Οι Ινδοευρωπαίοι (έτσι ονομάτισαν κατά τον περασμένο αιώνα οι ερευνητές τον λαό που ανέσυραν από το φρέαρ της αβύσσου) είχαν εξημερώσει το σκυλί και με την αρωγή του το άλογο, το πρόβατο και το βόδι. Είχαν εφεύρει το δεκαδικό σύστημα και τον τροχό του κεραμέα, ίσως και της άμαξας.
Οι βάρδοι τους για να διατηρήσουν «άφθιτον» το «κλέος» των πολεμιστών ύφαιναν μακρόπνοες ωδές. 'Όμως στις αρχές της 5ης χιλιετίας η φυλή αυτή άρχισε να διασπάται.
Το δυτικότερο άκρο του ανύσματος προσήγγισε τις ακτές του Ατλαντικού.
Από τους ευρωπαϊκούς λαούς μόνο οι Πρωτοβούλγαροι, οι Τούρκοι, οι Ούγγροι, οι Φινλανδοί, ίσως και οι Βάσκοι δεν είναι ινδοευρωπαϊκής καταγωγής.
Το ανατολικότερο άκρο του ανύσματος εκτινάχθηκε ώς τις παρυφές των Ιμαλαΐων!
Οι Arya (οι ευγενείς) συγκρότησαν στην Ινδία τον πυρήνα της αριστοκρατίας, η οποία εξελίχθηκε υπό την καθοδήγηση των Βραχμάνων στο κοινωνικό σύστημα της κάστας. Ένας κλάδος των Ινδοευρωπαίων, οι Έλληνες (το όνομα φυσικά είναι πολύ μεταγενέστερο), περιπλανήθηκε για αιώνες πολλούς στις πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης και της βόρειας Βαλκανικής. Όμως γύρω στο 2000 άρχισαν να κατέρχονται κατά κύματα προς το νότιο άκρο της χερσονήσου.
Η Ελλάδα θα πρέπει να φάνηκε στις καταταλαιπωρημένες εκείνες πολεμικές φυλές ότι ήταν η χώρα που υμνούσαν οι ποιητές τους ως κατοικία των Μακάρων: σπάνιοι οι νιφετοί, ήπιοι οι άνεμοι και εκείνη η μαρμαρόεσσα αίγλη ολοχρονίς - το φως του Αιγαίου!
Η τμηματική διάσπαση της ινδοευρωπαϊκής φυλής επιτάxυνε και τη διαφοροποίηση της γλώσσας σε διαλέκτους. Η πρωτοελληνική διατήρησε αρκετά αρχαϊκότατα στοιχεία: την ποικιλία των φωνηέντων, την ευκινησία των όρων της πρότασης, την ευγονία στην παραγωγή και την ευκολία στη σύνθεση των λέξεων. Ανέπτυξε ωστόσο και νεοτερισμούς.
Ως τελικά σύμφωνα αποδέχθηκε μόνο το ν, το Ρ και το σ (γάλα < γάλακτ, πρβλ. γενική γάλακτ-ος).
Ο τόνος δεν ανερχόταν πέραν της προπαραλήγουσας (νόμος της τρισυλλαβίας).
Οι οκτώ πτώσεις περιορίστηκαν σε πέντε, καθώς η τοπική και η οργανική αφομοιώθηκαν με τη δοτική και η γενική με την αφαιρετική.
Σχημάτισε απαρέμφατα από όλα τα θέματα του ρήματος: λείπειν, λείψειν, λιπείν, λελοιπέναι! Τεχνούργησε την κομψότατη ευκτική του πλαγίου λόγου και την προσφιλέστατη στους χειριστές του έντεχνου λόγου γενική απόλυτο: δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται.
Στη χώρα που εισέβαλαν οι Έλληνες κατοικούσαν φιλόπονοι γεωργοί, ριψοκίνδυνοι πειρατές, «έμποροι με τους λογαριασμούς του λαβυρίνθου». οι Κάρες, οι Λέλεγες, οι Πελασγοί - με ένα όνομα: οι Προ-έλληνες. Βέβαια η κάθοδος δεν είχε πάντοτε το χαρακτήρα εισβολής.
Ορθότερο είναι να μιλάμε για διείσδυση. Παμπάλαιοι μύθοι ιστορούν για τον γέροντα βασιλιά που καλεί τον ήρωα και τους συντρόφους του να υπερασπιστούν τη χώρα από ορδές βαρβάρων ή από τον αιμοδιψή δράκο. Ο ήρωας επιτελεί τον άθλο του και ως ανταμοιβή λαβαίνει σε γάμο τη βασιλοπούλα και το μισό ή και ολόκληρο το βασίλειο.
Πάντως οι Έλληνες προσοικειώθηκαν τον εκλεπτυσμένο πολιτισμό των αυτοχθόνων, και κατά συνέπεια και τους όρους που εξέφραζαν τα πολιτιστικά τους επιτεύγματα: ειρήνη, βασιλεύς, πλίνθος, ασάμινθος. Πολλά προελληνικά τοπωνύμια διατηρήθηκαν: Μυκήναι, Αθήναι, Κόρινθος, Λυκαβηττός, Κρήτη, Λάρισα. Προελληνικά είναι και ορισμένα θεωνύμια: Αθηνά, Αφροδίτη, Ήφαιστος, κ.ά.
Στους κατοπινούς αιώνες η ελληνική γλώσσα πλουτίζεται και με δάνεια από την Ανατολή: εβραϊκή προέλευση έχει ο χρυσός, και ο κακός (πρβλ. κάκκη: περιττώματα) φρυγική.
Αν η δοσολογία είναι σωστή, το κράμα αποβαίνει ανθεκτικότερο από τα συστατικά του.
Από τη μίξη των επήλυδων με τους αυτόχθονες προέκυψε το πολύτροπο, αγχινούστατο και ρωμαλέο εκείνο φύλο που δημιούργησε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Πώς ονομάζονταν οι επήλυδες στη νότια Βαλκανική; Τους πολεμιστές που μάχονται μπροστά στα τείχη της ανεμόδαρτης Τροίας ο Όμηρος τους αποκαλεί Δαναούς, Αργείους και συνηθέστερα Αχαιούς. Οι Έλληνες είναι μία από τις τρεις φυλές που συγκροτούν το εκστρατευτικό σώμα του Αχιλλέα (Ιλιάς, Β 684). Στα ομηρικά ποιήματα μνημονεύονται επίσης, από μια φορά, Ίωνες (Ιλιάς, Ν 685), Δωριείς (Οδύσσεια, τ 177) και Πανέλληνες (Ιλιάς, Β 530). Όμως οι στίχοι αυτοί θεωρούνται μεταγενέστερες προσθήκες.
Ο Ησίοδος ωστόσο γνωρίζει ότι ο φιλοπόλεμος βασιλιάς "Έλλην" είχε τρεις γιους, τον Δώρο, τον Αίολο και τον Ξούθο (θετός γιος του Ξούθου ήταν ο Ίων, ο γενάρχης της ιωνικής φυλής). Ακόμη και σήμερα η άποψη του Ησιόδου για την τριμερή συνάρθρωση της ελληνικής φυλής (Δωριείς,. Αιολείς και Ίωνες) έχει θερμούς υποστηρικτές.
Πρώτοι πιστεύεται ότι ήρθαν οι Ίωνες γύρω στα 2000 π.Χ., ύστερα οι Αιολείς γύρω στο 1700 και τελευταίοι (γύρω στο 1200 ή ακόμη και στα 1000) οι Δωριείς.
Η κρατούσα πάντως άποψη είναι ότι η κάθοδος των ελληνικών φύλων συνετελέσθη σε δύο φάσεις:
το πρώτο κύμα εισέδυσε σταδιακά ως την Πελοπόννησο και δημιούργησε τον Μυκηναϊκό πολιτισμό.
Το δεύτερο κύμα παρέμεινε στη βορειοδυτική Ελλάδα απομονωμένο.
Όταν ύστερα από αιώνες άρχισε να κατέρχεται και αυτό προς την Πελοπόννησο, οι εύθραυστες ισορροπίες των μυκηναϊκών κοινωνιών κατέρρευσαν, και η πολιτική πολυδιάσπαση είχε ως μοιραία συνέπεια την εσωτερική διαφοροποίηση και στις δύο ήδη διαφοροποιημένες διαλεκτικά ομάδες, την ανατολική και τη δυτική.
Οι μετακινήσεις πληθυσμών, η γεωφυσική σύσταση της χώρας, που δυσχέραινε τις επικοινωνίες, οι συνεχείς προστριβές και το ισχυρό τοπικιστικό πνεύμα συνετέλεσαν ώστε ο διαλεκτικός κατακερματισμός να διατηρηθεί ώς την ελληνιστική εποχή, οπότε επικρατεί η πανελλήνια Κοινή, που είχε ως βάση την Αττική διάλεκτο.
Την ανατολική ομάδα συγκροτούσαν η Ιωνική, η Αττική, η Αρκαδοκυπριακή και η Αιολική. Στη δυτική ομάδα εντάσσονταν η Δωρική, η Βορειοδυτική, η Μακεδονική και ορισμένες άλλες μικτού χαρακτήρα (της Αχαΐας, της Ίλιδας και της Παμφυλίας). Φυσικά και μέσα στις ίδιες τις διαλέκτους υπήρχαν διαφοροποιήσεις. ο γλωσσικός άτλαντας της αρχαιότητας είχε φύση πρωτεϊκή! Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι διαφοροποιήσεις των διαλέκτων ως προς το λεξιλόγιο και τη σύνταξη είναι περιορισμένες. Οι ουσιώδεις διαφορές αφορούν στην τυπολογία και ιδίως τη φωνολογία,
Έχει πάντως υπολογιστεί ότι οι βασικές ισόγλωσσες (ισόγλωσση είναι η γραμμή πάνω στο γεωγραφικό χάρτη, στο εσωτερικό της οποίας απαντά το ίδιο γλωσσικό φαινόμενο) είναι περίπου είκοσι. 'Ένα παράδειγμα. ανάμεσα στο 1200 με 900 η lωνική μετατρέπει το ινδοευρωπαϊκό μακρό α σε η (μάτηρ> μήτηρ).
'Όλες οι άλλες διάλεκτοι (ακόμη και η Αττική μετά τα ρ, ι, ε, υ: ώρα) το διατηρούν αναλλοίωτο.
Χάρτης με την κατανομή
των τεσσάρων διαλεκτικών ομάδων
των τεσσάρων διαλεκτικών ομάδων
κατά την ιστορική περίοδο.
Την Ιωνική λοιπόν μιλούσαν στον Ωρωπό, την Εύβοια, τις Κυκλάδες, στην ιωνική δωδεκάπολη της μικρασιατικής ακτής και των κατέναντι νήσων (Χίος, Σάμος, κ.ά.), καθώς βέβαια και στις πολυπληθείς αποικίες αυτών των πόλεων.
