοῦ ἡλίου καὶ ἀφοῦ ἐδείπνησαν, ὁ ἀμηρᾶς
στάθηκε στὴν μέση τοῦ στρατοῦ καὶ μιλώντας εἶπε τὰ ἑξῆς:
" Πολυαγαπημένα μου παιδιά, στὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ, τοῦ προφήτου Μωάμεθ καὶ ἐμοῦ τοῦ δούλου του σᾶς προτρέπω αὔριο νὰ κάμετε ἔργο ἀξιομνημόνευτο στὴν αἰωνιότητα, ὅπως ἔκαμαν καὶ οἱ πρόγονοί μας μέχρι τώρα, ὅπως εἶναι φανερό, καὶ μὲ προθυμία καὶ γενναιότητα καὶ μεγαλοψυχία νὰ περάσετε μὲ σκάλες ἐπάνω ἀπὸ τὰ τείχη σὰν πουλιά, καὶ τὴν φήμη ποὺ οἱ πρόγονοί μας κέρδισαν, καὶ ὁ θεός τοὺς τὴν χάρισε, νὰ μὴ τὴν χάσουμε ἐμεῖς· ἀντίθετα ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὴν αὐξήσουμε ἐμεῖς στὸ πολλαπλάσιο" Τοὺς ἀπηὺθυνε καὶ ἄλλους πολλοὺς λόγους κατάλληλους γιὰ στρατιῶτες καὶ ξύπνησε μέσα τους τὴν μεγαλοψυχία γιὰ νὰ πολεμήσουν μὲ γενναιότητα.
Κὶ ἐκεῖνοι σὰν τ’ ἄκουσαν αὐτὰ χάρηκαν πάρα πολὺ καὶ μὲ μιὰ φωνὴ ὅλοι τους ἀλάλαζαν στὴν γλῶσσα τους:
"Ἀλλάχ ἀλλάχ, μεεμὲτ ρεσοὺλ ἀλλάχ", ποὺ σημαίνει:
" Ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ ὁ Μωάμεθ ὁ προφήτης αὐτοῦ".Ὅταν ἐμεῖς στὴν Πόλι άκούσαμε τὴν τόσο δυνατὴ κραυγή, ποὺ ἔμοιαζε μὲ βοητὸ μεγάλο τῆς θαλασσας, ἀναρρωτιώμασταν τί ἄραγε συμβαίνει. Σὲ λίγο βεβαιωθήκαμε γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἀμηρᾶς ἑτοίμαζε γιὰ τὴν ἑπομένη πόλεμο ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα ὅσο πιὸ σφοδρό μποροῦσε κατὰ τῆς Πόλεως. Κι ἐμεῖς βλέποντας τὸ τόσο μεγάλο πλῆθος τῶν ἀπίστων, πού, ὅπως μοῦ φαίνεται ἐμένα, ἀντιστοιχοῦσαν πεντακόσιοι καὶ περισσότεροι στὸν καθένα μας, ἀναθέσαμε τὶς ἐλπίδες μας στὴν θεία Πρόνοια. Ὁ βασιλιὰς τότε πρόσταξε, οἱ ἱερεῖς, οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ μοναχοί, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ μὲ τὶς ἅγιες καὶ ἱερὲς εἰκόνες καὶ μὲ τὶς θεῖες ἀπεικονίσεις στὰ χέρια καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια νὰ περιέρχωνται τὰ τείχη τῆς Πόλεως, νὰ ψάλλουν τὸ " κύριε ἐλέησον", γιὰ νὰ μὴ μᾶς παραδώση ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας στὰ χέρια ἀπίστων, ἀποστατῶν καὶ κακούργων ὅσο κανεὶς ἄλλος στὴ γῆ, ἀλλὰ νὰ μᾶς λυπηθῆ, ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε οἱ κληρονόμοι του. Καὶ μὲ κλάματα ἔδιναν θάρρος ὁ ἕνας στὸν ἄλλο νὰ ἀντισταθοῦν γενναῖα στοὺς ἐχθροὺς τὴν ὥρα τῆς συμπλοκῆς.
Ὁ βασιλιάς ἐπίσης τὸ ἀπόγευμα τῆς ὀδυνηρῆς ἐκείνης Δευτέρας, ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους, ἄρχοντες, ἀρχομένους, δημάρχους, ἑκατόνταρχους καὶ ἐκλεκτοὺς στρατιῶτες, εἶπε τὰ ἐξῆς:
" Ἐσεῖς, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι συστρατιῶτες καὶ ὅλος ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, γνωρίζετε καλὰ ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεώς μας θέλει νὰ μᾶς πιέση περισσότερο μὲ κάθε πολεμικὸ τέχνασμα καὶ τρόπο, καὶ μὲ ὅλη του τὴν δύναμι νὰ μᾶς ἐπιτεθῆ ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα καὶ νὰ μᾶς πολεμήση μὲ σφροδρότητα. Σκοπὸς του εἶναι νὰ χύση τὸ δηλητήριό του σὰν φίδι καὶ νὰ μᾶς καταπιῆ σὰν ἀνήμερο λεοντάρι. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ σταθῆτε ἀνδρεῖοι καὶ μὲ γενναία ψυχή, ὅπως πάντοτε μέχρι τώρα κάματε κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεώς μας.
Γνωρίζετε καλά, ἀδελφοί, ὅτι ὀφείλουμε ὄλοι ἀπὸ κοινοῦ γιὰ
τέσσερις λόγους νὰ προτιμήσουμε τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν ζωή.
Πρῶτον γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν θρησκεία μας,
δεύτερον γιὰ τὴν πατρίδα,
τρίτον γιὰ τὸν κύριόν σας τὸν χρισμένο βασιλιά καὶ
τέταρτον γιὰ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους.
Νὰ θεωρήσετε τὸν πόλεμο σὰν κυνήγι ἐναντίον ἀγριόχοιρων, γιὰ νὰ καταλάβουν οἱ ἄπιστοι ὅτι δὲν ἀντιμετωπίζουν ζῶα χωρὶς λογική, ὅπως εἶναι οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ κυρίους καὶ ἐξουσιαστὲς τῶν ζώων αὐτῶν καὶ ἀπογόνους Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων". Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ τελεὶωσε τὴν δημηγορία του καὶ μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς εὐχαρίστησε τὸν θεό, ὅλοι μαζὶ μὲ ἕνα στόμα ἀποκρίθηκαν κλαίγοντας: "Ἄς πεθάνουμε γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πατρίδα μας".
Ὁ βασιλιὰς πῆγε στὸν πάνσεπτο ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, προσευχήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ κοινώνησε τὰ ἄχραντα μυστήρια. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐκείνη τὴν νύκτα. Κατόπιν μετέβη στὰ ἀνάκτορα, ὅπου ἔμεινε γιὰ λίγο καὶ ζήτησε συγχώρησι ἀπὸ ὅλους. Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ διηγηθῆ τὰ κλάματα καὶ τοὺς θρήνους τῆς ὥρας ἐκείνης στὸ παλάτι; Ἀκόμη κι ἄν ἦταν κανεὶς ἀπὸ ξύλο ἤ ἀπὸ πέτρα, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴ θρηνήση.
Οἱ φρουροὶ μᾶς εἶπαν ὅτι ὅλη τὴν νύκτα συνέβαινε θόρυβος καὶ πολλὲς ὁμιλίες, διότι ἔσερναν τὶς πολεμικὲς μηχανὲς ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει γιὰ τὴν ἐπίθεσι στὰ τείχη. Ἀκόμη ὅτι τὴν ἴδια στιγμή βρίσκονται σὲ κίνηση τὰ πιὸ μεγάλα ἀπὸ τὰ πλοῖα τῶν ἐχθρῶν στὴν θάλασσα καὶ ὅτι οἱ τριήρεις καὶ οἱ γέφυρες πλησιάζουν στὶς ἀκτὲς καὶ τὰ τείχη.
Κατὰ τὸ δεύτερο λάλημα τῶν πετεινῶν, χωρὶς κανένα σύνθημα, πρᾶγμα ποὺ ἔκαμναν τὶς
προηγούμενες ἡμέρες, ἄρχισαν τὸν πόλεμο μὲ μεγάλη βιασύνη καὶ σφοδρότητα.