Οι Ίωνες ήταν φυλή ανήσυχη, ευκίνητη και καινοτόμος. Κατά συνέπεια και η διάλεκτος ήταν λιγότερο συντηρητική: αποσιώπηση του δίγαμμα (F), κατάργηση του δασέος πνεύματος και του δυϊκού.
Η Αττική, «η ανώτατη έκφραση του ανθρωπίνου γλωσσοπλαστικού δαιμονίου» (W. Schulze), δεν είναι ασφαλώς η πιο καλόβολη διάλεκτος. Η δυστροπία φαίνεται να είναι το δορυφόρημα της ομορφιάς.
Η προφορά, τα πολυπληθή μόρια -το άλας του λόγου- και η ποικίλη δράση των σημασιολογικών προσαρμογών θα πρέπει να προκαλούσαν δέος στους αλλόγλωσσους.
Ακόμη και ο Τύρταμος, που επονομάσθη Θεόφραστος για την ευγλωττία του, μολονότι και είχε ζήσει για χρόνια στην Αθήνα και καταγόταν από τη γειτονική Εύβοια, δεν ήταν σε θέση να μιμηθεί ανεπίληπτα την αττική προφορά. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αττικής είναι τα συμπλέγματα ττ αντί του σσ (θάλαττα, θάλαττα!) και ρρ αντί ρσ (άρρην αντί άρσην).
Η λεγόμενη ωστόσο αττική σύνταξη (τά παιδία παίζει: το «παιδομάνι») απαντά ήδη στον Όμηρο και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιομορφία διαλεκτική, αλλά υφολογική, όπως άλλωστε και το λεγόμενο αττικόν σχήμα (μάχομαι μάχην). Την Αιολική διάλεκτο μιλούσαν στη Θεσσαλία, στη Βοιωτία, στη Λέσβο και στην κατέναντι μικρασιατική ακτή.
Η Λέσβος στάθηκε γενναιόδωρη στην παγκόσμια ποίηση: εκεί τραγουδούσαν τον γλυκύπικρο έρωτα η Σαπφώ και τον λαθικάδεα οίνον ο Αλκαίος.
Τοπωνύμια («Αχαιών ακτή»), μύθοι για κτίσεις πόλεων, όπως η ίδρυση της Πάφου από τον Αρκάδα Αγαπήνορα, αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά προπάντων οι εντυπωσιακές ομοιότητες Κυπριακής και Αρκαδικής διαλέκτου (κάς: καί, -το καί είναι δωρικός τύπος που υιοθέτησαν και οι άλλες διάλεκτοι), μαρτυρούν ότι οι Αχαιοί είχαν αποικίσει και την Κύπρο.
Με την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου η επικοινωνία διακόπηκε, και η Κυπριακή διαφοροποιήθηκε από την Αρκαδική. Οι δύο διάλεκτοι, που συγκροτούν την Αρκαδοκυπριακή (ή νότια Αχαϊκή) μας είναι γνωστές μόνο από επιγραφές, ιδιωτικές και δημόσιες, και από «γλώσσες» (λ.χ. κόρζα: καρδία, στην Κυπριακή) στους λεξικογράφους. Σε περιοχές της Κύπρου είχε χρησιμοποιηθεί για αιώνες και μετά την εισαγωγή του φοινικικού αλφαβήτου μία ατελής γραφή, το «κυπριακόν συλλαβάριον».
Η Δωρική μιλιόταν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στη Μεγαρίδα, στα νησιά του νοτίου Αιγαίου (Κρήτη, Ρόδος, κ.ά.) στη μικρασιατική ακτή της Καρίας (Αλικαρνασσός, Κνίδος) και στις δωρικές αποικίες της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας.
Η διατήρηση του ινδοευρωπαϊκού α (το πιο ανοικτό φωνήεν) προσέδιδε στη διάλεκτο έναν ανυπόφορο για το αττικό τουλάχιστον αυτί πλατυασμό: τάν κεφαλάν καί μην τάν γραμμάν! -η μνημειώδης παράκληση του Αρχιμήδη.
Το πιο χαρακτηριστικό ωστόσο γνώρισμα είναι η κατάληξη του πρώτου πληθυντικού σε -μες αντί -μεν: νικώμες.
'Ένα από τα αρχαϊκότερα χαρακτηριστικά της Δωρικής είναι η διατήρηση του τ προ του ι: πέρυτι, είκοτι, δίδωτι.
Η Δωρική διατήρησε πάμπολλους αρχαϊσμούς στο λεξιλόγιό της, επί παραδείγματι το ρήμα βλώσκω του οποίου η μετοχή αορίστου έμολον απαθανατίστηκε στο περίπυστο μολών λαβέ.
Γενικά η Δωρική ήταν μια διάλεκτος βαριά, μονότονη, σταθερή και «αριστοκρατική» - κάτοπτρον της ψυχοσύστασης του λαού που τη μιλούσε.
Οι διάλεκτοι που μιλιόνταν στην Ήπειρο, Ακαρνανία, Αιτωλία, Λοκρίδα και Φωκίδα ονομάζονται με τον συλλογικό όρο Βορειοδυτική (ΒΔ). Ακόμη και το επιγραφικό υλικό (για λογοτεχνία ούτε λόγος) από τις περιοχές αυτές, που απέκτησαν μια παροδική σπουδαιότητα κατά την περίοδο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, είναι περιορισμένο.
Μόνο οι Έλληνες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς αγώνες.Όταν ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Α' (494-454), ο οποίος είχε συνεπικουρήσει ποικιλοτρόπως τους Έλληνες κατά τους Μηδικούς πολέμους, θέλησε να αγωνισθεί στην Ολυμπία, οι αντίπαλοί του εναντιώθηκαν προφασιζόμενοι ότι ήταν βάρβαρος. Ο Αλέξανδρος ο Α' ωστόσο, απέδειξε στους Ελλανοδίκες ότι η γενιά του κρατούσε από το Άργος και έλαβε μέρος στον αγώνα σταδίου.
Οι ενστάσεις όμως αυτές, ο χαρακτηρισμός του Φιλίππου ως βαρβάρου από τον Δημοσθένη, οι ελάχιστες φωνολογικές κυρίως ιδιομορφίες της Μακεδονικής διαλέκτου (Βερενίκη, Βαλακρός, δάνος αντί Φερενίκη, φαλακρός, θάνατος), αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες, παρέσυραν ένιους ερευνητές στην αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Μακεδόνων και της γλώσσας τους.
Όμως ήδη ο Γεώργιος Χατζιδάκις, αλλά και άλλοι επιφανείς γλωσσολόγοι και ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι, απέδειξαν με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι η Μακεδονική διάλεκτος ήταν ελληνική και μάλιστα συγγενής με τη ΒΔ.
Οι Μακεδόνες, ένας κλάδος της δωρικής φυλής κατά τον Ηρόδοτο (Vl, 56 και VIII, 43), καθυπέταξαν θρακικά και ιλλυρικά φύλα και ήταν φυσικό να δεχθούν κάποιες επιδράσεις στη διάλεκτό τους από τις γλώσσες των κατακτημένων λαών.
Το 1952 ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως αποκρυπτογράφος της αγγλικής αντικατασκοπίας κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε με τη συνεργασία του φιλολόγου John Chadwick να φωτίζει το μυστήριο των εγγράφων πήλινων πινακίδων, που είχαν ανακαλυφθεί στα μυκηναϊκά ανάκτορα της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας (1600-1250 π.Χ.). Οι αργιλώδεις αυτές πινακίδες διατηρήθηκαν εξαιτίας ακριβώς των εμπρησμών, που είχαν καταστρέψει τα κτίρια.
Η γραφή αυτή ονομάστηκε Γραμμική Β σε αντιδιαστολή με την αρχαιότερη Γραμμική Α, η οποία δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Η Γραμμική Β αποδίδει ατελέστατα (φαίνεται ότι είχε επινοηθεί για μια προελληνική γλώσσα) με 87 περίπου συλλαβογράμματα και αρκετά ιδεογράμματα μια διάλεκτο σχεδόν ενιαία σε όλα τα κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τα κείμενα είναι απλές απογραφές προσώπων (θεωνύμια, ανθρωπωνύμια), ζώων, αντικειμένων και προϊόντων, δηλαδή το αρχειακό υλικό της ανακτορικής γραφειοκρατίας.
Από λογοτεχνικά έργα, αν είχαν καταγραφεί, δεν διασώζεται ούτε ένας στίχος. Η Μυκηναϊκή διάλεκτος, που μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων έπαψε να μιλιέται και να γράφεται, είναι συγγενής της Πρωτο-αρκαδοκυπριακής, αλλά παρουσιάζει και εντυπωσιακές ομοιότητες με τα ιωνικά και την τεχνητή διάλεκτο των ομηρικών επών.
Η σημασία της για τη μελέτη της εξέλιξης της ελληνικής είναι μεγάλη, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει, σε σύγκριση με τις άλλες διαλέκτους, ένα χρονολογικό επίπεδο κατά τέσσερις με πέντε αιώνες παλαιότερο.
Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και η τέχνη της γραφής. Κατά τους σκοτεινούς αιώνες (1200-750) μόνο στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου χρησιμοποιούσαν κάποια ατελή συστήματα γραφής, όπως το κυπριακό συλλαβάριο. Τη νέα, αλφαβητική, όμως, γραφή εισήγαγαν έμποροι (Κρήτες; Ρόδιοι; Κύπριοι; Μιλήσιοι;) πιθανότατα από τη Φοινίκη.
Την καταγωγή του ελληνικού από το φοινικικό αλφάβητο μαρτυρούν οι ονομασίες (άλεφ > άλφα, κτλ.), η μορφή, η φωνητική αξία και η σειρά εμφανίσεως των γραμμάτων.
Για τη φοινικική προέλευση συνηγορούν επίσης η μαρτυρία του Ηροδότου (V, 58-61), η κατεύθυνση της γραφής στα αρχαιότερα μνημεία (επί τά λαιά) και εμμέσως η γραφική ύλη, εφόσον στην αρχαϊκή εποχή δεν απαντούν επιγραφές σε πήλινες πινακίδες.
Και ο τόπος και ο χρόνος εισαγωγής δεν μπορούν να προσδιοριστούν επακριβώς.
Είναι πολύ πιθανό η παραλαβή να έγινε σχεδόν ταυτοχρόνως σε πολλές περιοχές του ελληνισμού, επειδή ακριβώς το αλφάβητο δεν εμφανίζεται ομοιόμορφο παντού. Φυσικά οι Έλληνες επέφεραν περιορισμένες, αλλά αποφασιστικής σημασίας τροποποιήσεις, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η χρησιμοποίηση ορισμένων γραφημάτων για την απόδοση των φωνηέντων, που είναι (σε αντίθεση με τα σημιτικά) η βάση της γλώσσας τους.