Ὁ ἀμηρᾶς διέταξε νὰ ξεκινήσουν τὸν πόλεμο οἱ μὴ τόσον ἔμπειροι στοὺς πολέμους, μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς καταπονήσουν κάπως. Οἱ δικοί μας ὅμως ἀπάντησαν μὲ γενναιότητα καὶ τοὺς ἔκαμναν κακὴ ὑποδοχή· τοὺς γκρέμιζαν ἀπὸ τὰ τείχη καὶ τὰ ἐξαρτήματα τῶν ἐχθρῶν τὰ κατέσπαζαν.
Ἡ μάχη κράτησε δύο ὧρες καὶ ἦταν πολυστένακτη καὶ φρικτή· καὶ φαινόταν ὅτι ἐπικρατοῦσαν οἱ Χριστιανοί. Οἱ δικοί μας ἔριχναν ὑγρὸν πῦρ ἀπὸ τὶς μηχανὲς ποὺ εἶχαν κατασκευάσει καὶ ἔκαιγαν τοὺς ἐχθρους, τσάκιζαν τὶς ἐξέδρες μαζὶ μὲ τοὺς ἀναβάτες τους ρίχνοντας βαρειὲς πέτρες, καὶ μὲ τὰ τηλεβόλα σκότωναν πολλούς.
Μερικοί τολμηροί, δυνατοὶ καὶ ριψοκίνδυνοι ἀνέβαιναν ὁ ἕνας στοὺς ὤμους τοῦ ἄλλου καὶ ὁ τρίτος στοῦ δευτέρου, ὅπως μποροῦσε, γιὰ νὰ φθάσουν στὴν κορυφὴ τῶν τειχῶν. Καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ παράταξί μας ἄρχισε νὰ λυγίζη,
ὁ Θεόφιλος Παλαιολόγος καὶ ὁ Δημήτριος Καντακουζηνὸς, ἄνδρες γενναιότατοι, πήδησαν μπροστά, νίκησαν τοὺς Ἀγαρηνούς, τοὺς ἔτρεψαν σὲ φυγή καὶ τοὺς διέλυσαν.
Ὁ βασιλιάς ἔφιππος ἔλεγε: "Συστρατιῶτες καὶ ἀδελφοί, κρατῆστε μὲ γενναιότητα· σᾶς παρακαλῶ στὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ. Βλέπω ὅτι τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν κουράζεται καὶ σὲ λίγο θὰ διαλυθῆ".
Καὶ ἐνῶ ὁ βασιλιάς ἔλεγε αὐτά, ὁ στρατηγὸς Ἰωάννης πληγώθηκε ἀπὸ βέλος στὸ σκέλος τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ. Αὐτὸς ὁ τόσο ἐμπειροπόλεμος, ὅταν εἶδε τὸ αἷμα νὰ τρέχη ἀπὸ τὸ σῶμα του, πανικοβλήθηκε τελείως· ἀπὸ τὸν φόβο του ἔχασε τὴν ἀνδρεία ποὺ εἶχε ἐπιδείξει προηγουμένως καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ φέρθηκε ταπεινωτικά. Ἐγκατέλειψε τὴν θέσιν του. Ἔτρεχε κρυφὰ πέρα-δῶθε ἀναζητώντας γιατρούς, χωρὶς νὰ θυμίζη τίποτε ἀπὸ τὸν προηγούμενο γενναῖο καὶ ἱκανὸ ἄνδρα.
Συνέπεσε ὅμως τὴν στιγμὴ ἐκείνη νὰ βρίσκεται καὶ πάλι ὁ βασιλιάς ἐκεῖ. Εἶδε τοὺς στρατιῶτες ταραγμένους καὶ φοβισμένους, ἔμαθε τὴν αἰτία καὶ σὰν πῆρε τὸ μάτι του τὸν Ἰουστινιανὸ νὰ φεύγη, τὸν σταμάτησε καὶ τοῦ εἶπε: "Ἀδελφέ, γιατί τὸ ἔκαμες αὐτό; Γύρνα πίσω στὴν θέσι σου.
Τὸ τραῦμα εἶναι ἀσήμαντο. Γύρνα πίσω, γιατὶ τώρα εἶναι ἡ πιὸ κρίσιμη στιγμή.