Έτσι στο ελληνικό αλφάβητο κάθε γράφημα αντιπροσωπεύει και ένα φθόγγο. Το νέο λοιπόν οικονομικότατο, ακριβέστατο (πιστή φωνητική απόδοση) και ευκολομάθητο σύστημα γραφής (ένα επίτευγμα του αναλυτικού πνεύματος των Ελλήνων!) απλώθηκε ταχύτατα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και δεν παρέμεινε ως τέχνη απόκρυφη, όπως στην Αίγυπτο, μιας κάστας γραφέων.
Ο προφορικός λόγος σαγήνευε τους Έλληνες. Οι στρατηγοί αγόρευαν και πριν και μετά τη μάχη (παραίνεση, επικήδειος). Οι πολιτικοί ονομάζονταν ρήτορες. Ακόμη και ο ομηρικός Όλυμπος ήταν μια θορυβώδης δημοκρατία. Έτσι ώς το τέλος της κλασικής εποχής οι φωνές διαμαρτυρίας δεν έλειψαν. Ο Πλάτων, ο Ισοκράτης, ο Αλκιδάμας και άλλοι στοχαστές καταδίκαζαν τη γραφή, επειδή πίστευαν ότι αδυνατίζει τη μνήμη και ότι αποδίδει μόνο κατά προσέγγιση τον ενδιάθετο λόγο.
Εντούτοις η νέα αυτή εκρηκτική τεχνολογία είχε σε συνάρτηση με άλλους πολιτικοκοινωνικούς παράγοντες καθοριστικές επιπτώσεις σε καίριους τομείς της ζωής: υποκατέστησε με τον καιρό τη φυλετική εγκυκλοπαίδεια της συλλογικής μνήμης, που ήταν (επειδή δεν στηριζόταν στο μάτι, αλλά στο αυτί) επισφαλής και αναξιόπιστη, προώθησε την επιστήμη, επειδή το γραπτό κείμενο επιτρέπει τη συστηματική συναγωγή και τη συγκριτική ανάλυση του γνωστικού υλικού, συνεπικούρησε την κωδικοποίηση της νομοθεσίας οχυρώνοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, διευκόλυνε τις εμπορικές συναλλαγές, επέτρεψε και στα λαϊκά στρώματα να καρπωθούν τα αγαθά της εκπαίδευσης, περιόρισε τις διαλεκτικές διαφορές και τέλος βοήθησε στη διάδοση και στη διάσωση προπάντων της λογοτεχνίας.
Ακόμη και ο Τύρταμος, που επονομάσθη Θεόφραστος για την ευγλωττία του, μολονότι και είχε ζήσει για χρόνια στην Αθήνα και καταγόταν από τη γειτονική Εύβοια, δεν ήταν σε θέση να μιμηθεί ανεπίληπτα την αττική προφορά. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αττικής είναι τα συμπλέγματα ττ αντί του σσ (θάλαττα, θάλαττα!) και ρρ αντί ρσ (άρρην αντί άρσην).
Η λεγόμενη ωστόσο αττική σύνταξη (τά παιδία παίζει: το «παιδομάνι») απαντά ήδη στον Όμηρο και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιομορφία διαλεκτική, αλλά υφολογική, όπως άλλωστε και το λεγόμενο αττικόν σχήμα (μάχομαι μάχην). Την Αιολική διάλεκτο μιλούσαν στη Θεσσαλία, στη Βοιωτία, στη Λέσβο και στην κατέναντι μικρασιατική ακτή.
Η Λέσβος στάθηκε γενναιόδωρη στην παγκόσμια ποίηση: εκεί τραγουδούσαν τον γλυκύπικρο έρωτα η Σαπφώ και τον λαθικάδεα οίνον ο Αλκαίος.
Τοπωνύμια («Αχαιών ακτή»), μύθοι για κτίσεις πόλεων, όπως η ίδρυση της Πάφου από τον Αρκάδα Αγαπήνορα, αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά προπάντων οι εντυπωσιακές ομοιότητες Κυπριακής και Αρκαδικής διαλέκτου (κάς: καί, -το καί είναι δωρικός τύπος που υιοθέτησαν και οι άλλες διάλεκτοι), μαρτυρούν ότι οι Αχαιοί είχαν αποικίσει και την Κύπρο.
Με την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου η επικοινωνία διακόπηκε, και η Κυπριακή διαφοροποιήθηκε από την Αρκαδική. Οι δύο διάλεκτοι, που συγκροτούν την Αρκαδοκυπριακή (ή νότια Αχαϊκή) μας είναι γνωστές μόνο από επιγραφές, ιδιωτικές και δημόσιες, και από «γλώσσες» (λ.χ. κόρζα: καρδία, στην Κυπριακή) στους λεξικογράφους. Σε περιοχές της Κύπρου είχε χρησιμοποιηθεί για αιώνες και μετά την εισαγωγή του φοινικικού αλφαβήτου μία ατελής γραφή, το «κυπριακόν συλλαβάριον».
Η Δωρική μιλιόταν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στη Μεγαρίδα, στα νησιά του νοτίου Αιγαίου (Κρήτη, Ρόδος, κ.ά.) στη μικρασιατική ακτή της Καρίας (Αλικαρνασσός, Κνίδος) και στις δωρικές αποικίες της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας.
Η διατήρηση του ινδοευρωπαϊκού α (το πιο ανοικτό φωνήεν) προσέδιδε στη διάλεκτο έναν ανυπόφορο για το αττικό τουλάχιστον αυτί πλατυασμό: τάν κεφαλάν καί μην τάν γραμμάν! -η μνημειώδης παράκληση του Αρχιμήδη.
Το πιο χαρακτηριστικό ωστόσο γνώρισμα είναι η κατάληξη του πρώτου πληθυντικού σε -μες αντί -μεν: νικώμες.
'Ένα από τα αρχαϊκότερα χαρακτηριστικά της Δωρικής είναι η διατήρηση του τ προ του ι: πέρυτι, είκοτι, δίδωτι.
Η Δωρική διατήρησε πάμπολλους αρχαϊσμούς στο λεξιλόγιό της, επί παραδείγματι το ρήμα βλώσκω του οποίου η μετοχή αορίστου έμολον απαθανατίστηκε στο περίπυστο μολών λαβέ.
Γενικά η Δωρική ήταν μια διάλεκτος βαριά, μονότονη, σταθερή και «αριστοκρατική» - κάτοπτρον της ψυχοσύστασης του λαού που τη μιλούσε.
Οι διάλεκτοι που μιλιόνταν στην Ήπειρο, Ακαρνανία, Αιτωλία, Λοκρίδα και Φωκίδα ονομάζονται με τον συλλογικό όρο Βορειοδυτική (ΒΔ). Ακόμη και το επιγραφικό υλικό (για λογοτεχνία ούτε λόγος) από τις περιοχές αυτές, που απέκτησαν μια παροδική σπουδαιότητα κατά την περίοδο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, είναι περιορισμένο.
Μόνο οι Έλληνες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς αγώνες.Όταν ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Α' (494-454), ο οποίος είχε συνεπικουρήσει ποικιλοτρόπως τους Έλληνες κατά τους Μηδικούς πολέμους, θέλησε να αγωνισθεί στην Ολυμπία, οι αντίπαλοί του εναντιώθηκαν προφασιζόμενοι ότι ήταν βάρβαρος. Ο Αλέξανδρος ο Α' ωστόσο, απέδειξε στους Ελλανοδίκες ότι η γενιά του κρατούσε από το Άργος και έλαβε μέρος στον αγώνα σταδίου.
Οι ενστάσεις όμως αυτές, ο χαρακτηρισμός του Φιλίππου ως βαρβάρου από τον Δημοσθένη, οι ελάχιστες φωνολογικές κυρίως ιδιομορφίες της Μακεδονικής διαλέκτου (Βερενίκη, Βαλακρός, δάνος αντί Φερενίκη, φαλακρός, θάνατος), αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες, παρέσυραν ένιους ερευνητές στην αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Μακεδόνων και της γλώσσας τους.
Όμως ήδη ο Γεώργιος Χατζιδάκις, αλλά και άλλοι επιφανείς γλωσσολόγοι και ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι, απέδειξαν με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι η Μακεδονική διάλεκτος ήταν ελληνική και μάλιστα συγγενής με τη ΒΔ.
Οι Μακεδόνες, ένας κλάδος της δωρικής φυλής κατά τον Ηρόδοτο (Vl, 56 και VIII, 43), καθυπέταξαν θρακικά και ιλλυρικά φύλα και ήταν φυσικό να δεχθούν κάποιες επιδράσεις στη διάλεκτό τους από τις γλώσσες των κατακτημένων λαών.
Το 1952 ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως αποκρυπτογράφος της αγγλικής αντικατασκοπίας κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε με τη συνεργασία του φιλολόγου John Chadwick να φωτίζει το μυστήριο των εγγράφων πήλινων πινακίδων, που είχαν ανακαλυφθεί στα μυκηναϊκά ανάκτορα της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας (1600-1250 π.Χ.). Οι αργιλώδεις αυτές πινακίδες διατηρήθηκαν εξαιτίας ακριβώς των εμπρησμών, που είχαν καταστρέψει τα κτίρια.
Η γραφή αυτή ονομάστηκε Γραμμική Β σε αντιδιαστολή με την αρχαιότερη Γραμμική Α, η οποία δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Η Γραμμική Β αποδίδει ατελέστατα (φαίνεται ότι είχε επινοηθεί για μια προελληνική γλώσσα) με 87 περίπου συλλαβογράμματα και αρκετά ιδεογράμματα μια διάλεκτο σχεδόν ενιαία σε όλα τα κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τα κείμενα είναι απλές απογραφές προσώπων (θεωνύμια, ανθρωπωνύμια), ζώων, αντικειμένων και προϊόντων, δηλαδή το αρχειακό υλικό της ανακτορικής γραφειοκρατίας.
Από λογοτεχνικά έργα, αν είχαν καταγραφεί, δεν διασώζεται ούτε ένας στίχος. Η Μυκηναϊκή διάλεκτος, που μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων έπαψε να μιλιέται και να γράφεται, είναι συγγενής της Πρωτο-αρκαδοκυπριακής, αλλά παρουσιάζει και εντυπωσιακές ομοιότητες με τα ιωνικά και την τεχνητή διάλεκτο των ομηρικών επών.
Η σημασία της για τη μελέτη της εξέλιξης της ελληνικής είναι μεγάλη, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει, σε σύγκριση με τις άλλες διαλέκτους, ένα χρονολογικό επίπεδο κατά τέσσερις με πέντε αιώνες παλαιότερο.
Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και η τέχνη της γραφής. Κατά τους σκοτεινούς αιώνες (1200-750) μόνο στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου χρησιμοποιούσαν κάποια ατελή συστήματα γραφής, όπως το κυπριακό συλλαβάριο. Τη νέα, αλφαβητική, όμως, γραφή εισήγαγαν έμποροι (Κρήτες; Ρόδιοι; Κύπριοι; Μιλήσιοι;) πιθανότατα από τη Φοινίκη.
Την καταγωγή του ελληνικού από το φοινικικό αλφάβητο μαρτυρούν οι ονομασίες (άλεφ > άλφα, κτλ.), η μορφή, η φωνητική αξία και η σειρά εμφανίσεως των γραμμάτων.
Για τη φοινικική προέλευση συνηγορούν επίσης η μαρτυρία του Ηροδότου (V, 58-61), η κατεύθυνση της γραφής στα αρχαιότερα μνημεία (επί τά λαιά) και εμμέσως η γραφική ύλη, εφόσον στην αρχαϊκή εποχή δεν απαντούν επιγραφές σε πήλινες πινακίδες.
Και ο τόπος και ο χρόνος εισαγωγής δεν μπορούν να προσδιοριστούν επακριβώς.
Ως αρχαιότερες επιγραφές πάντως θεωρούνται η οινοχόη του Διπύλου (735-725) και το ποτήριον του Νέστορος (740-720).
Είναι πολύ πιθανό η παραλαβή να έγινε σχεδόν ταυτοχρόνως σε πολλές περιοχές του ελληνισμού, επειδή ακριβώς το αλφάβητο δεν εμφανίζεται ομοιόμορφο παντού. Φυσικά οι Έλληνες επέφεραν περιορισμένες, αλλά αποφασιστικής σημασίας τροποποιήσεις, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η χρησιμοποίηση ορισμένων γραφημάτων για την απόδοση των φωνηέντων, που είναι (σε αντίθεση με τα σημιτικά) η βάση της γλώσσας τους.
Έτσι στο ελληνικό αλφάβητο κάθε γράφημα αντιπροσωπεύει και ένα φθόγγο. Το νέο λοιπόν οικονομικότατο, ακριβέστατο (πιστή φωνητική απόδοση) και ευκολομάθητο σύστημα γραφής (ένα επίτευγμα του αναλυτικού πνεύματος των Ελλήνων!) απλώθηκε ταχύτατα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και δεν παρέμεινε ως τέχνη απόκρυφη, όπως στην Αίγυπτο, μιας κάστας γραφέων.
Ο προφορικός λόγος σαγήνευε τους Έλληνες. Οι στρατηγοί αγόρευαν και πριν και μετά τη μάχη (παραίνεση, επικήδειος). Οι πολιτικοί ονομάζονταν ρήτορες. Ακόμη και ο ομηρικός Όλυμπος ήταν μια θορυβώδης δημοκρατία. Έτσι ώς το τέλος της κλασικής εποχής οι φωνές διαμαρτυρίας δεν έλειψαν. Ο Πλάτων, ο Ισοκράτης, ο Αλκιδάμας και άλλοι στοχαστές καταδίκαζαν τη γραφή, επειδή πίστευαν ότι αδυνατίζει τη μνήμη και ότι αποδίδει μόνο κατά προσέγγιση τον ενδιάθετο λόγο.
Εντούτοις η νέα αυτή εκρηκτική τεχνολογία είχε σε συνάρτηση με άλλους πολιτικοκοινωνικούς παράγοντες καθοριστικές επιπτώσεις σε καίριους τομείς της ζωής: υποκατέστησε με τον καιρό τη φυλετική εγκυκλοπαίδεια της συλλογικής μνήμης, που ήταν (επειδή δεν στηριζόταν στο μάτι, αλλά στο αυτί) επισφαλής και αναξιόπιστη, προώθησε την επιστήμη, επειδή το γραπτό κείμενο επιτρέπει τη συστηματική συναγωγή και τη συγκριτική ανάλυση του γνωστικού υλικού, συνεπικούρησε την κωδικοποίηση της νομοθεσίας οχυρώνοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, διευκόλυνε τις εμπορικές συναλλαγές, επέτρεψε και στα λαϊκά στρώματα να καρπωθούν τα αγαθά της εκπαίδευσης, περιόρισε τις διαλεκτικές διαφορές και τέλος βοήθησε στη διάδοση και στη διάσωση προπάντων της λογοτεχνίας.
Όμως και μετά την εισαγωγή του αλφαβήτου η λογοτεχνία διατήρησε εν μέρει τον προφορικό της χαρακτήρα. συχνότατα η «δημοσίευση» ενός έργου συνίστατο στην απαγγελία και την απομνημόνευσή του από τους παρόντες.
Ακόμη και όταν ολοκληρώθηκε η κάθοδος των ελληνικών φυλών, η γλώσσα παρέμεινε κατατμημένη διαλέκτους. Ωστόσο οι διαφορές δεν δυσχέραιναν τη συνεννόηση ανάμεσα στις ποικίλες διαλεκτικές ομάδες. Οι έφοροι της Σπάρτης για παράδειγμα ενδέχεται να δυσφορούσαν με τη ρητορική εκζήτηση και την πολυλογία των Αθηναίων πρεσβευτών, αλλά πάντως κατανοούσαν αν είχαν τεταμένη την προσοχή τους, πλήρως τα αττικά, και αντιστρόφως.
Ακόμη και όταν ολοκληρώθηκε η κάθοδος των ελληνικών φυλών, η γλώσσα παρέμεινε κατατμημένη διαλέκτους. Ωστόσο οι διαφορές δεν δυσχέραιναν τη συνεννόηση ανάμεσα στις ποικίλες διαλεκτικές ομάδες. Οι έφοροι της Σπάρτης για παράδειγμα ενδέχεται να δυσφορούσαν με τη ρητορική εκζήτηση και την πολυλογία των Αθηναίων πρεσβευτών, αλλά πάντως κατανοούσαν αν είχαν τεταμένη την προσοχή τους, πλήρως τα αττικά, και αντιστρόφως.
Οι παρεξηγήσεις φυσικά υπερτονίζονταν από τους κωμωδιογράφοuς.
Διαφορές άλλου είδους ωστόσο υπήρχαν και ανάμεσα στους ομόγλωσσους.
Η κοινωνική προέλευση, το μορφωτικό επίπεδο, το επιτήδευμα, ακόμη και το φύλο προσδιόριζαν το επίπεδο χρήσης της γλώσσας.
Διαφορές άλλου είδους ωστόσο υπήρχαν και ανάμεσα στους ομόγλωσσους.
Η κοινωνική προέλευση, το μορφωτικό επίπεδο, το επιτήδευμα, ακόμη και το φύλο προσδιόριζαν το επίπεδο χρήσης της γλώσσας.
Ασφαλώς δεν μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο ο αστός και ο χωρικός, η ιέρεια και η πόρνη, ο σοφιστής και ο ιχθυοπώλης, η έγκλειστη στο γυναικωνίτη και ο ρήτορας. «Απόσταση ασφαλείας» από τον φυσικό λόγο τηρούσε και η γλώσσα της κρατικής γραφειοκρατίας.
Το λεξιλόγιο της γλώσσας του κράτους (νόμοι, ψηφίσματα, συνθήκες) ήταν αρχαιοπινές, η τυπολογία αρχαϊκή, η σύνταξη βαρειά και περίπλοκη. Πάντοτε η γλώσσα της εξουσίας είναι άκαμπτη, παγερή, απρόσωπη και κανονιστική.
Του έντεχνου πεζού λόγου, που εκφράζοντας ιδέες απευθύνεται στη διάνοια, προηγείται η ποίηση που εκμεταλλευόμενη τη μουσικότητα των λέξεων αποκαλύmει συναισθήματα και σαγηνεύει την ψυχή. Η ποίηση υπακούει βέβαια σε αυστηρούς μορφικούς κανόνες, αλλά η στάση της έναντι της καθομιλουμένης είναι αυθάδης: συστέλλει ή διαστέλλει το σημασιολογικό εύρος των λέξεων, επινοεί αλλόκοτες ονοματοποιίες, αρέσκεται σε εκφραστικούς πρωτογονισμούς (μετωνυμίες, μεταφορές), ανασύρει από τη λήθη αραχνιασμένα λεξίδια, υπονομεύει τις παγιωμένες συντακτικές δομές, μεταλλάσσει ακόμη και την τυπολογία. Από τον 8ο αι. αρχίζουν να εμφανίζονται τα διάφορα είδη της ποίησης. Οι δημιουργoί τους είναι πλέον επώνυμοι, αλλά τουλάχιστον οι επικοί και οι Λυρικοί οφείλουν πολλά στους ανώνυμους προπάτορες της λαϊκής παράδοσης. Στην ελληνική ποίηση παρουσιάζεται τούτο το ανεπανάληπτο στην παγκόσμια λογοτεχνία: εξαιρέσει του μέλους και εν μέρει του επιγράμματος τα ποιητικά είδη, καθώς και ορισμένα του πεζού λόγου, είναι συνδεδεμένα εφ’ όρου ζωής με τη διάλεκτο στην οποία γεννήθηκαν! Ο ποιητής λοιπόν ήταν υποχρεωμένος ανεξαρτήτως του τόπου της καταγωγής του να συνθέτει στη διάλεκτο του είδους που καλλιεργούσε.
Ο χορικός επί παραδείγματι και αν ακόμη ήταν Ίωνας ή Βοιωτός έγραφε στα δωρικά.
Παρά το γεγονός ότι η διάλεκτος ήταν δεδομένη, ο ποιητής είχε την ευχέρεια να σφραγίσει το έργο του με το προσωπικό του ύφος. Όλες ωστόσο οι λογοτεχνικές διάλεκτοι είχαν πανελλήνια εμβέλεια ίσως επειδή ακριβώς ήταν τεχνητές. Έτσι ο Σπαρτιάτης πολεμιστής κατανοούσε ασφαλώς τις ελεγείες του Τυρταίου μολονότι είχαν συντεθεί στην Ιωνική διάλεκτο.
«Ο κόσμος γεννιέται. Ο Όμηρος τραγουδά» - λάθος. τα ομηρικά ποιήματα δεν είναι η τέχνη του ευγενούς πρωτόγονου, αλλά ένα πολυσύνθετο καλλιτέχνημα που συνιστά την κορύφωση μιας μακρόχρονης παράδοσης. Βάση του ομηρικού ιδιώματος είναι η Ιωνική, που εμπλουτίζεται με στοιχεία κυρίως από την Αιολική (η αρχική γλώσσα του έπους, αλλά και από την Αρκαδοκυπριακή, ακόμη και από την Αττική διάλεκτο (εωσφόρος: ο Αυγερινός).
Σημαντικό ποσοστό του επικού πλούτου (περίπου 9.000 λέξεις, εκ των οποίων 2.700 είναι άπαξ ευρημένα) είναι παραδοσιακό: κοσμητικά επίθετα, σπάνιες και δυσνόητες λέξεις («γλώσσαι») και λογότυποι, δηλαδή συμπλοκές λέξεων που απαντούν κατά κανόνα σε καθορισμένες θέσεις του στίχου. Λογοτυπικό χαρακτήρα έχουν και στίχοι ολόκληροι (ήμος δ' ήριγένεια φάνη ροδοδάκτυλος Ηώς) ή ακόμη και νοηματικές ενότητες, όπως είναι οι περιγραφές γευμάτων και οπλισμού των πολεμιστών. Η ομηρική λοιπόν διάλεκτος είναι μια γλώσσα τεχνητή (Kunstsprache») που δεν μιλήθηκε ποτέ, αλλά που στάθηκε το ανεξάντλητο θησαύρισμα για όλη τη μεταγενέστερη λογοτεχνία.