Ἡ σωτηρία τῆς Πόλεως κρέμεται ἀπὸ τὰ χέρια σου". Καὶ ἄλλα πολλὰ τοῦ εἶπε ὁ βασιλιάς, ἀλλὰ ἐκεῖνος τίποτε δὲν ἀπεκρίθη· πέρασε στὸν Γαλατᾶ καὶ ἐκεῖ πέθανε πικραμένος καὶ περιφρονημένος.
Ἕνας γενίτσαρος, ὀνόματι Χασὰν, μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι κράτησε ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του τὴν ἀσπίδα, ἔσυρε μὲ τὸ δεξί του τὸ ξίφος καὶ ὥρμησε ἐναντίον τοῦ τείχους, στὸ σημεῖο ποὺ ἔβλεπε τὴν σύγχυσι. Τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ ἄλλοι τριάντα περίπου, οἱ ὁποῖοι φιλοτιμηθήκαν ἀπὸ τὴν ἀνδρεία του. Ὅσοι δικοί μας εἶχαν παραμείνει στὸ τεῖχος τοὺς κτυποῦσαν μὲ ἀκόντια καὶ βέλη καὶ κυλοῦσαν τεράστιες πέτρες ἐναντίον τους.
Δέκα ὀκτὼ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοὺς γκρέμισαν. Ὁ Χασὰν ὅμως δὲν ἀναχαιτίστηκε· ἀνέβηκε στὸ τεῖχος καὶ ἔτρεψε σὲ φυγὴ τοὺς δικούς μας. Μαχόμενος ὁ Χασὰν κτυπήθηκε ἀπὸ μία πέτρα καἰ ἔπεσε κάτω.
Οἱ δικοί μας ἐπέστρεψαν καὶ σὰν εἶδαν τὸν Χασὰν πεσμένο κάτω, τὸν κτυποῦσαν μὲ πέτρες ἀπὸ παντοῦ.
Ἐκεῖνος ἀνασηκώθηκε στὸ γόνατο καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀμύνεται, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν τραυμάτων ποὺ δέχθηκε παρέλυσε τὸ δεξί του χέρι καὶ θάφτηκε κυριολεκτικὰ κάτω ἀπὸ βέλη. Ἔπειτα ὅμως ἀνέβηκε στὸ τεῖχος τόσο πλῆθος ἐχθρῶν, ποὺ σκόρπισαν τοὺς δικούς μας, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τὰ ἐξωτερικὰ τείχη καὶ ἔτρεχαν μέσα διὰ μέσου τῆς πύλης καταπατῶντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Καὶ ἐνῶ αὐτὰ συνέβαιναν, ἀκούστηκε μία φωνὴ ἀπὸ μέσα καὶ ἀπὸ ἔξω, ἀπὸ τὴν μεριὰ τοῦ λιμανιοῦ:
"Πατήθηκε τὸ φρούριο· πάνω στοὺς πύργους στήθηκαν τὰ λάβαρα καὶ οἱ σημαῖες".
Η φωνὴ ἔτρεψε σὲ φυγὴ τοὺς δικούς μας καὶ ἔκαμε τοὺς ἐχθροὺς νὰ άναθαρρήσουν.
Ὅταν ὁ βασιλιάς καὶ αὐθέντης μου ἀντίκρυσε αὐτὴν τὴν κατάστασι, χύνοντας δάκρυα παρακαλοῦσε τὸν θεὸ καὶ προέτρεπε τοὺς στρατιῶτες νὰ δείξουν μεγαλοψυχία. Ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε καμμιὰ ἐλπίδα συνδρομῆς καὶ βοηθείας. Τότε κέντησε τὸ ἄλογό του, ἔτρεξε καὶ ἔφθασε ἐκεῖ ὅπου τὸ πλῆθος τῶν ἀπίστων ὡρμοῦσε, καὶ ἔκανε ὅτι ὁ Σαμψὼν στοὺς ἀλλοφύλους. Στὴν πρώτη συμπλοκὴ γκρέμισε πολλοὺς ἀπίστους ἀπὸ τὰ τείχη καὶ γιὰ ὅσους ἦταν ἐκεῖ καὶ ἔβλεπαν ἔμοιαζε αὐτὸ μὲ θαῦμα ἀσυνήθιστο.
Μὲ βρυχηθμοὺς λεονταριοῦ καὶ μὲ γυμνὸ σπαθὶ στὸ δεξί του χέρι κατέσφαξε πολλοὺς ἐχθρούς· καὶ τὸ αἷμα ἔτρεχε σὰν ποτάμι ἀπὸ τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του.