Ο Αισχύλος θεωρούσε, προφανώς και από γλωσσική άποψη, τις τραγωδίες του ψίχουλα από τα πλούσια ομηρικά δείπνα. Ο Στησίχορος, ο Πλάτων, ακόμη και ο lουδαίος ιστοριογράφος Ιώσηπος (1ος αι. μ.Χ.) και πάμπολλοι άλλοι ήταν Ομήρου ζηλωτές.
Η θρηνωδία για τα χτυπήματα της μοίρας, η εμψύχωση του πολεμιστή που πορεύεται την ανεπίστροφο οδό της αρετής, οι. πολιτικές υποθήκες, ο έρωτας και οι χαρές του συμποσίου είναι τα θέματα της ελεγείας. Η γλώσσα της είναι η Ιωνική με πολλά επικά στοιχεία, αυτούσια ή μετασχηματισμένα.
Όσο καιρό το επίγραμμα είναι μνημειακό, χαράσσεται δηλαδή πάνω στον τάφο ή το ανάθημα, η γλώσσα του βασίζεται βέβαια στην επιχώρια διάλεκτο, αλλά για τις ανάγκες του μέτρου υιοθετεί και ορισμένους επικούς τύπους. Όταν όμως αποσπάται από το μνημείο και αποβαίνει αυτόνομο λογοτεχνικό είδος για απαγγελία σε κλειστό κύκλο επαϊόντων, τότε η γλώσσα του προσεγγίζει ακόμη πιο πολύ την Επική διάλεκτο.
Σε αντίθεση με την ελεγεία και το επίγραμμα, που είναι απότοκα του έπους από θεματολογική, γλωσσική και από μετρική άποψη (το ελεγειακό δίστιχο είναι παραλλαγή του εξαμέτρου), η ιαμβική ποίηση αρέσκεται στην ταπεινή θεματογραφία, η γλώσσα της δεν αφίσταται πολύ από την καθομιλουμένη Ιωνική, και το μέτρο της ακολουθεί το φυσικό ρυθμό εκφοράς του καθημερινού πεζού λόγου. Ενίοτε υιοθετεί και επικούς τύπους, αλλά πολύ συχνά καταφεύγει και στην αυχμηρή, απελέκητη και ζωηρή γλώσσα των λαϊκών στρωμάτων.
Η επική ποίηση απαγγελλόταν. Η εκφορά της ιαμβικής και ελεγειακής κατείχε ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην απαγγελία και το τραγούδι. Με τον όρο «λυρική» οι Αλεξανδρινοί τουλάχιστον χαρακτήριζαν την ποίηση που συνοδευόταν από μουσική λύρας ή και αυλού.
Το ένα είδος λυρικής ποίησης είναι το μέλος ή μονωδία (solo). Ο ποιητής κρούει τη λύρα του και τραγουδά σύντομες συνθέσεις εκφράζοντας τα μυχιαίτατα συναισθήματά του για τον έρωτα, την πολιτική, τη ζωή και το θάνατο.
Η ποίηση αυτή είναι πολύ προσωπική και γι' αυτό το λόγο γλώσσα της είναι η επιχώρια διάλεκτος, η γλώσσα δηλαδή που ψέλλισε στην αγκαλιά της μητρός του ο ποιητής.
Έτσι η Σαπφώ γράφει στα αιολικά της Λέσβου, η Κόριννα στα βοιωτικά, ο Ανακρέων στα ιωνικά. Εξυπακούεται πάντως ότι ο ποιητής είχε το χάρισμα από τον απέραντο λειμώνα του προφορικού λόγου να συλλέγει τα λεπτότερα και τα ευωδέστερα άνθη ή ακόμη και να μεταμορφώνει την τσουκνίδα σε μελίλωτο ανθεμώδη...
Το άλλο είδος, η χορική ποίηση είναι η πλήρης καλλιτεχνική έκφραση που συνδυάζει μουσική, χορό και τραγούδι. Το μεγαλόπρεπο και αυστηρό αυτό είδος προϋποθέτει υποταγή του ατόμου στο σύνολο και γι' αυτό το λόγο βλάστησε σε δωρικές περιοχές, αρχικά στη Σπάρτη. Η γλώσσα συνεπώς της χορικής ποίησης είναι η Δωρική, αλλά μια Δωρική που δεν μιλήθηκε ποτέ από τον τραχύ πολεμιστή της Σπάρτης και τον αιγοβοσκό των Μεγάρων. Πρόκειται για ένα ιδίωμα τεχνητό με βάση Δωρική, αλλά και με πολλές προσμίξεις από την Επικοϊωνική και την Αιολική.
Το αιολικό στοιχείο είναι κατάλοιπο της επίδρασης που άσκησαν οι Λέσβιοι αοιδοί (Τέρπανδρος, Αρίων, κ.ά.) στη διαμόρφωση του χορικού άσματος.
Φυσικά η υπερτοπική αυτή δωρίδα δεν είναι ενιαία. ο καθένας από τους μεγάλους χορικούς ποιητές (Αλκμάν, Στησίχορος, Ίβυκος, Πίνδαρος, Σιμωνίδης, Βακχυλίδης) εξευρίσκει τρόπους να διαφοροποιηθεί από τους ομοτέχνους-αντιτέχνους του: ο ένας προτιμά τον τύπο Μώσα, ο άλλος το Μοίσα, ο τρίτος το Μωα!
Την άνοιξη είναι οι μέρες οι σκληρές. Η φύση θάλλει, αλλά οι προμήθειες έχουν σχεδόν αναλωθεί, και η νέα σοδειά είναι όπως πάντα επισφαλής. Οι δυνάμεις των αγρών και ιδιαίτερα ο θεός «πάσης υγράς φύσεως», ο Διόνυσος, ήταν ανάγκη να τιμηθούν με οργιαστικούς χορούς και αυτοσχέδια άσεμνα τραγούδια. Στο διθύραμβο (το χορικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου) που βλάστησε στην Πελοπόννησο αναζητούν πολλοί τις ρίζες της τραγωδίας.
Το τρυφερό διφυές βλαστάρι που μεταφυτεύθηκε στην Αττική διατήρησε και όταν ακόμη είχε θεριέψει ίχνη από τα πρωταρχικά του γλωσσικά χαρακτηριστικά: την ιωνική απόχρωση στα διαλογικά μέρη και έναν έντονο δωρικό χρωματισμό στα χορικά. Στην πλήρη πάντως ανάπτυξή της η γλώσσα της τραγωδίας είναι ένα σεσοφισμένο τεχνούργημα. Στον διάλογο τον τόνο δίνει η εξελισσόμενη Αττική. Με τον καιρό η καθομιλουμένη διεκδικεί τα δικαιώματά της και σ' αυτό το σεμνοπρεπέστατο ποιητικό είδος.
Όμως επειδή το βασικό θεματικό υλικό δεν το παρέχουν πια τα πάθη του Διονύσου («ουδέν πρός Διόνυσον»), αλλά τα ηρωικά έπη, είναι φυσικό στο στημόνι της Αττικής να επικάθεται το επικό (λεξιλογικό κυρίως) υφάδι. Ως διακοσμητικά μοτίβα απαντούν ιωνισμοί (ο ίαμβος άλλωστε, το μέτρο των διαλογικών μερών, είχε ιωνική προέλευση), κατά κανόνα λογοτεχνικοί υπαινιγμοί, και δωρισμοί - ένας τους μάλιστα βγάζει μάτι. το μη καθαρό μακρό α στη θέση του αττικού η.
Η γλωσσική διαστρωμάτωση στα χορικά είναι ακόμη περιπλοκότερη.
Πάντως εδώ το δωρικό χρώμα διατηρείται εντονότερο.
Την εύρεση της κωμωδίας διεκδικούσαν και οι Δωριείς. Ο Επίχαρμος ο Συρακούσιος, ένας ιατροφιλόσοφος πυθαγόρειας κατευθύνσεως, φαίνεται ότι περισυνέλεξε από τους δρόμους και τις αγορές την αυτοσχεδιαστική και χονδροειδή σικελική φάρσα και την ύψωσε «πολλά προσφιλοτεχνήσας» σε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος. Τα θέματα της κατωιταλικής κωμωδίας είναι θεοί και ήρωες, ανθρώπινοι τύποι (ο παράσιτος, ο αγροίκος) και φιλοσοφικές ιδέες (Λόγος και Λογίνα).
Σε εύρυθμο πεζό λόγο συνέθετε ο Σώφρων τους μίμους του, που θαύμασε και μιμήθηκε στους διαλόγους του ο Πλάτων. Η γλώσσα της κατωιταλικής κωμωδίας ήταν η δωρική Κοινά που είχε ως βάση της το ιδίωμα των Συρακουσών, της πολυπληθέστερης την κλασική εποχή ελληνικής πόλης.
Η Κοινά αυτή παρουσίαζε σε σχέση με τα δωρικά της μητροπολιτικής Ελλάδας ορισμένες ιδιοτυπίες, γενικά όμως απέφευγε τους αρχαϊσμούς και έρρεπε προς την απλοποίηση.
Ο άνθρωπος του πλήθους θαυμάζει το υπερβάλλον τη νοημοσύνη του. Όμως για να γελάσει, το αστείο πρέπει να το κατανοεί παρευθύς. Η γλώσσα της αττικής κωμωδίας ελάχιστα διαφοροποιείται από την καθομιλουμένη της μεσαίας και ανώτερης τάξης. Από τη φύση της ωστόσο η κωμωδία είναι πανδέκτρια. Όλα είναι ευπρόσδεκτα: και τα μινυρίσματα των βρεφυλίων, και τα επιφωνήματα της γυναικούλας, και οι αρρητολογίες των πορνείων, και οι βαναυσολογίες του λιμανιού, αλλά και η σεμνολογία του έπους, (η «οφρυόεσσα αοιδή» της τραγωδίας) και οι λογοδαίδαλοι της υψηλής διανόησης. Έτσι το έργο του Αριστοφάνη και των άλλων κωμωδιογράφων βρίθει από κακέμφατα, βρισιές (έρρε ές κόρακας), αγοραίες εκφράσεις (ουδέ γρύ), υποκοριστικά (πυγίδιον), μεγεθυντικά -όλα εκείνα τα ηδύσματα του λόγου που προκαλούν αμηχανία στους γραμματοδιδασκάλους και στους εκπροσώπους των αρχών. Συχνότατα επίσης η κωμωδία εκμεταλλεύεται στο έπακρον τις ιδιοτυπίες των άλλων διαλέκτων και τα αξιοθρήνητα ελληνικούλια βαρβάρων και δούλων.
Κορύφωση της αριστοφάνειας λογοπλασίας αποτελούν οι λέξεις-σαρανταποδαρούσες, οι ονοματοποιίες (βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ) και τα γλωσσικά τερατουργήματα του τύπου: πομφολυγοπάφλασμα!
Τις καθημερινές ανάγκες επικοινωνίας εξυπηρετεί κατά την αρχαϊκή εποχή η επιχώρια διάλεκτος. Τα κινήματα της ψυχής και τους μετεωρισμούς της φαντασίας αποτυπώνουν οι (τεχνητές) λογοτεχνικές διάλεκτοι, Ο έντεχνος πεζός λόγος, η τεχνουργημένη δηλαδή πρόζα, αναπτύσσεται για να καλύψει τις ανάγκες της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Και επειδή οι δύο αυτοί τομείς του επιστητού αναmύχθηκαν στην Ιωνία, η γλώσσα του πρώιμου πεζού λόγου είναι η Κοινή Ιωνική, δηλαδή ο συγκερασμός των τοπικών διαλέκτων της ιωνικής δωδεκάπολης.
Η ιστοριογραφία έχει τις ρίζες της σε λαϊκές αφηγήσεις για «κτίσεις» πόλεών, σε γενεαλογικά δέντρα, σε κρατικά αρχεία, σε καταλόγους ολυμπιονικών (776 ο πρώτος), επωνύμων αρχόντων (638 ο πρώτος στην Αθήνα) και ιερέων.
Πρώτος «λογογράφος» -έτσι επονομάζονται οι πρόδρομοι της ιστοριογραφίας- είναι ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, που συνέγραψε σε ατόφια Ιωνική («ακράτω Ιάδι καί ού μεμιγμένη») γενεαλογίες και σχεδίασε ένα χάρτη της Γης.
Αν και δεν ήταν Ίωνες εκ καταγωγής εντούτοις στην Ιωνική συνέγραψαν και ο Ακουσίλαος ο Αργείος και ο Αντίοχος ο Συρακόσιος και ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος.
Ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστοριογραφίας, δραματοποιεί σ' ένα έργο μεγάλης πνοής τη στρατιωτική και ιδεολογική σύγκρουση Ασίας και Ελλάδας. Η καλοκαγαθία του μέτρου και η ευνομία συντρίβουν την ύβρη και τον πλούτο της ασιατικής δεσποτείας. Το μέγεθος του εγχειρήματος απαιτεί σαφή διαφοροποίηση και από τη γλώσσα και από τον τρόπο γραφής (παρατακτική απλοϊκότητα) των λογογράφων. Ο ιστορικός υιοθετεί μια γλώσσα «μεμιγμένη» με βάση τη διάλεκτο της Μιλήτου. Ο αρχαίος πίνος προσδίδεται με ομηρισμούς και δάνεια από την τραγωδία. Η σύνταξη χωρίς να είναι συνεστραμμένη έχει επηρεαστεί από τα τεχνάσματα των σοφιστών.
Στην Ιωνική διατυπώνουν τις επιστημονικές τους ανακαλύψεις, τους αφορισμούς τους και τις διδαχές τους οι πρώτοι φυσιολόγοι και φιλόσοφοι, που είναι γνωστοί με τον συνοπτικό όρο Προσωκρατικοί. Ορισμένοι βέβαια απ' αυτούς (Εμπεδοκλής, Παρμενίδης, Ξενοφάνης) επιμένουν να φιλοσοφούν εμμέτρως. Στην Ιωνική έχουν συνταχθεί και οι ιατροφιλοσοφικές πραγματείες που συγκροτούν το «ιπποκρατικό σώμα», μολονότι ο αρχηγέτης της σχολής, ο Ιπποκράτης, κατάγεται από τη δωρική Κω. Η σαφήνεια, η λιτότητα και η ακριβολογία καθιστούν τη γλώσσα αυτή άριστο όργανο επιστημονικής έκθεσης.
Αρχικά λοιπόν η Ιωνική φαινόταν ότι συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις να καθιερωθεί ως πανελλήνια γλώσσα του έντεχνου πεζού λόγου. Όμως η ραγδαία πολιτική και οικονομική ανάπτυξη των Αθηνών μετά τους Μηδικούς πολέμους δίνουν το προβάδισμα στην Αττική. Οι πρωτοπόροι τεχνίτες είναι αλλοδαποί: ο Θρασύβουλος ο Χαλκηδόνιος, που εισηγήθηκε τη ρυθμική διάρθρωση του λόγου σε κώλα (πιθανότατα κατά το πρότυπο των στροφικών συνθέσεων σε κώλα του Στησιχόρου του Ιμεραίου), ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος και ο Γοργίας, ο Λεοντίνος, που κατέπληξε ως απεσταλμένος της πατρίδας του με τα ρητορικό του σχήματα (τα «γοργίεια») το αθηναϊκό κοινό.
Ο έντεχνος αττικός πεζός λόγος υπηρετεί τρία λογοτεχνικά είδη (και τις παραφυάδες τους), την ιστοριογραφία, τη φιλοσοφία και τη ρητορική. Ο Θουκυδίδης είναι ο θεμελιωτής της φιλοσόφου και επιστημονικής ιστοριογραφίας. Η γλώσσα του είναι η παλαιά ατθίδα, της οποiας κύρια χαρακτηριστικά είναι: ξυν αντί σύν, θάλασσα αντί θάλαπα, ές αντί είς, θαρσώ αντί θαρρώ. Ποτέ συγγραφέας δεν είπε τόσα πολλά και τόσο βαθυστόχαστα με τόσο λίγες λέξεις! Το ύφος του είναι άπλαστο, ανηθοποίητο, τραχύ, ασύμμετρο, πυκνό και ασαφές -τα γνωρίσματα εκείνα που προσιδιάζουν στον μεγαλοπρεπή και υψηλό χαρακτήρα του λόγου. Το ύφος αυτό ήταν σύμμετρο με το μέγεθοs και τη βαρύτητα του πολέμου που σπάραζε 'την Ελλάδα.
Του έντεχνου πεζού λόγου, που εκφράζοντας ιδέες απευθύνεται στη διάνοια, προηγείται η ποίηση που εκμεταλλευόμενη τη μουσικότητα των λέξεων αποκαλύmει συναισθήματα και σαγηνεύει την ψυχή. Η ποίηση υπακούει βέβαια σε αυστηρούς μορφικούς κανόνες, αλλά η στάση της έναντι της καθομιλουμένης είναι αυθάδης: συστέλλει ή διαστέλλει το σημασιολογικό εύρος των λέξεων, επινοεί αλλόκοτες ονοματοποιίες, αρέσκεται σε εκφραστικούς πρωτογονισμούς (μετωνυμίες, μεταφορές), ανασύρει από τη λήθη αραχνιασμένα λεξίδια, υπονομεύει τις παγιωμένες συντακτικές δομές, μεταλλάσσει ακόμη και την τυπολογία. Από τον 8ο αι. αρχίζουν να εμφανίζονται τα διάφορα είδη της ποίησης. Οι δημιουργoί τους είναι πλέον επώνυμοι, αλλά τουλάχιστον οι επικοί και οι Λυρικοί οφείλουν πολλά στους ανώνυμους προπάτορες της λαϊκής παράδοσης. Στην ελληνική ποίηση παρουσιάζεται τούτο το ανεπανάληπτο στην παγκόσμια λογοτεχνία: εξαιρέσει του μέλους και εν μέρει του επιγράμματος τα ποιητικά είδη, καθώς και ορισμένα του πεζού λόγου, είναι συνδεδεμένα εφ’ όρου ζωής με τη διάλεκτο στην οποία γεννήθηκαν! Ο ποιητής λοιπόν ήταν υποχρεωμένος ανεξαρτήτως του τόπου της καταγωγής του να συνθέτει στη διάλεκτο του είδους που καλλιεργούσε.
Ο χορικός επί παραδείγματι και αν ακόμη ήταν Ίωνας ή Βοιωτός έγραφε στα δωρικά.
Παρά το γεγονός ότι η διάλεκτος ήταν δεδομένη, ο ποιητής είχε την ευχέρεια να σφραγίσει το έργο του με το προσωπικό του ύφος. Όλες ωστόσο οι λογοτεχνικές διάλεκτοι είχαν πανελλήνια εμβέλεια ίσως επειδή ακριβώς ήταν τεχνητές. Έτσι ο Σπαρτιάτης πολεμιστής κατανοούσε ασφαλώς τις ελεγείες του Τυρταίου μολονότι είχαν συντεθεί στην Ιωνική διάλεκτο.
«Ο κόσμος γεννιέται. Ο Όμηρος τραγουδά» - λάθος. τα ομηρικά ποιήματα δεν είναι η τέχνη του ευγενούς πρωτόγονου, αλλά ένα πολυσύνθετο καλλιτέχνημα που συνιστά την κορύφωση μιας μακρόχρονης παράδοσης. Βάση του ομηρικού ιδιώματος είναι η Ιωνική, που εμπλουτίζεται με στοιχεία κυρίως από την Αιολική (η αρχική γλώσσα του έπους, αλλά και από την Αρκαδοκυπριακή, ακόμη και από την Αττική διάλεκτο (εωσφόρος: ο Αυγερινός).
Σημαντικό ποσοστό του επικού πλούτου (περίπου 9.000 λέξεις, εκ των οποίων 2.700 είναι άπαξ ευρημένα) είναι παραδοσιακό: κοσμητικά επίθετα, σπάνιες και δυσνόητες λέξεις («γλώσσαι») και λογότυποι, δηλαδή συμπλοκές λέξεων που απαντούν κατά κανόνα σε καθορισμένες θέσεις του στίχου. Λογοτυπικό χαρακτήρα έχουν και στίχοι ολόκληροι (ήμος δ' ήριγένεια φάνη ροδοδάκτυλος Ηώς) ή ακόμη και νοηματικές ενότητες, όπως είναι οι περιγραφές γευμάτων και οπλισμού των πολεμιστών. Η ομηρική λοιπόν διάλεκτος είναι μια γλώσσα τεχνητή (Kunstsprache») που δεν μιλήθηκε ποτέ, αλλά που στάθηκε το ανεξάντλητο θησαύρισμα για όλη τη μεταγενέστερη λογοτεχνία.
Ο Αισχύλος θεωρούσε, προφανώς και από γλωσσική άποψη, τις τραγωδίες του ψίχουλα από τα πλούσια ομηρικά δείπνα. Ο Στησίχορος, ο Πλάτων, ακόμη και ο lουδαίος ιστοριογράφος Ιώσηπος (1ος αι. μ.Χ.) και πάμπολλοι άλλοι ήταν Ομήρου ζηλωτές.
Η θρηνωδία για τα χτυπήματα της μοίρας, η εμψύχωση του πολεμιστή που πορεύεται την ανεπίστροφο οδό της αρετής, οι. πολιτικές υποθήκες, ο έρωτας και οι χαρές του συμποσίου είναι τα θέματα της ελεγείας. Η γλώσσα της είναι η Ιωνική με πολλά επικά στοιχεία, αυτούσια ή μετασχηματισμένα.