Καὶ ὁ Δὸν φραγκίσκος Τολέδος, ποὺ προαναφέραμε, ἔκαμε ἔργα ἀνώτερα καὶ ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα.
Ἔτυχε νὰ βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ βασιλιᾶ καὶ σὰν ἀετὸς καταξέσχιζε τοὺς ἐχθροὺς μὲ τὰ νύχια καὶ τὰ δόντια του.
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Θεόφιλος ὁ Παλαιολόγος.
Ὅταν εἶδε τὸν βασιλιᾶ νὰ μάχεται καὶ τὴν Πόλι νὰ κινδυνεύη, φώναξε δυνατὰ μέσα σὲ κλάματα καὶ εἶπε: "Προτιμῶ νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ζῶ". Ἀμέσως μετὰ ὥρμησε ἀνάμεσα στοὺς ἐχθροὺς μὲ κραυγὲς καὶ ὅσους βρῆκε μπροστὰ του τοὺς διεσκόρπισε, τοὺς διέλυσε καὶ τοὺς θανάτωσε.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης Δαλμάτης, ποὺ παρεβρισκόταν ἐκεῖ, πολεμοῦσε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν πιὸ γενναῖα ἀπὸ κάθε ἄλλον στρατιώτη. Καὶ ὅσοι ἔτυχαν ἐκεῖ καὶ ἔβλεπαν, ἔμεναν κατάπληκτοι μὲ τὴν δύναμι καὶ τὴν γενναιότητα τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν.
Ἦλθαν οἱ Τοῦρκοι καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στὸ ἐσωτερικὸ τῶν τειχῶν μὲ μικρὰ τηλεβόλα, βέλη, τόξα καὶ πέτρες τοὺς ἔδιωξαν. Ἔτσι ἔγιναν κύριοι ὅλης τῆς περιοχῆς, ἐκτὸς τῶν πύργων τοῦ Βασιλείου Λέοντος καὶ τοῦ Ἀλεξίου, μέσα στοὺς ὁποιους ἦταν οἱ ναῦτες ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν Κρήτη.
Αὐτοὶ μάχονταν γενναῖα καὶ σκότωσαν πολλοὺς Τούρκους, ἔλεγαν ὅτι εἶναι προτιμότερο νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ ζήσουν. Ὅταν ὅμως κάποιος Τοῦρκος ἀνέφερε στὸν ἀμηρᾶ τὴν γενναία τους ἀντίστασι, ἐκεῖνος πρότεινε νὰ κατεβοῦν, μὲ τὴν συμφωνία νὰ εἶναι ἐλεύθεροι οἱ ἴδιοι, τὸ πλοῖο καὶ ὅλος ὁ ἐφοδιασμός ποὺ εἶχαν.
Μόλις καὶ μετὰ βίας τοὺς ἔπεισαν νὰ φύγουν.
Δύο Ἰταλοί, τὰ ἀδέλφια Παῦλος καὶ Τρωΐλος, μάχονταν γενναῖα καὶ ἀπέκρουαν μὲ σφοδρότητα τοὺς ἐχθροὺς.
Πολλοὶ σκοτώθηκαν καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές.
Ὅταν ὅμως ὁ Παῦλος ἔστρεψε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τοὺς ἐχθροὺς μέσα στὴν Πόλι,
εἶπε στὸν ἀδελφό του: "Φρίξε ἥλιε! Στέναζε γῆ! Ἡ Πόλι ἔπεσε! Ἀνώφελο νὰ πολεμοῦμε πλέον.
Ἄς φροντίσουμε λοιπὸν γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, ἄν εἶναι δυνατόν".
Καὶ ἔτσι οἱ ἐχθροὶ ἔγιναν κύριοι ὅλης τῆς Πόλεως στὶς 29 Μαΐου τοῦ ἔτους 6961 (1453 μ.Χ.), ἡμέρα Τρίτη καὶ ὥρα δύο καὶ μισή.
Απόσπασμα από "TO XPONIKON" (της αλώσεως) υπό Γεωργίου Φραντζή.
(ΕΚΔ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ Β΄ ΤΟΜΟΣ ΣΕΛ. 187-207)