Όσο καιρό το επίγραμμα είναι μνημειακό, χαράσσεται δηλαδή πάνω στον τάφο ή το ανάθημα, η γλώσσα του βασίζεται βέβαια στην επιχώρια διάλεκτο, αλλά για τις ανάγκες του μέτρου υιοθετεί και ορισμένους επικούς τύπους. Όταν όμως αποσπάται από το μνημείο και αποβαίνει αυτόνομο λογοτεχνικό είδος για απαγγελία σε κλειστό κύκλο επαϊόντων, τότε η γλώσσα του προσεγγίζει ακόμη πιο πολύ την Επική διάλεκτο.
Σε αντίθεση με την ελεγεία και το επίγραμμα, που είναι απότοκα του έπους από θεματολογική, γλωσσική και από μετρική άποψη (το ελεγειακό δίστιχο είναι παραλλαγή του εξαμέτρου), η ιαμβική ποίηση αρέσκεται στην ταπεινή θεματογραφία, η γλώσσα της δεν αφίσταται πολύ από την καθομιλουμένη Ιωνική, και το μέτρο της ακολουθεί το φυσικό ρυθμό εκφοράς του καθημερινού πεζού λόγου. Ενίοτε υιοθετεί και επικούς τύπους, αλλά πολύ συχνά καταφεύγει και στην αυχμηρή, απελέκητη και ζωηρή γλώσσα των λαϊκών στρωμάτων.
Η επική ποίηση απαγγελλόταν. Η εκφορά της ιαμβικής και ελεγειακής κατείχε ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην απαγγελία και το τραγούδι. Με τον όρο «λυρική» οι Αλεξανδρινοί τουλάχιστον χαρακτήριζαν την ποίηση που συνοδευόταν από μουσική λύρας ή και αυλού.
Το ένα είδος λυρικής ποίησης είναι το μέλος ή μονωδία (solo). Ο ποιητής κρούει τη λύρα του και τραγουδά σύντομες συνθέσεις εκφράζοντας τα μυχιαίτατα συναισθήματά του για τον έρωτα, την πολιτική, τη ζωή και το θάνατο.
Η ποίηση αυτή είναι πολύ προσωπική και γι' αυτό το λόγο γλώσσα της είναι η επιχώρια διάλεκτος, η γλώσσα δηλαδή που ψέλλισε στην αγκαλιά της μητρός του ο ποιητής.
Έτσι η Σαπφώ γράφει στα αιολικά της Λέσβου, η Κόριννα στα βοιωτικά, ο Ανακρέων στα ιωνικά. Εξυπακούεται πάντως ότι ο ποιητής είχε το χάρισμα από τον απέραντο λειμώνα του προφορικού λόγου να συλλέγει τα λεπτότερα και τα ευωδέστερα άνθη ή ακόμη και να μεταμορφώνει την τσουκνίδα σε μελίλωτο ανθεμώδη...
Το άλλο είδος, η χορική ποίηση είναι η πλήρης καλλιτεχνική έκφραση που συνδυάζει μουσική, χορό και τραγούδι. Το μεγαλόπρεπο και αυστηρό αυτό είδος προϋποθέτει υποταγή του ατόμου στο σύνολο και γι' αυτό το λόγο βλάστησε σε δωρικές περιοχές, αρχικά στη Σπάρτη. Η γλώσσα συνεπώς της χορικής ποίησης είναι η Δωρική, αλλά μια Δωρική που δεν μιλήθηκε ποτέ από τον τραχύ πολεμιστή της Σπάρτης και τον αιγοβοσκό των Μεγάρων. Πρόκειται για ένα ιδίωμα τεχνητό με βάση Δωρική, αλλά και με πολλές προσμίξεις από την Επικοϊωνική και την Αιολική.
Το αιολικό στοιχείο είναι κατάλοιπο της επίδρασης που άσκησαν οι Λέσβιοι αοιδοί (Τέρπανδρος, Αρίων, κ.ά.) στη διαμόρφωση του χορικού άσματος.
Φυσικά η υπερτοπική αυτή δωρίδα δεν είναι ενιαία. ο καθένας από τους μεγάλους χορικούς ποιητές (Αλκμάν, Στησίχορος, Ίβυκος, Πίνδαρος, Σιμωνίδης, Βακχυλίδης) εξευρίσκει τρόπους να διαφοροποιηθεί από τους ομοτέχνους-αντιτέχνους του: ο ένας προτιμά τον τύπο Μώσα, ο άλλος το Μοίσα, ο τρίτος το Μωα!
Την άνοιξη είναι οι μέρες οι σκληρές. Η φύση θάλλει, αλλά οι προμήθειες έχουν σχεδόν αναλωθεί, και η νέα σοδειά είναι όπως πάντα επισφαλής. Οι δυνάμεις των αγρών και ιδιαίτερα ο θεός «πάσης υγράς φύσεως», ο Διόνυσος, ήταν ανάγκη να τιμηθούν με οργιαστικούς χορούς και αυτοσχέδια άσεμνα τραγούδια. Στο διθύραμβο (το χορικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου) που βλάστησε στην Πελοπόννησο αναζητούν πολλοί τις ρίζες της τραγωδίας.
Το τρυφερό διφυές βλαστάρι που μεταφυτεύθηκε στην Αττική διατήρησε και όταν ακόμη είχε θεριέψει ίχνη από τα πρωταρχικά του γλωσσικά χαρακτηριστικά: την ιωνική απόχρωση στα διαλογικά μέρη και έναν έντονο δωρικό χρωματισμό στα χορικά. Στην πλήρη πάντως ανάπτυξή της η γλώσσα της τραγωδίας είναι ένα σεσοφισμένο τεχνούργημα. Στον διάλογο τον τόνο δίνει η εξελισσόμενη Αττική. Με τον καιρό η καθομιλουμένη διεκδικεί τα δικαιώματά της και σ' αυτό το σεμνοπρεπέστατο ποιητικό είδος.
Όμως επειδή το βασικό θεματικό υλικό δεν το παρέχουν πια τα πάθη του Διονύσου («ουδέν πρός Διόνυσον»), αλλά τα ηρωικά έπη, είναι φυσικό στο στημόνι της Αττικής να επικάθεται το επικό (λεξιλογικό κυρίως) υφάδι. Ως διακοσμητικά μοτίβα απαντούν ιωνισμοί (ο ίαμβος άλλωστε, το μέτρο των διαλογικών μερών, είχε ιωνική προέλευση), κατά κανόνα λογοτεχνικοί υπαινιγμοί, και δωρισμοί - ένας τους μάλιστα βγάζει μάτι. το μη καθαρό μακρό α στη θέση του αττικού η.
Η γλωσσική διαστρωμάτωση στα χορικά είναι ακόμη περιπλοκότερη.
Πάντως εδώ το δωρικό χρώμα διατηρείται εντονότερο.
Την εύρεση της κωμωδίας διεκδικούσαν και οι Δωριείς. Ο Επίχαρμος ο Συρακούσιος, ένας ιατροφιλόσοφος πυθαγόρειας κατευθύνσεως, φαίνεται ότι περισυνέλεξε από τους δρόμους και τις αγορές την αυτοσχεδιαστική και χονδροειδή σικελική φάρσα και την ύψωσε «πολλά προσφιλοτεχνήσας» σε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος. Τα θέματα της κατωιταλικής κωμωδίας είναι θεοί και ήρωες, ανθρώπινοι τύποι (ο παράσιτος, ο αγροίκος) και φιλοσοφικές ιδέες (Λόγος και Λογίνα).
Σε εύρυθμο πεζό λόγο συνέθετε ο Σώφρων τους μίμους του, που θαύμασε και μιμήθηκε στους διαλόγους του ο Πλάτων. Η γλώσσα της κατωιταλικής κωμωδίας ήταν η δωρική Κοινά που είχε ως βάση της το ιδίωμα των Συρακουσών, της πολυπληθέστερης την κλασική εποχή ελληνικής πόλης.
Η Κοινά αυτή παρουσίαζε σε σχέση με τα δωρικά της μητροπολιτικής Ελλάδας ορισμένες ιδιοτυπίες, γενικά όμως απέφευγε τους αρχαϊσμούς και έρρεπε προς την απλοποίηση.
Ο άνθρωπος του πλήθους θαυμάζει το υπερβάλλον τη νοημοσύνη του. Όμως για να γελάσει, το αστείο πρέπει να το κατανοεί παρευθύς. Η γλώσσα της αττικής κωμωδίας ελάχιστα διαφοροποιείται από την καθομιλουμένη της μεσαίας και ανώτερης τάξης. Από τη φύση της ωστόσο η κωμωδία είναι πανδέκτρια. Όλα είναι ευπρόσδεκτα: και τα μινυρίσματα των βρεφυλίων, και τα επιφωνήματα της γυναικούλας, και οι αρρητολογίες των πορνείων, και οι βαναυσολογίες του λιμανιού, αλλά και η σεμνολογία του έπους, (η «οφρυόεσσα αοιδή» της τραγωδίας) και οι λογοδαίδαλοι της υψηλής διανόησης. Έτσι το έργο του Αριστοφάνη και των άλλων κωμωδιογράφων βρίθει από κακέμφατα, βρισιές (έρρε ές κόρακας), αγοραίες εκφράσεις (ουδέ γρύ), υποκοριστικά (πυγίδιον), μεγεθυντικά -όλα εκείνα τα ηδύσματα του λόγου που προκαλούν αμηχανία στους γραμματοδιδασκάλους και στους εκπροσώπους των αρχών. Συχνότατα επίσης η κωμωδία εκμεταλλεύεται στο έπακρον τις ιδιοτυπίες των άλλων διαλέκτων και τα αξιοθρήνητα ελληνικούλια βαρβάρων και δούλων.
Κορύφωση της αριστοφάνειας λογοπλασίας αποτελούν οι λέξεις-σαρανταποδαρούσες, οι ονοματοποιίες (βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ) και τα γλωσσικά τερατουργήματα του τύπου: πομφολυγοπάφλασμα!
Τις καθημερινές ανάγκες επικοινωνίας εξυπηρετεί κατά την αρχαϊκή εποχή η επιχώρια διάλεκτος. Τα κινήματα της ψυχής και τους μετεωρισμούς της φαντασίας αποτυπώνουν οι (τεχνητές) λογοτεχνικές διάλεκτοι, Ο έντεχνος πεζός λόγος, η τεχνουργημένη δηλαδή πρόζα, αναπτύσσεται για να καλύψει τις ανάγκες της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Και επειδή οι δύο αυτοί τομείς του επιστητού αναmύχθηκαν στην Ιωνία, η γλώσσα του πρώιμου πεζού λόγου είναι η Κοινή Ιωνική, δηλαδή ο συγκερασμός των τοπικών διαλέκτων της ιωνικής δωδεκάπολης.
Η ιστοριογραφία έχει τις ρίζες της σε λαϊκές αφηγήσεις για «κτίσεις» πόλεών, σε γενεαλογικά δέντρα, σε κρατικά αρχεία, σε καταλόγους ολυμπιονικών (776 ο πρώτος), επωνύμων αρχόντων (638 ο πρώτος στην Αθήνα) και ιερέων.
Πρώτος «λογογράφος» -έτσι επονομάζονται οι πρόδρομοι της ιστοριογραφίας- είναι ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, που συνέγραψε σε ατόφια Ιωνική («ακράτω Ιάδι καί ού μεμιγμένη») γενεαλογίες και σχεδίασε ένα χάρτη της Γης.
Αν και δεν ήταν Ίωνες εκ καταγωγής εντούτοις στην Ιωνική συνέγραψαν και ο Ακουσίλαος ο Αργείος και ο Αντίοχος ο Συρακόσιος και ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος.
Ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστοριογραφίας, δραματοποιεί σ' ένα έργο μεγάλης πνοής τη στρατιωτική και ιδεολογική σύγκρουση Ασίας και Ελλάδας. Η καλοκαγαθία του μέτρου και η ευνομία συντρίβουν την ύβρη και τον πλούτο της ασιατικής δεσποτείας. Το μέγεθος του εγχειρήματος απαιτεί σαφή διαφοροποίηση και από τη γλώσσα και από τον τρόπο γραφής (παρατακτική απλοϊκότητα) των λογογράφων. Ο ιστορικός υιοθετεί μια γλώσσα «μεμιγμένη» με βάση τη διάλεκτο της Μιλήτου. Ο αρχαίος πίνος προσδίδεται με ομηρισμούς και δάνεια από την τραγωδία. Η σύνταξη χωρίς να είναι συνεστραμμένη έχει επηρεαστεί από τα τεχνάσματα των σοφιστών.
Στην Ιωνική διατυπώνουν τις επιστημονικές τους ανακαλύψεις, τους αφορισμούς τους και τις διδαχές τους οι πρώτοι φυσιολόγοι και φιλόσοφοι, που είναι γνωστοί με τον συνοπτικό όρο Προσωκρατικοί. Ορισμένοι βέβαια απ' αυτούς (Εμπεδοκλής, Παρμενίδης, Ξενοφάνης) επιμένουν να φιλοσοφούν εμμέτρως. Στην Ιωνική έχουν συνταχθεί και οι ιατροφιλοσοφικές πραγματείες που συγκροτούν το «ιπποκρατικό σώμα», μολονότι ο αρχηγέτης της σχολής, ο Ιπποκράτης, κατάγεται από τη δωρική Κω. Η σαφήνεια, η λιτότητα και η ακριβολογία καθιστούν τη γλώσσα αυτή άριστο όργανο επιστημονικής έκθεσης.
Αρχικά λοιπόν η Ιωνική φαινόταν ότι συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις να καθιερωθεί ως πανελλήνια γλώσσα του έντεχνου πεζού λόγου. Όμως η ραγδαία πολιτική και οικονομική ανάπτυξη των Αθηνών μετά τους Μηδικούς πολέμους δίνουν το προβάδισμα στην Αττική. Οι πρωτοπόροι τεχνίτες είναι αλλοδαποί: ο Θρασύβουλος ο Χαλκηδόνιος, που εισηγήθηκε τη ρυθμική διάρθρωση του λόγου σε κώλα (πιθανότατα κατά το πρότυπο των στροφικών συνθέσεων σε κώλα του Στησιχόρου του Ιμεραίου), ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος και ο Γοργίας, ο Λεοντίνος, που κατέπληξε ως απεσταλμένος της πατρίδας του με τα ρητορικό του σχήματα (τα «γοργίεια») το αθηναϊκό κοινό.
Ο έντεχνος αττικός πεζός λόγος υπηρετεί τρία λογοτεχνικά είδη (και τις παραφυάδες τους), την ιστοριογραφία, τη φιλοσοφία και τη ρητορική. Ο Θουκυδίδης είναι ο θεμελιωτής της φιλοσόφου και επιστημονικής ιστοριογραφίας. Η γλώσσα του είναι η παλαιά ατθίδα, της οποiας κύρια χαρακτηριστικά είναι: ξυν αντί σύν, θάλασσα αντί θάλαπα, ές αντί είς, θαρσώ αντί θαρρώ. Ποτέ συγγραφέας δεν είπε τόσα πολλά και τόσο βαθυστόχαστα με τόσο λίγες λέξεις! Το ύφος του είναι άπλαστο, ανηθοποίητο, τραχύ, ασύμμετρο, πυκνό και ασαφές -τα γνωρίσματα εκείνα που προσιδιάζουν στον μεγαλοπρεπή και υψηλό χαρακτήρα του λόγου. Το ύφος αυτό ήταν σύμμετρο με το μέγεθοs και τη βαρύτητα του πολέμου που σπάραζε 'την Ελλάδα.
Ο Ξενοφών θεωρείται ως «η αττική μέλισσα», αλλά τα αττικά του, ιδίως στο λεκτικό επίπεδο, θόλωσαν από το ξένο γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο για μεγάλο διάστημα αναγκάστηκε λόγω των φιλολακωνικών του πεποιθήσεων να ζήσει
Στο εκτεταμένο έργο του απαντούν στοιχεία που προαναγγέλλουν την Κοινή (αντί του έτι το ακμήν, ο πρόγονος του ακόμη).
Ο Πλάτων έβλεπε με καχυποψία τον μονοσήμαντο, απροστάτευτο και αφυδατωμένο γραπτό λόγο.
Ο Πλάτων έβλεπε με καχυποψία τον μονοσήμαντο, απροστάτευτο και αφυδατωμένο γραπτό λόγο.
Εντούτοις το έργο του είναι ένα από τα μνημειωδέστερα οικοδομήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κατά κανόνα μιμείται με χάρη και άνεση την καλλιεργημένη καθημερινή ομιλία, αποφεύγει τους εξεζητημένους τεχνικούς όρους και , διανθίζει τον λόγο του με ποιητικές εκφράσεις.
Ανάλογα όμως με τις ανάγκες της διαγραφής των χαρακτήρων («ηθοποιΐα») ο φιλόσοφος επιλέγει ένα ύφος που προσιδιάζει είτε στη ρητορική, είτε στην έκφραση του σφοδρού πάθoυς, είτε στη συστηματική αφηρημένη διατύπωση των διανοουμένων, είτε στην ανειμένη αφήγηση των μυθολόγων, είτε στην ιερατική επισημότητα των χρησμωδών, είτε στην ξηρότητα και ακρίβεια των νομομαθών, είτε στον όγκο του διθυράμβου. «Αν ο Δίας ήθελε να μιλήσει στη γλώσσα των ανθρώπων, θα μιλούσε σαν τον Πλάτωνα», φρονεί ο Κικέρων (Πλούταρχος, Κικέρων, 24).
Για να μην επισύρει τα ποδοκροτήματα και τις αποδοκιμασίες του εξημμένου πλήθους, για να μην αποκοιμίσει τον δικαστή, για να είναι ο έπαινος ή ο ψόγος πειστικός, οφείλει ο ρήτορας να αγορεύει κατανοητά. Όλοι οι αττικοί ρήτορες φροντίζουν για την καθαρότητα και την ορθοέπεια του λόγου τους, γι' αυτό και αργότερα προκρίθηκαν ως υποδείγματα απέφθου αττικού λόγου.
Για να μην επισύρει τα ποδοκροτήματα και τις αποδοκιμασίες του εξημμένου πλήθους, για να μην αποκοιμίσει τον δικαστή, για να είναι ο έπαινος ή ο ψόγος πειστικός, οφείλει ο ρήτορας να αγορεύει κατανοητά. Όλοι οι αττικοί ρήτορες φροντίζουν για την καθαρότητα και την ορθοέπεια του λόγου τους, γι' αυτό και αργότερα προκρίθηκαν ως υποδείγματα απέφθου αττικού λόγου.
Ως άκρος χειριστής της Αττικής θεωρήθηκε ο Λυσίας, ο οποίος μάλιστα ως επαγγελματίας συντάκτης δικανικών κυρίως λόγων προσπαθούσε να μιμηθεί τα αττικά που έπρεπε να μιλά σύμφωνα με τη μόρφωση και την κοινωνική του προέλευση ο διάδικος.
Η αττική ρητορική κορυφώνεται στον νευρώδη και ανυπότακτο στους κανόνες δημοσθενικό λόγο, όπου συνδυάζονται η εύροια, το πάθος, η δεινότητα και ο πικρός σαρκασμός για τη «ραθυμία» των συμπολιτών του ρήτορα. Ο Λογγίνος στο Περί Ύψους (κεφ. 12) προσεικάζει προσφυέστατα τον ρήτορα με κεραυνό που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του.
Την πολυπόθητη γλωσσική ενότητα του ελληνισμού προετοίμασαν για αιώνες οι εμπορικές συναλλαγές, οι αμφικτυονίες, οι συμμαχίες, οι πανελλήνιοι αγώνες, τα κοινά ιερά και, φυσικά, η λογοτεχνία. Όμως την αποφασιστική ώθηση για την ομογενοποίηση, την απλούστευση και τη σταθερότητα έδωσε η νέα τάξη πραγμάτων που επέβαλε η μακεδονική ηγεμονία.
Την πολυπόθητη γλωσσική ενότητα του ελληνισμού προετοίμασαν για αιώνες οι εμπορικές συναλλαγές, οι αμφικτυονίες, οι συμμαχίες, οι πανελλήνιοι αγώνες, τα κοινά ιερά και, φυσικά, η λογοτεχνία. Όμως την αποφασιστική ώθηση για την ομογενοποίηση, την απλούστευση και τη σταθερότητα έδωσε η νέα τάξη πραγμάτων που επέβαλε η μακεδονική ηγεμονία.
Η γλώσσα που θα αποτελέσει τη βάση της πανελλήνιας Κοινής δεν ήταν η φτωχή Μακεδονική διάλεκτος, αλλά η Αττική, την οποία η μακεδονική δυναστεία είχε υιοθετήσει ως επίσημη γλώσσα του βασιλείου.
ιδιωτικές πρωτοβουλίες μη κερδοσκοπικών οργανισμών και αξίζουν τον σεβασμό μας.
Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας , Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999, σ. 2-13
δείτε εδώ το ολοκληρωμένο αφιέρωμα του Ε.Λ.Ι.Α.
Τρεις (3) σημαντικές ιστοσελίδες, μη κερδοσκοπικών οργανώσεων,
προσφέρουν σηματικό έργο, σε όποιον θα ήθελε, να μελετήσει την Ελληνική Γλώσσα.
Δουλειά προσεκτική που σε μια λογική χώρα, θα έπρεπε να το επιτελεί μια Ακαδημία, στην Ελλάδα το κάνουν, ευτυχώς καλά,ιδιωτικές πρωτοβουλίες μη κερδοσκοπικών οργανισμών και αξίζουν τον σεβασμό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου