ΔΕΝ ΘΑ

Να θυμάστε

Gorgias φλεγόμενος

Στίγμα Θέσεων

Κάρ.Παπούλιας 24.07.08

Περιμένοντας τους Βαρβάρους

Κλίκαρε στο Οριζόντιο μενού, για:

Οι 9 τελευταίες αναρτήσεις μου

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών

Το διάβασα και μου άρεσε πάρα πολύ, γι'αυτό σας το παραθέτω:

'Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών'
καλοκαιρινό θρίλερ του ΕΝΙΑΥΤΟΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο blog 28 days in February 2006 όπου έγινε ένα πείραμα ομαδικής συγγραφής με ιδιότυπους όρους, ξεχώρισα τη νουβέλα του ΕΝΙΑΥΤΟΝ, η οποία αναπτύχθηκε σε οκτώ συνέχειες. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και απολαυστικό ανάγνωσμα -τύφλα νά 'χει ο Νταβίντσης λέμε!- βασισμένο σε στοιχεία ιστορικά. Μια μυθοπλασία πρωτότυπη, γραμμένη γλαφυρά με τέχνη και μεράκι. Διαβάστε τη στην αμμουδιά, να σηκωθεί η τρίχα κάγκελο.
------------------------------------------------------------------------
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Η πρώτη ίδρυσις της Μαλεβής εις τους Κανάλους      (Λαϊκή αφήγησις)
Το πρώτο Μοναστήρι της Μαλεβής ήταν κτισμένο σε υψηλό μέρος του Μαλεβού που σήμερα το λέμε Κανάλους εκεί ήταν κτισμένο και απομονωμένο μέσα στα απάτητα δάση του Μαλεβού. Το πρώτο Μοναστήρι ιδρύθηκε το 717 (επτακόσια δέκα επτά μ.Χ.). Στο βιβλίο χρονολογίας Ιερών Μονών αναφέρεται ότι το πρώτο Μοναστήρι ανηγέρθη το 717. Και μια χρονιά πέθαναν όλοι οι Μοναχοί οι ευρισκόμενοι εις το Μοναστήρι και ο τελευταίος από αυτούς βλέποντας το μοιραίον τέλος άφησε ένα σημείωμα που κατέληγε «αποθνήσκω εν μέσω της βοής των ελάτων». Αυτή τη φράση αυτολεξεί έλεγαν οι επιστρέψαντες Μοναχοί από τα Μετόχια. Από τότε απεφάσισαν οι Μοναχοί να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι των Καναλών και να κτίσουν άλλο χαμηλότερα.

Αληθής λόγος Πρώτος: Το χειρόγραφο του Προκρουστίδα
Στο μοναστήρι, που ιδρύθηκε με την χάρη της Παναγιάς και την Χορηγία του Αυτοκράτορα Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου τον 8ο αι., οι μοναχοί, καλλιεργημένοι και ευφυείς άνθρωποι όλοι τους, είχαν αφοσιωθεί στην μελέτη και την αντιγραφή δέκα χιλιάδων επτακοσίων έντεκα τόμων χειρογράφων στην ελληνική και την λατινική, που απαρτίζανε την βιβλιοθήκη της Μονής, κληρονομιά του Άρχοντα Μελάγχθωνα προς τον αδερφικό του φίλο και συμμαθητή, Ηγούμενο πλέον του μοναστηριού, πατέρα Χαρίδημο. Με τον καιρό, είχαν αρχίσει να παραμελούν τα υπόλοιπα διακονήματα, σε τέτοιο βαθμό ώστε και η ίδια τους η πίστη να κλονίζεται, λόγω και της μακροχρόνιας τριβής τους με τα, σχεδόν αποκλειστικώς, επιστημονικά συγγράμματα της βιβλιοθήκης. Ήταν τόση η αφοσίωσή τους, ώστε έφτασαν να εφεύρουν και μια νέα γραφή, μικρογράμματη την ονόμασαν, προκειμένου να εξοικονομούν χώρο στις πανάκριβές και δυσεύρετες (μετά τις απώλειες πολλών επαρχιών) περγαμηνές, όπου αντέγραφαν τα αρχαία εκείνα κείμενα. Παρόλο που πολλοί επισκέπτες της βιβλιοθήκης τούς είχαν επικρίνει γι αυτήν την περίεργη γραφή, που «αποστερούσε τους Ρωμαίους από την ένδοξη γλώσσα των προγόνων τους», εκείνοι επέμεναν σταθερά και απαρέγκλιτα στο δικό τους συστηματικό, οικονομικό και απολύτως απαραίτητο τρόπο. «Στο κάτω-κάτω», απαντούσαν σε όσους τους κατηγορούσαν, «μια χαρά την κατανοείτε την γραφή μας, αφού μπορείτε και βγάζετε συμπέρασμα για το ποιόν της» .
Τίποτα δεν μπορούσε να ταράξει την γαλήνη τους. Μέσα στο τεράστιο έργο που είχαν αναλάβει, έργο το οποίο έφτασε να αποτελεί πίστη γι αυτούς, είχαν βρει την ηρεμία, την μέγιστη αποστολή και την Θέωση που αναζητούσαν ερχόμενοι στη Μονή. Ο Ηγούμενος τους είχε επιλέξει όλους, όχι με βάση την πίστη και το φρόνημα, αλλά με κριτήριο την μόρφωση και την αφοσίωσή τους στο έργο της Μονής, που ήταν η μελέτη, η καταγραφή, η αξιολόγηση και η αντιγραφή των φθαρμένων παπύρων και περγαμηνών της βιβλιοθήκης. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζαν. Μέχρι την ημέρα που ο μοναχός Τιμολέων, άρχισε να διαβάζει τον αχρονολόγητο τόμο με τις 643 Σιβυλλικές προφητείες, ερανισμένες από κάποιον άγνωστο συγγραφέα ονόματι Προκρουστίδα. Σιβυλλικές προφητείες είχαν ξανασυναντήσει, διαβάζοντας αξιολογώντας και αντιγράφοντας τους φθαρμένους τόμους της βιβλιοθήκης. Ωστόσο αυτό ήταν κάτι που έπρεπε αμέσως να κοινοποιηθεί στον Ηγούμενο. Τον Ηγούμενο, που αντί να ξαφνιαστεί, να ενθουσιαστεί, να θυμώσει έστω, με την σχεδόν εισβολή του μοναχού στο Ηγουμενείο, σκοτείνιασε και καθήλωσε το βλέμμα του στο πορτραίτο του κληροδότη και μεγάλου ευεργέτη της Μονής, το οποίο κρέμονταν, αντί για την εικόνα του Χριστού, πάνω από το γραφείο του.
«Την βρήκες;» ψιθύρισε επιτέλους, μετά από αρκετά λεπτά, και χωρίς να στραφεί να κοιτάξει τον εισβολέα.
Ο καλόγερος απέμεινε να τον κοιτά, γεμάτος έκπληξη. Ήταν φανερό πως ήξερε τι βρήκε. Ήταν επίσης φανερό πως το περίμενε. Γιατί τότε δεν τον είχε προειδοποιήσει;
«Ήλπιζα πως δε θα βρεθεί ποτέ» απάντησε στις σκέψεις του ο Ηγούμενος.
«Μα, Άγιε Ηγούμενε, πώς το ήξερες; Και πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει;»
Ο Τιμολέων, όπως κάθε σοβαρός μελετητής των Σιβυλλικών προφητειών, γνώριζε πολύ καλά πως αυτές οι ψευδεπίγραφες προφητείες δεν ήταν παρά μαχητικά κείμενα ενός άγριου και ανελέητου πολέμου εντυπώσεων των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Πως μόνο στο κεφάλι των Χριστιανών εμπνευστών τους υπήρξαν, αν και χρησιμοποιήθηκαν – μέγα το αμάρτημα της ψευδολογίας – για να αποδείξουν το ακαταμάχητο της Χριστιανικής αλήθειας. Όμως εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με κάποιο κείμενο που προφήτευε την έλευση του Χριστού, ή το όνομα της Παναγίας. Εδώ είχαμε να κάνουμε με κάτι πολύ πιο τρομερό· κάτι που κανείς, ούτε οι παμμακάριστες Σίβυλλες, ούτε οι απολογητές του 4ου αι. μπορούσαν να γνωρίζουν.
«Σου φαίνεται απίστευτο ε;» ξαναμάντεψε τις σκέψεις του ο Ηγούμενος. «Κι όμως, εδώ και 50 χρόνια περίμενα αυτήν την προφητεία. Γι αυτό ιδρύσαμε την Μονή. Γι αυτό φτιάξαμε αυτήν την βιβλιοθήκη. Γι αυτό ήρθα εδώ, στις ερημιές, 20 χρονών παλικάρι, εγκαταλείποντας σπουδές και οράματα. Γι αυτό σε διάλεξα, κι εσένα και όλους τους άλλους αδελφούς, ανάμεσα σε εκατοντάδες υποψήφιους.»
«Μα είναι δυνατόν;» επέμεινε ο Τιμολέων. «Είναι δυνατόν να έχει προφητευτεί; Κι αν, έστω, αυτό είναι δυνατόν, γιατί δεν κάνατε το αυτονόητο;»
Ο Ηγούμενος εγκατέλειψε επιτέλους την ενατένιση του πορτραίτου του Μελάγχθωνα και στράφηκε προς τον καλόγερο. Το πρόσωπό του, παραδόξως ήρεμο, μ’ εκείνη την σχεδόν άγια μορφή των καλογέρων, στεφανωμένη από τα κάτασπρα, αλλά πλούσια, μαλλιά του, έμοιαζε τώρα να επιπλήττει την ανησυχία του νεαρού αναγνώστη και αντιγραφέα. Ένα ροζιασμένο, ωχρό, γαλαζοαίματο σχεδόν, χέρι έκρυψε το λεπτοδουλεμένο κομποσχοίνι κάτω από το φθαρμένο αντέρι του, που σείστηκε.
«Και ποιο ήταν το αυτονόητο;» ρώτησε, και χωρίς να περιμένει να πάρει απάντηση, συνέχισε: «Μήπως το να μην ιδρύαμε ποτέ τη Μονή;»
Στάθηκε μερικές στιγμές και πριν ο Τιμολέων προλάβει να συνέλθει από τις απανωτές εκπλήξεις, πριν προλάβει να βρει το κουράγιο να αρθρώσει το εύλογο ναι, είπε:
«Ώστε, λοιπόν, τόσο πολύ σου πήρε τα μυαλά ο ορθολογισμός; Τόσο πολύ σε επηρέασε αυτή η βιβλιοθήκη, ώστε να χάσεις την πίστη σου; Δεν θέλω να απαντήσεις. Άφησε εδώ το βιβλίο και τις σημειώσεις σου˙ θέλω να τις μελετήσω. Το βράδυ, μετά τον εσπερινό, θα συγκεντρωθούμε όλοι στο Αρχονταρίκι. Είναι καιρός να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, ενώπιον του Θεού! Πήγαινε τώρα, και μην πεις τίποτα σε κανέναν ακόμα. Μόνο φρόντισε να είναι όλοι παρόντες στον εσπερινό.»
Ο Τιμολέων, χαμήλωσε το κεφάλι, ακούμπησε το βιβλίο και τις σημειώσεις του πάνω στο γραφείο και με ένα τυπικό «ευλόγησον» - σημείο υπακοής στον γέροντα – έφυγε κλείνοντας πίσω του την βαριά πόρτα του Ηγουμενείου και βάδισε προς το κελί του.

Αληθής λόγος Δεύτερος: Η αποστολή του Ιππία
Ο Μελάγχθων και ο Χαρίδημος, κατά κόσμον Ιππίας, μεγάλωσαν σαν αδέρφια στην Πόλη. Τα σπίτια τους, χτισμένα κολλητά στον κεντρικό δρόμο της Χαλκηδόνας, γκρεμίστηκαν – όταν οι δυο φίλοι ήταν 6 ετών - για να ανεγερθεί το ανάκτορο του τοπικού διοικητή, γύρω από το οποίο άρχισε να αναπτύσσεται η νέα φεουδαρχική πόλη, «ύβρις, προς τον μέγα Ιππόδαμο» όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο πατέρας του Ιππία, Ευγένιος. Έτσι, ο Ευγένιος, ένας από τους επιφανέστερους αρχιτέκτονες της Πόλης, χολωμένος με την νέα βαρβαρική πολεοδομία, που απεικόνιζε την οριστική απεμπόληση κάθε υπολείμματος δημοκρατίας στην ιεραρχία της αυτοκρατορίας, πήρε την οικογένειά του και μαζί με τον φίλο και συνέταιρό του Λέοντα (πατέρα του Μελάγχθωνα), μετοίκησαν στο μόνο μέρος που μπορούσε ακόμα να διαθέτει την στοιχειώδη Ιπποδάμεια λογική: Την συνοικία του Ιπποδρόμου.
Εκεί χτίσανε ένα περίβλεπτο διώροφο σπίτι, πιστό αντίγραφο της εξοχικής κατοικίας του Περικλή. Αν και δεν ταίριαζε στις πεποιθήσεις του Ευγένιου για τις ιδιωτικές κατοικίες, που τις ήθελε λιτές και απολύτως χρηστικές, έμπαιναν έτσι στο μάτι πολλών ευγενών, που πολύ τον κακολογούσαν τελευταίως για τούτη την επιμονή του στις κλασικές ελληνικές φόρμες. Ήταν επίσης, πολύ κοντά στον μεγάλο ναό του Παντοκράτορα, στα θεμέλια του οποίου ήταν θαμμένο, σύμφωνα με τα στοιχεία που διέθετε, το αριστούργημα του Φειδία, λάφυρο της αγρίας δηώσεως της Ολυμπίας από τον βάρβαρο και εν πολλοίς άπιστο εκείνον αυτοκράτορα, του οποίου το όνομα απέφευγε να προφέρει, μαζί με μερικά ακόμη. Όχι πως τον ενδιέφερε να ξεθάψει, πράγμα αδύνατον έτσι κι αλλιώς, το άγαλμα του Δία. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν το πρόσωπό του. Πρόσωπο, που όντας επί αιώνες το πρόσωπο του Θεού για κάθε Έλληνα, αποτυπώθηκε τελικώς στην μορφή του Παντοκράτορα. Του πρώτου Παντοκράτορα που αγιογραφήθηκε ποτέ, στον τρούλο του υπερκείμενου ναού, ο οποίος χτίστηκε στην αυλή του παλατιού εκείνου του αχρείου που ο Θεοδόσιος είχε ορίσει ως υπεύθυνο για την λεηλασία των έργων τέχνης των Εθνικών. Κι αν η πίστη των Ελλήνων είχε ξεριζωθεί από τις καρδιές, εκείνο το πρόσωπο απέμεινε για να θυμίζει, όπως έλεγε και ξανάλεγε ο Λέων, πως η Πίστη μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνέχεια της παλαιάς λατρείας, και πως ο Χριστός μας ήταν είναι και θα είναι εις τους αιώνες Έλλην!
Εκεί, λοιπόν, πότε στο δροσερό αίθριο του σπιτιού, πότε πίσω από το Ιερό του Παντοκράτορα και πότε στις αλάνες πέρα από τον Ιππόδρομο, έκτισαν τα παιδικά τους χρόνια οι δυο φίλοι. Ο ξανθός και ευαίσθητος Μελάγχθων και ο μελαχρινός, ζωηρός και ζαβολιάρης Ιππίας. Εκεί, σ’ εκείνο το αίθριο, διδάχτηκαν από τον πατέρα του Μελάγχθωνα, όλην την φιλοσοφική σκέψη των Ελλήνων. Τα μαθηματικά του Ευκλείδη, Την αστρονομία του Ιππάρχου, την φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη του Θαλή, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ηράκλειτου και των Πυθαγορείων. Την ιατρική του Ιπποκράτη και του Γαληνού, την ποίηση των τραγικών και του Ομήρου. Του Ομήρου, που τα έπη του συνέχιζαν να αποτελούν το μοναδικό εγχειρίδιο της βασικής εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων από τον καιρό που ο Πεισίστρατος τα κατέγραψε για πρώτη φορά. Μαζί μ’ αυτά διδάχτηκαν και τα ευαγγέλια, κυρίως μέσα από την πλούσια συλλογή των πατερικών κειμένων που διέθετε ο Λέων. Έμαθαν για τις αιρέσεις, γνώση απαραίτητη γι αυτούς που θα μεγάλωναν μέσα στον ακήρυχτο πόλεμο της εικονομαχίας, έμαθαν για τις μεγάλες φιλοσοφικές μάχες των Εθνικών και των Χριστιανών, τους τρεις πρώτους αιώνες μετά την γέννηση του Κυρίου, αλλά και την ιστορία του κόσμου, όπως την αφηγήθηκαν τόσο οι ιστορικοί όσο και οι δεκάδες τοπικές μυθολογίες. Έμαθαν πολλά. Όχι για να γίνουν αρχιτέκτονες, όπως οι γονείς τους, αλλά για να γίνουν άνθρωποι, όπως έλεγε και ξανάλεγε ο Λέων, κάθε φορά που τα παιδιά γκρίνιαζαν και παρακαλούσαν να τους αφήσει να πάνε να παίξουν.

Αυτά σκεφτόταν ο Ηγούμενος Χαρίδημος, με το κεφάλι στραμμένο και πάλι προς την αποθεωμένη προσωπογραφία του φίλου του. Από την ώρα που έφυγε ο Τιμολέων, κι έχοντας ρίξει μια κλεφτή ματιά στο αρχαίο χειρόγραφο, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει αυτό που φοβόταν, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επαναφέρει στην μνήμη του τα 53 χρόνια που σημάδεψαν την μοίρα του. Τα χρόνια που διαδέχτηκαν την ανεμελιά των παιδικών του παιχνιδιών, όταν στα δεκαεπτά του πληροφορήθηκε πως προορίζονταν να γίνει κάτι παραπάνω από άνθρωπος. Όταν επιτέλους κατάλαβε γιατί έπρεπε δυο μικρά παιδιά να μάθουν και να κατανοήσουν όλην την σοφία του κόσμου. Δεν μπορούσε να το πιστέψει στην αρχή. Ούτε αυτός, ούτε φυσικά ο Μελάγχθων. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως και οι γονείς τους δεν ζούσαν για να είναι αρχιτέκτονες, κατασκευαστές μερικών από τα επιφανέστερα κτίρια της Βασιλεύουσας. Κι όταν οι γονείς πέθαναν, με διαφορά οκτώ ωρών και από ανεξακρίβωτα αίτια, έμειναν οι δυο τους, μοναχογιοί, με δυο μανάδες απαρηγόρητες και πολλά μα πάρα πολλά καθήκοντα. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να οδηγήσουν τις χήρες στο μοναστήρι της Παναγίας των βράχων, εκεί που είχαν τελειώσει τον βίο τους και οι εκ πατρός γιαγιάδες τους, όπου θα περνούσαν τα χρόνια που απέμεναν προσευχόμενες υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των δυο συνεταίρων. Έπειτα έπρεπε να πουλήσουν όλην την κινητή και ακίνητη περιουσία τους, εκτός από την Βιβλιοθήκη. Τέλος θα έπρεπε να χωριστούν για πάντα. Μια φιλία 20 ετών θα τερματίζονταν για κάτι πέρα και πάνω από τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Άξιζε τον κόπο; Αμέτρητες φορές αναρωτήθηκε ο Ιππίας, και πάντα έπαιρνε την ίδια απάντηση από την φωνή της συνείδησής του: Φυσικά και άξιζε! Γιατί μπορεί οι ισχυροί της γης, όπως καλή ώρα ο αυτοκράτορας που ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει κατά των Αράβων, να έχουν τα σχέδιά τους, πάνω όμως και πέρα από αυτά εξυφαίνεται το σχέδιο του Θεού. Κι αυτός, ο Ιππίας του Ευγενίου, είχε ορκιστεί πάνω από το προσκέφαλο του πατέρα του που ψυχορραγούσε, να υπηρετήσει πιστά και απαρέγκλιτα αυτό το σχέδιο! Έτσι, αποχαιρέτησε τον φίλο του, φόρτωσε σε οκτώ μεγάλες άμαξες τα υπάρχοντα της βιβλιοθήκης του Λέοντα, πήρε παραμάσχαλα την εικόνα του Παντοκράτορα και με την συνοδεία μιας ίλης καλά εκπαιδευμένων ιππέων της ανακτορικής φρουράς, ξεκίνησε για τον Πάρνωνα. Εκεί έφτασε μετά από 4 μήνες. Εντόπισε τα ερείπια του αρχαίου ναού του Δία και πάνω σ’ αυτά, κάνοντας χρήση των γνώσεων αρχιτεκτονικής που είχε λάβει, άρχισε να θεμελιώνει την ιερά μονή του Παντοκράτορος.

Αληθής λόγος Τρίτος: Η αποστολή του Μελάγχθωνα
Η θεμελίωση του καθολικού της μονής έπρεπε να γίνει πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου ναού. Δεν είχε σημασία αν ήταν ειδωλολατρικός. Ή μάλλον, επιβάλλονταν να είναι. Και μάλιστα να είναι τόσο αρχαίος ώστε να καθίσταται βέβαιη η γεωδαιτική του σήμανση. Γι αυτό ο Ιππίας έπρεπε να βρει αυτόν ακριβώς τον ναό του Δία, που αν και λεηλατήθηκε άγρια από τους βαρβάρους εκείνου του Ισπανού ανθέλληνα, του οποίου το όνομα δεν έλεγε ποτέ, διατηρούσε ωστόσο όλα τα τοπογραφικά του στοιχεία ανέπαφα. Ο αυτοκράτορας Βαρδάνης - Φιλιππικός, που είχε χρηματοδοτήσει την ανέγερση της μονής, μπορεί να είχε παραδοθεί γρήγορα στην προδοσία των σπαθιών που τον ανέβασαν στο θρόνο, ωστόσο κανείς από τους βραχύβιους διαδόχους του δεν σκέφτηκε να ακυρώσει την χορηγία. Μάλιστα, τα θυρανοίξια της επιβλητικής αυτής βασιλικής, που θα αποτελούσε το πρότυπο για αμέτρητες ελληνικές εκκλησίες τα επόμενα χρόνια, έγιναν ανήμερα του ευαγγελισμού, το σωτήριο έτος 717. Την ίδια ώρα που ο χορός των τριών μοναχών έψαλλε το «νίκας τοις Βασιλεύσι» και ο επίσκοπος έθετε τα λείψανα στην αγία τράπεζα, η βασιλεία άλλαζε χέρια. Ο στρατός, είχε για μια ακόμη φορά στασιάσει και ο Πατριάρχης όρκιζε στην Πόλη τον Λέοντα τον τρίτο τον Ίσαυρο. Αυτόν που έγινε ο μέγας χορηγός της μονής, και ο απηνής διώκτης των εικόνων. Είχαν περάσει ακριβώς τέσσερα χρόνια από τη μέρα που Ιππίας αποχαιρέτησε τον φίλο του Μελάγχθωνα και χάθηκε μέσα στα έλατα του Πάρνωνα.

Ενώ, λοιπόν, ο Ιππίας ενδύονταν το τριβώνιο ως ιερομόναχος Χαρίδημος και ίδρυε την Ιερά μονή Παντοκράτορος, της οποίας θα γινόταν ο πρώτος και τελευταίος Ηγούμενος, ο Μελάγχθων ανελάμβανε την δική του αποστολή. Έχοντας μαζί του την μισή περιουσία των κεκοιμημένων αρχιτεκτόνων και πλήθος συστατικών επιστολών, παρουσιάστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα για να λάβει το οφίκιο του Μεγάλου Λογοθέτη. Ήταν το μέγιστο αξίωμα στην διοίκηση της αυτοκρατορίας, με εξουσίες ενός σημερινού πρωθυπουργού, υπουργού εσωτερικών και δικαιοσύνης. Αξίωμα τόσο αταίριαστο με την λεπτή και ευαίσθητη φύση του Μελάγχθωνα. Γιατί άραγε, έπρεπε αυτός να λάβει τούτην την αποστολή; Γιατί η ποιητική του φύση έπρεπε να διοικεί υπηρεσίες που απαιτούσαν πυγμή και πολιτικαντισμό; Γιατί, τέλος πάντων, αν και ήταν ο Μέγας Λογοθέτης, ο άνθρωπος που γνώριζε τα πάντα, δεν έπρεπε να γνωρίζει πού βρίσκεται και τι κάνει ο φίλος του ο Ιππίας; Αυτά τα ερωτήματα απασχολούσαν τον Μελάγχθωνα, όσο οι αυτοκράτορες εναλλάσσονταν στον θρόνο, χωρίς κανείς να αγγίζει το δικό του οφίκιο, ενώ ανασχημάτιζαν συνεχώς όλο το σώμα των Λογοθετών. Γι αυτό το τελευταίο δεν χρειαζόταν να αναρωτηθεί. Η τεράστια περιουσία και η ασύγκριτη υπόληψη που είχε αποκτήσει χάρις στον επιφανή πατέρα του, αρκούσαν για να τον στερεώσουν σε οποιοδήποτε αξίωμα, εκτός από εκείνο του Αυτοκράτορα. Εκείνο που δεν είχε καταλάβει, ήταν πως ακριβώς αυτή η ποιητική φύσις του, που τον καθιστούσε παντελώς ακίνδυνο για κάθε ραδιούργο αυλικό, ήταν που τον έθετε στο απυρόβλητο των καταιγιστικών αλλαγών στο Παλάτι.
Ο Μελάγχθων, μαζί με τις συστατικές επιστολές που είχε παραλάβει από τα χέρια του ετοιμοθάνατου πατέρα του, είχε παραλάβει και οκτώ σφραγισμένες και αριθμημένες επιστολές που απευθύνονταν στον ίδιο. Αυτές οι επιστολές θα ήταν εφεξής οι πυξίδες του βίου του. Έπρεπε να ανοίγονται κάθε οκτώ χρόνια, αρχής γενομένης από την επαύριον της κοιμήσεως του πατρός του. Η πρώτη, που ανοίχτηκε τον Μάρτιο του 713, ήταν αυτή που τον έστελνε να αναλάβει το οφίκιο του Μεγάλου Λογοθέτη. Έτσι, ούτε οι πραξικοπηματικές εκλογές αυτοκρατόρων, που ευτυχώς έπαυσαν με την ίδρυση της δυναστείας των Ισαύρων, ούτε η εμφάνιση του Αραβικού στόλου στα νερά της Προποντίδας, ούτε και η επί έτος κατασκήνωση του στρατού τους γύρω από την Βασιλεύουσα, απασχόλησαν τον Μέγα Λογοθέτη. Η ζωή του κυλούσε ανάμεσα σε υπογραφές ανούσιων – τουλάχιστον για τον ίδιο – διαταγμάτων και σε «συνομιλίες» με τους γίγαντες της ελληνικής σκέψης, τα έργα των οποίων αράχνιαζαν στις βιβλιοθήκες του παλατιού.
Η χρήση του «υγρού πυρός» έδωσε στο βυζαντινό στόλο τη δυνατότητα να νικήσει τον αραβικό, κατά τις επιδρομές της περιόδου 674-678. Mικρογραφία από το Xρονικό του Iωάννη Σκυλίτζη, τέλη 12ου-αρχές 13ου αιώνα. Madrid, Biblioteca Nacional, fol. 34vb.Οι Άραβες εν τω μεταξύ είχαν υποχωρήσει, χάρις στην στρατηγική ικανότητα του τέως πολέμαρχου και νυν αυτοκράτορος Λέοντος Γ’, την διπλωματία των Λογοθετών και των Επισκόπων, αλλά κυρίως χάρις στο υγρόν πυρ. Αυτό το τελευταίο, αν και ήταν γνωστό από χρόνια, τελειοποιήθηκε και βρήκε ευρεία εφαρμογή, εξαιτίας κάποιων συγγραμμάτων που ανακαλύφθηκαν στην τεράστια βιβλιοθήκη του παλατιού. Την θέση τους υπεδείκνυε ένα υστερόγραφο στην πρώτη από τις οκτώ επιστολές του Μελάγχθωνα. Εκτός από αυτήν την εξέλιξη, τίποτε άλλο συνταρακτικό δεν συνέβη. Τίποτα, τουλάχιστον, που να θεωρηθεί άξιο λόγου για κάποιον που το κύριο μέλημά του ήταν η ανίχνευση των ιστορικών στοιχείων πίσω από τις φανταστικές περιπέτειες του Λουκιανού στην κοιλιά ενός κήτους και τα ταξίδια του στην Σελήνη. Ώσπου έφτασε η μέρα που έπρεπε να ανοιχτεί η δεύτερη επιστολή.
Την 25η ημέρα του μηνός Μαρτίου, το Σωτήριον έτος 721, ο Μελάγχθων, αφού παρακολούθησε την Πατριαρχική θεία λειτουργία στον καθεδρικό ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας, επέστρεψε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, έβγαλε την βαριά, επίσημη στολή του Μεγάλου Λογοθέτη και απομονώθηκε στην βιβλιοθήκη. Εκεί άνοιξε την δεύτερη επιστολή. Ήταν σύντομη, αλλά σαφώς εκτενέστερη της πρώτης. Του υπαγόρευε την σύνταξη και παρουσίαση στον αυτοκράτορα ενός νόμου και ενός Διατάγματος.O Λέων Γ' Ίσαυρος (717-741) στο έργο του «Εκλογή» αναθεωρεί την υπάρχουσα νομοθεσία. Με βάση τις νέες διατάξεις, μεταξύ άλλων, ενισχύεται ο θεσμός του γάμου. Στην εικόνα, παράσταση οικογένειας. Λεπτομέρεια από χειρόγραφο του 11ου αιώνα. 'Aγιο Όρος, Μονή Εσφιγμένου, κώδ.14 (Μηνολόγιο), φ. 411β. Πελεκανίδης, Στ., Xρήστου, Π., Μαυροπούλου-Tσιούμη, Xρ., Καδάς, Σ., Oι Θησαυροί του Aγίου Όρους: Eικονογραφημένα Xειρόγραφα, παραστάσεις-επίτιτλα-αρχικά γράμματα, τ. B', Eκδοτική Aθηνών A.E., Aθήνα 1975, σ. 245, εικ. 394. Ο νόμος, υπό τον γενικό τίτλο «Εκλογή», θα έπρεπε να προβλέπει την μεταβολή της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας «εις το φιλανθρωπότερον». Επί της ουσίας, επρόκειτο για έναν εκσυγχρονισμό του αστικού και ποινικού δικαίου. Θα ενίσχυε σαφώς τον θεσμό του γάμου, παρέχοντας περισσότερα δικαιώματα στις συζύγους και θα περιόριζε την ασυδοσία των δικαστών, κυρίως απέναντι στους οικονομικά ασθενέστερους, με την αυστηρή πάταξη της δωροδοκίας και του παραδικαστικού κυκλώματος, που εξυφαίνονταν όσο οι αυτοκράτορες αλληλοανατρέπονταν μέσα σε λουτρό αίματος. Όλα αυτά δεν εκπορεύονταν από κάποιο φιλάνθρωπο αίσθημα, όπως ήλπιζε ο Μελάγχθων, αλλά αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν ηπιότερες τις αντιδράσεις για το διάταγμα που έπρεπε να συνταχθεί. Το διάταγμα αυτό, που θα εκδίδονταν ταυτόχρονα με την «Εκλογή», θα απαγόρευε την προσκύνηση των εικόνων, με κάποιο εύλογο πρόσχημα, και θα διέταζε την συγκέντρωση και καταστροφή όλων. Και τα δυο θα έπρεπε να εκδοθούν μετά το 726 και υπεύθυνοι για την καταστροφή των εικόνων έπρεπε να οριστούν συγκεκριμένοι αξιωματούχοι. Τέλος, με απόλυτη μυστικότητα, θα έπρεπε να μην καταστραφούν, αλλά να συγκεντρωθούν σε συγκεκριμένο μέρος στο παλάτι, όλες οι φορητές εικόνες του Παντοκράτορα.
Τώρα πια ο Μελάγχθων είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι είδους αποστολή ανέλαβε.

Αληθής λόγος Τέταρτος: Η κιβωτός της αλήθειας
Τα επόμενα χρόνια, το όνομα του παρακατιανού εκείνου Αρμένη, του Αυτοκράτορα Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου, επρόκειτο να συνδεθεί με την έναρξη της μεγαλύτερης εμφύλιας διαμάχης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την Εικονομαχία. Χιλιάδες εικόνες, θα συγκεντρώνονταν και θα καταστρέφονταν ως είδωλα (εκτός φυσικά από τις 88 όλες κι όλες φορητές εικόνες του Παντοκράτορα). Ατέλειωτα τετραγωνικά μέτρα τοιχογραφιών θα επιχρίονταν, προοιωνίζοντας την μοίρα της διακόσμησης των ναών στα κατοπινά, οθωμανικά χρόνια. Άνθρωποι ευσεβέστατοι θα αντήλλασσαν αναθέματα και κατάρες, ή θα οδηγούνταν στον θάνατο και τον εξευτελισμό. Το μεγάλο φιλολαϊκό νομοθετικό έργο εκείνης της εποχής θα παραγνωρίζονταν, για να εκτιμηθεί πολύ αργότερα, χωρίς πάντως να γίνουν ποτέ γνωστοί οι συντάκτες της περίφημης «Εκλογής».

Καθώς ο Μελάγχθων άνοιγε την επιστολή που θα πυροδοτούσε τον αλληλοσπαραγμό στις τάξεις της αυτοκρατορίας, ο Χαρίδημος, έχοντας οικοδομήσει και περιτοιχίσει την Μονή, ετοιμάζονταν να διαβάσει το επόμενο κεφάλαιο της δικής του μοίρας. Ήδη από την πρώτη επιστολή είχε οδηγίες να τελειώσει τις οικοδομικές εργασίες έως την άνοιξη του 721. Βοηθοί του, στο τιτάνιο αυτό έργο, ήταν 88 μοναχοί, επιλεγμένοι με αυστηρά κριτήρια από τα χωριά της Λακωνίας. Προερχόμενοι άπαντες εκ της πενίας, ηλικίας 12 έως 17 ετών, εμφάνιζαν χρόνια κύστη κόκκυγος με συρίγγιο. Η ύπαρξη του συριγγίου ήταν απαραίτητη, διότι απέκλειε τα παθολογικά αίτια και προσδιόριζε την δημιουργία της κύστης κατά την εμβρυακή ηλικία. Αυτό, και μόνον αυτό, σύμφωνα με τις οδηγίες αλλά και τις δικές του ιατρικές γνώσεις, εξασφάλιζε την ελληνικότητα των παιδιών εκείνων. Την βιολογική. Διότι την πνευματική θα την αποκτούσαν μεγαλώνοντας πλάι στον Ηγούμενό τους και ανάμεσα στους χίλιους επτακόσιους έντεκα τόμους της βιβλιοθήκης της Μονής. Αυτοί χτίσανε το καθολικό, που η τράπεζά του έκρυβε στην πραγματικότητα τα οστά των γονέων των δυο φίλων. Οι γονείς εκείνοι υποτίθεται πως αναπαύονταν σε δυο κενοτάφια πίσω από το Ιερό του Παντοκράτορα, στην Πόλη. Το γεγονός αυτό, φυσικά, σήμαινε πως η περίλαμπρη εκκλησία που είχαν χτίσει δεν ήταν καν Ναός, αφού στερούνταν λειψάνων Αγίων!
Τούτο όμως δεν εμπόδιζε τον Χαρίδημο να τελεί απαρεγκλίτως όλες τις προβλεπόμενες ιεροπραξίες, που για τον ίδιο δε σήμαιναν τίποτα, πέρα από την τέλεια παραλλαγή των αληθινών του στόχων. Εξ΄ άλλου δεν χειροτονήθηκε ποτέ, από κανέναν αληθινό επίσκοπο. Από καιρό είχε κατανοήσει το κακό που είχαν προκαλέσει στην ανθρωπότητα τα πάσης φύσεως ιερατεία. Ο μυστικισμός των Πυθαγορείων, πάντα του προκαλούσε αγανάκτηση. Πολύ περισσότερο, όταν γνώριζε πως εκείνοι οι τόσο υπερτιμημένοι ψευδοεπιστήμονες δυνάστευαν μια ολόκληρη πόλη, στο όνομα της σπουδαιοφανούς βαρβαρικής τους λατρείας. Όσο για τα Αθηναϊκά ιερατεία, και μόνο το γεγονός πως εγκλώβισαν με τις διαμάχες τους τον πατέρα της δραματικής ποίησης, εξορίζοντάς τον και αποστερώντας του την τόσο αγαπημένη του πατρίδα, αρκούσε για να του προκαλούν αποστροφή. Τα κατοπινά, ακόμα και το χριστιανικό, δεν ήταν παρά κακέκτυπα των προηγουμένων, και ανάξια της προσοχής του. Για ‘κείνον, μόνο το μοντέλο των Δελφών, στο βαθμό που αποτελούσε πολιτικό μάλλον, παρά θρησκευτικό κέντρο, ήταν αποδεκτό. Το θείο, έλεγε και ξανάλεγε ο δάσκαλός του Λέων, στέκεται πάνω και πέρα από τα σύμβολα που οι άνθρωποι έχουν επινοήσει για το κατανοούν. Αυτός όμως είχε προχωρήσει πιο μακριά από τον θρησκευόμενο Λέοντα. Απέρριπτε τελείως την ιδέα πως κάτι έξω από τον κόσμο μπορούσε να μας εξουσιάζει και θεωρούσε την επιστήμη, την πραγματική επιστήμη, ως οδηγό της δικής του ζωής. Η απογοήτευση που ένοιωσε, όμως, διαβάζοντας και κατανοώντας την δεύτερη επιστολή, ήταν τεράστια, διότι το κείμενο αυτό των οκτώ γραμμών ανέτρεπε όλα του τα σχέδια.

Έχοντας τελέσει τον πανηγυρικό Εσπερινό του Ευαγγελισμού, είχε αποσυρθεί στο Ηγουμενείο. Στο φως μιας λαμπάδας, φτιαγμένης από το κερί του ευάριθμου μελισσιού της μονής, διάβασε την οδηγία του ανώνυμου αποστολέα, που ήταν βέβαιος πως δεν ταυτίζονταν ούτε με τον πατέρα του, ούτε με τον δάσκαλό του. Έπρεπε να αριθμήσει και να ταξινομήσει τα βιβλία της μονής βάσει μιας αριθμητικής ακολουθίας* που υπάκουε στον κανόνα της χρυσής τομής. Τα ήδη αριθμημένα βιβλία θα αναταξινομούνταν βάσει της ακολουθίας και μέχρις εξαντλήσεως των τόμων. Κατόπιν, θα άρχιζε η ανάγνωση και αντιγραφή των περιεχομένων τους. Τέλος, στα νέα κείμενα θα επισημαίνονταν η σελίδα και ο στίχος της σελίδας αυτής, που θα αντιστοιχούσε στον αριθμό του βιβλίου. Δηλαδή, ο πρώτος στίχος της πρώτης σελίδας του πρώτου βιβλίου, ή ο όγδοος στίχος της όγδοης σελίδας του όγδοου βιβλίου. Κατανοούσε πως οι σεσημασμένοι στίχοι συνέθεταν ένα νέο κείμενο, το οποίο τον άφηνε παγερά αδιάφορο, όπως και η όλη συνωμοτική διαδικασία που υπηρετούσε, μόνο ως φόρο τιμής στον σπουδαίο του δάσκαλο. Αυτός ήταν εκεί για την μελέτη. Μια μελέτη που είχε ξεκινήσει από την πρώτη κι όλας μέρα της εγκατάστασής του στην σπηλιά πάνω από τα ερείπια του ναού του Δία. Όταν άνοιξε τα επτασφράγιστα κιβώτια και έπιασε στα χέρια του τα πολύτιμα αυτά κειμήλια της επιστήμης, ένοιωσε ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, την ανατριχίλα ενός μύστη - αυτός ο ορθολογιστής. Αγνοούσε και την ύπαρξη ακόμα τούτης της συλλογής. Πώς μπόρεσαν να του την κρύβουν τόσον καιρό;
Αυτό όμως που τον τρόμαξε, αυτό που τον εξόργισε πραγματικά, δεν ήταν ούτε η απόκρυψη της συλλογής, ούτε το γεγονός πως ολοφάνερα υπηρετούσε ένα Ιερατείο, αλλά το γεγονός πως ήταν πλέον παγιδευμένος. Δε θα έφευγε ποτέ από αυτό το μοναστήρι, για να ταξιδέψει στους σπουδαίους προορισμούς των ονείρων του. Η τελευταία γραμμή της επιστολής τον προειδοποιούσε, όχι τόσο με το νόημα της, όσο με αυτό που προέκυπτε από μια αποκωδικοποίηση της φράσης «Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»! Η τελευταία αυτή φράση, αποκομμένη τελείως από το κυρίως σώμα της επιστολής, ήταν ολοφάνερη προσθήκη του δασκάλου του. Ήταν η προειδοποίηση για το τέλος που τον περίμενε.

*
πρόκειται για τους περίφημους αριθμούς Fibonacci. Η μορφή της ακολουθίας είναι η εξής: 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, 21, 34, 55, 89, 144, …, Ενώ ο λόγος δύο διαδοχικών όρων τείνει στην χρυσή τομή. Οι αριθμοί Fibonacci είναι το αριθμητικό σύστημα της Φύσης. Εμφανίζονται παντού, από τη διάταξη των φύλων στα φυτά, μέχρι το μοτίβο των πετάλων σε ένα λουλούδι, τα κομμάτια ενός κουκουναριού και τις βαθμίδες ενός ανανά. Οι αριθμοί Fibonacci βρίσκουν εφαρμογή, ή διέπουν, την ανάπτυξη κάθε ζωντανού οργανισμού, ένα απλό κύτταρο, ένα σπυρί σιταριού, μια κυψέλη μελισσών και ίσως την ίδια την ανθρωπότητα.

Αληθής λόγος Πέμπτος: Η Πανάκεια
Ο Λέων, εκτός από αρχιτέκτων, ήταν και εξαίρετος γιατρός. Στο ισόγειο της περικαλλούς έπαυλης, που μαζί με τον Ευγένιο είχαν κτίσει στην συνοικία του Ιπποδρόμου, είχε εγκατεστημένο το ιατρείο του. Είχε μάλιστα προχωρήσει, πέρα από τις κλασικές ιατρικές πράξεις της εποχής και στην δημιουργία ενός ψυχοθεραπευτηρίου, κατά τα πρότυπα των Ασκληπιείων. Εκεί γιάτρευε, όχι πάντα με επιτυχία, αρκετούς ανθρώπους, που οι άλλοι γιατροί τους είχαν ξεγραμμένους. Φυσικά, ασκούσε πάντα το ιατρικό δόγμα του Ιπποκράτη και μόνο στο θέμα των ψυχασθενών έκανε μιαν υποχώρηση υπέρ του, τόσο κατακριμένου από το πρότυπό του, ιερατικού τρόπου των Ασκληπιάδων. Όταν πάλι καμιά φορά, νέοι άνθρωποι κινδύνευαν να αφήσουν την τελευταία τους πνοή στα χέρια του, συνήθιζε να λέει: «Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον». Έπειτα πήγαινε στην βιβλιοθήκη, κι επέστρεφε από ‘κεί με ένα σακουλάκι σκόνη, στο χρώμα της ώχρας. Αυτήν την σκόνη, που την ονόμαζε περιπαικτικά «πανάκεια», αφού την διέλυε σε νερό, την έδινε στους νέους εκείνους που δεν μπορούσε να γιατρέψει αλλιώς. Τις περισσότερες φορές γιατρεύονταν. Αλλά κι όταν δεν τα κατάφερνε ούτε με την πανάκεια, οι συγγενείς τους τον ευγνωμονούσαν. Ξέρανε πως ότι μπορούσε ανθρωπίνως να γίνει, είχε γίνει.
Η φράση αυτή του Λέοντος, γραμμένη κάτω από το κείμενο της δεύτερης επιστολής, έβαζε τον Χαρίδημο σε σκέψεις. Παρέπεμπε ολοφάνερα στην Πανάκεια, για την οποία το μόνο που είχε καταδεχτεί να του πει ο δάσκαλός του ήταν πως την έπαιρνε από έναν θάμνο, ο οποίος ενδημούσε αποκλειστικά στον Πάρνωνα. Το παιδικό όραμα του Ιππία, η ανίχνευση και παραγωγή των στοιχείων που καθιστούσαν αυτήν την σκόνη τόσο δραστική, ξαναζωντάνευε. Όλα αυτά τα χρόνια υπήρχαν τόσοι άλλοι επιστημονικοί τομείς, που τον είχαν κάνει να λησμονήσει την μαγική σκόνη του δασκάλου του. Εκείνος όμως, που μάντευε πως το πείσμα και ο ορθολογισμός του μαθητή θα έθεταν σε κίνδυνο την αποστολή του, φρόντισε με αυτήν την φράση να επαναφέρει στην μνήμη του το όραμα. Έτσι, από τη μια η τεράστια και ανεξερεύνητη βιβλιοθήκη, κι από την άλλη η θρυλική Πανάκεια, θα κρατούσαν για πάντα τον Ηγούμενο στο Μοναστήρι.

Τα επόμενα χρόνια κύλησαν με την αναταξινόμηση των τόμων της βιβλιοθήκης και την επισήμανση των αντίστοιχων στίχων. Παράλληλα, οι δόκιμοι, που είχαν γίνει πια κανονικοί μοναχοί, διδάσκονταν από τον Ηγούμενό τους και τα βιβλία του όλην την ανθρώπινη σοφία. Το μόνο που στεναχωρούσε τον Χαρίδημο ήταν που δεν μπορούσε να σκαρφιστεί έναν τρόπο, για να προσθέσει στο πρόγραμμα της μονής και την γυμναστική, ώστε να εκπληρωθεί η αρχαία επιταγή «Νους υγιής, εν σώματι υγιή». Αυτό ήταν αδύνατο. Διότι, και αν ακόμα έπειθε τους μοναχούς για την αναγκαιότητα της άθλησης, τι θα λέγανε στους χωρικούς ή τους κληρικούς που τους επισκέπτονταν κάθε μέρα, όταν θα τους έβλεπαν ολόγυμνους να εκτελούν ασκήσεις πυκνής τάξεως; Έτσι, η άθληση των μαθητών του, επαφίονταν στα χειρωνακτικά διακονήματα της μονής. Ένα από αυτά ήταν και συλλογή και καταγραφή όλων των αυτοφυών θάμνων και ποών του Πάρνωνα. Κάθε πρωί, μετά την θεία λειτουργία, οι δύο μοναχοί που ήταν επιφορτισμένοι με το διακόνημα της φυτολογίας ξεκινούσαν και σάρωναν μια περιοχή του όρους. Μετέφεραν τα ευρήματά τους στο ιατρείο της Μονής, όπου ο Χαρίδημος, πειραματιζόμενος σε αδελφούς που τύγχανε να ασθενήσουν, έψαχνε να βρει την Πανάκεια. Φυσικά πάντα φρόντιζε να έχει πρόχειρο και το ενδεδειγμένο φάρμακο – δεν ήθελε να χάσει κανέναν από τους 88 στρατιώτες του.
Με αυτόν τον τρόπο ο Χαρίδημος πίστευε πως αργά ή γρήγορα θα εντόπιζε το φυτό από το οποίο προέρχονταν η σκόνη. Είχε μάλιστα αρχίσει να δημιουργεί και συνδυασμούς μεταξύ των εκχυλισμάτων του. Μια παράμετρος σημαντική, αφού ο δάσκαλός του δεν είχε αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο. Το μόνο που είχε καταφέρει ωστόσο, σαράντα χρόνια μετά το άνοιγμα της πρώτης επιστολής, ήταν να παράξει εκατόν πενήντα διαφορετικά φάρμακα, για όλες σχεδόν τις γνωστές ασθένειες της εποχής. Όχι όμως και την Πανάκεια. Αλλά δεν απελπίζονταν. Οι επόμενες τρεις επιστολές περιείχαν, όπως είχε προβλέψει, οδηγίες για τον τρόπο της καταγραφής και της συντήρησης. Προτείνανε την υιοθέτηση της μικρογράμματης γραφής, αν και εφόσον η γραφική ύλη καθίστατο σπάνια. Ακόμη, απαιτούσαν την παροχή κάθε συνδρομής στους επισκέπτες της βιβλιοθήκης, υπό τον όρο πως οι σεσημασμένοι στίχοι θα είχαν αφαιρεθεί από το κείμενο. Για τους μη σεσημασμένους ακόμα τόμους, δεν χρειάζονταν προφυλάξεις. Το περίεργο ήταν πως οι στίχοι που έπρεπε να απαλειφθούν δεν προσέθεταν καμιά ουσιαστική πληροφορία στο κείμενο, ούτε διέκοπταν τον ειρμό του. Έτσι, κανείς επισκέπτης δεν είχε παρατηρήσει την απουσία τους. Οι μόνες ουσιαστικές οδηγίες ήταν πως απαγορεύονταν αυστηρά η υποδοχή άλλου μοναχού στο κοινόβιο και πως από το 144ο βιβλίο έπρεπε να επισημανθούν οι 144 πρώτοι στίχοι, κι όχι μόνον ο 144ος . Ήταν το βιβλίο με τις Σιβυλλικές προφητείες.

Για να μπορέσουν να αποφύγουν τους επίμονους υποψήφιους μοναχούς, είχαν επινοήσει και υπέβαλαν τους δόκιμους στα μαρτύρια του Ταντάλου. Οι περισσότεροι βέβαια δραπέτευαν την νύχτα όταν τους ανέθεταν να σαρώσουν σε μια μέρα τετραπλάσιο χώρο του βουνού απ’ όσο μπορούσε ένας έμπειρος μοναχός. Ή όταν τους έβαζαν επί τρία μερόνυχτα δήθεν να προσεύχονται, σε άπταιστη Αττική και άρα ακατανόητη, απαγγέλλοντας στην πραγματικότητα το συμπόσιο του Πλάτωνα. Για όσους όμως επέμεναν, άξιους κατά άλλα Έλληνες και ευσεβείς Χριστιανούς, επεφύλασσαν το κόλπο με την καμπάνα. Είχαν κατασκευάσει, εμπνεόμενοι από κάποιο σύγγραμμα του Ήρωνα, διευθυντή του ξακουστού Μουσείου κατά τον 1ο αιώνα, έναν μηχανισμό που παγίδευε την μεγάλη καμπάνα της Μονής. Όταν ο μοναχός που θα υπεδείκνυε το διακόνημα του εκκλησιαστικού στον υποψήφιο έπιανε το σχοινί, ο Χαρίδημος απασφάλιζε τον μηχανισμό και η καμπάνα χτυπούσε μια χαρά. Μόλις όμως πήγαινε να δοκιμάσει ο υποψήφιος ασφάλιζε την καμπάνα, η οποία αρνιόταν να λικνιστεί στο κάλεσμα του δύστυχου εκείνου, που εν τω μεταξύ είχε υποστεί τα πάνδεινα. Αυτή ήταν η τελευταία γραμμή άμυνας της Μονής. Με αυτόν τον τρόπο, είχαν καταφέρει να αποφύγουν νέες προσχωρήσεις στις τάξεις της αδελφότητας. Ενώ στον κόσμο είχε εδραιωθεί η πεποίθηση πως αυτοί οι 89 άνθρωποι ήταν κάτι παραπάνω από Άγιοι, αφού γιάτρευαν, μόρφωναν και τροφοδοτούσαν με δωρεάν ξυλεία, μέλι και κρασί όλην την γύρω περιοχή. Κι εκείνοι, οι τόσο αντισυμβατικοί στην πραγματικότητα καλόγεροι, κατακτούσαν απερίσπαστοι την γνώση και υπηρετούσαν – χωρίς να το ξέρουν – το σχέδιο του θεού. Ώσπου μια μέρα, δέχτηκαν μια περίεργη επίσκεψη.

Αληθής λόγος Έκτος: Ο γρίφος της Αποκάλυψης
Ο μοναχός Τιμολέων, κατά κόσμον Λέων, γεννήθηκε στο Άστρος. Όταν οι γονείς του τον φέρανε στο ασκηταριό του πατρός Χαρίδημου, στη σπηλιά πάνω από τα χαλάσματα, ήταν 12 ετών και μοναχοπαίδι. Γι αυτό, όταν του εξηγούσαν πως θα παρέμενε εκεί ακολουθώντας τον μοναστικό βίο, δοκίμασε διπλή έκπληξη. Οι γονείς του, που πάντα θέλανε πολλά παιδιά – και ποιος δεν τά ‘θελε - αλλά ο Θεός δεν τους αξίωσε, εγκατέλειπαν τώρα το μοναχοπαίδι τους στα χέρια ενός ξένου. Και μάλιστα, τη στιγμή που δεν διακρίνονταν και για την ευσέβειά τους. Ωστόσο, πάντα πειθήνιος και εκ φύσεως ταπεινόφρων, δεν αντέδρασε στην θέληση των γονιών του. Με τον καιρό άρχισε να καταλαβαίνει όλα αυτά που τότε του φαινόταν περίεργα. Πρώτα απ’ όλα κατάλαβε πως οι 88 μοναχοί, που τελικά απαρτίσανε την κοινότητα, είχαν τα ονόματα των 88 βασιλέων της Σπάρτης από την εποχή των Ηρακλειδών μέχρι την Ρωμαϊκή κατάκτηση. Ο κατάλογος των Βασιλέων, μοναδικός όπως αντιλήφθηκε εκ των υστέρων, ήταν καταχωρημένος σε έναν πάπυρο των χρόνων του Χριστού και συγγραφέας του ήταν κάποιος Χαρίδημος από την Θράκη. Εκείνο που ποτέ δεν κατάλαβε, ήταν το γιατί ο Ηγούμενος είχε προσθέσει αυτό το Τιμο- μπροστά από το όνομά του. Αφού ήταν ολοφάνερο πως το δικό του όνομα αντιστοιχούσε στον Βασιλιά Λέοντα από το γένος των Αιγιάδων. Κανενός άλλου το όνομα δεν είχε αλλάξει, μόνο το δικό του. Ένα άλλο που κατάλαβε, από πολύ πιο νωρίς, ήταν πως το μοναστήρι τους δεν έμοιαζε με τα άλλα. Μπορεί να μην είχε σπουδαίες γνώσεις περί της μοναστικής ζωής, αλλά επ’ ουδενί δεν θύμιζαν τους καλόγερους που κατά καιρούς πέρναγαν από την περιοχή. Κι έπειτα, πώς γινότανε και αντί για προσευχές και μετάνοιες, αναλώνονταν σε ταξινομήσεις και αντιγραφές, παραμελώντας ακόμα και τον εκκλησιασμό; Άλλη ήταν η δουλειά που έπρεπε να κάνουν, όχι να προσεύχονται και να μετανοούν. Οργανώνοντας την κοινότητά τους σύμφωνα με το καθεστώς των ομοίων, υπό την αίρεση πάντα της ακτημοσύνης, λάμβαναν όλες τις αποφάσεις που αφορούσαν τα τρέχοντα θέματα με ομοφωνία. Συζητήσεις επί συζητήσεων, μέρες ολόκληρες, έως ότου συμφωνήσει και ο τελευταίος καλόγερος για την ανάγκη μείωσης του πλήθους των μελισσών, ή το φύτεμα μιας παραπάνω σηροτροφικής μουριάς. Αυτό βέβαια, κανέναν δεν παραξένευε. Στην Λακωνία πάντα αργούσαν να πάρουν αποφάσεις. Τα μόνα που δεν συναποφάσιζαν ήταν η σύνθεση της κοινότητας και το περιεχόμενο της εργασίας στη βιβλιοθήκη. Το ένα ήταν σταθερό. Το άλλο διαμορφώνονταν σύμφωνα με τις εντολές του Γέροντα, οι οποίες ανανεώνονταν κάθε οκτώ χρόνια. Ακριβώς κάθε οκτώ χρόνια. Ανήμερα του Ευαγγελισμού.

Αυτά θυμόταν, ανασκαλεύοντας την μνήμη των 40 χρόνων, ο μοναχός Τιμολέων, όταν χτύπησε το σήμαντρο της κεντρικής πύλης του μοναστηριού. Έχοντας το διακόνημα του Πορτάρη, σήκωσε τους 52 χρόνους του από το ξύλινο κρεβάτι του κελιού και έσπευσε να ανοίξει. Αν και είχαν κατασκευάσει έναν μηχανισμό που τους επέτρεπε να ανοίγουν την πύλη αυτόματα, έπρεπε ο επισκέπτης να γνωρίζει και να κινήσει έναν μοχλό προσαρμοσμένο στην κουφάλα ενός γέρικου πλατάνου, μερικά μέτρα μακριά, που ενεργοποιούσε τον μηχανισμό. Αλλά για να το γνωρίζει έπρεπε να είναι μοναχός. Διασκέδαζε πραγματικά ο Τιμολέων όταν κάποιος επισκέπτης τύχαινε να δει το απίστευτο φαινόμενο μιας πόρτας που άνοιγε μόνη της για να υποδεχτεί έναν μοναχό που επέστρεφε από το διακόνημά του. Αλλά, πέρα από την αρχική έκπληξη, κανείς δεν δοκίμαζε να ερμηνεύσει αυτό το εκ θεού σημάδι της Αγιοσύνης των 89 εκείνων αγγέλων που φύλαγαν τις βασανισμένες ζωές των κατοίκων της περιοχής. Σήκωσε λοιπόν το μάνταλο του παραθύρου και άνοιξε να δει ποιος είναι. Αυτό που αντίκρισε ήταν πέρα για πέρα απίστευτο.
Μπροστά στην πύλη στεκόταν ένας καλόγερος. Ή τουλάχιστον έμοιαζε να είναι. Πίσω του, σαν χορός ψαλτάδων γύρω από το αναλόγιο, στεκόντουσαν δεκάδες μαυροντυμένες γυναίκες, που έμοιαζαν για μοναχές. Οι άνθρωποι αυτοί, που έφτασαν εκεί χωρίς κανείς να τους αντιληφθεί (και να προηγηθεί το νέο της άφιξής τους), ζητούσαν να τους ανοίξουν και να τους οδηγήσουν στον Ηγούμενο, παρόλο που μόλις είχε τελειώσει το Απόδειπνο και η παραμονή γυναικών στη μονή κατά τη διάρκεια της νύχτας απαγορεύονταν δια ροπάλου! Μόλις κατάφερε να συνέλθει από την έκπληξη ο Πορτάρης, έσυρε το σχοινί που ειδοποιούσε τον Ηγούμενο, κι εκείνος έσπευσε να δει τι συμβαίνει. Αφού άκουσε, εμβρόντητος κι αυτός, τα ίδια που είχε ακούσει κι ο Τιμολέων, ζήτησε να τους αφήσει να περάσουν και να τους οδηγήσει στο Αρχονταρίκι. Εκεί, με τις υποτιθέμενες μοναχές θρονιασμένες στα στασίδια ολόγυρα και τον επικεφαλής τους αντίκρυ στον Ηγούμενο, άρχισε η αποκάλυψη της γριφώδους αυτής κουστωδίας.
«Γέροντα, γιατί δεν ανοίγεις πρώτα την 6η επιστολή;» είπε ο επισκέπτης.
Ήταν 25η Μαρτίου του 753. Ο Χαρίδημος θα έπρεπε κανονικά να είχε ανοίξει από το πρωί την 6η επιστολή. Αλλά λίγο η βεβαιότητα πως θα περιείχε πάλι κάποιες τυπικές οδηγίες για την αντιγραφή, λίγο ο φόρτος της μέρας με την επίσκεψη του τοπικού επισκόπου, είχε αμελήσει. Έβγαλε λοιπόν, ο έκπληκτος Ηγούμενος, από την τσέπη του ράσου την επιστολή και την άνοιξε. Ήταν η πιο λιτή από όλες όσες είχε διαβάσει ως τότε: «ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ φ8».
«Λοιπόν» είπε ο άλλος «να ανοίξω κι εγώ την δική μου;»
Και τότε ο Χαρίδημος κατάλαβε γιατί το πρόσωπο του παράξενου επισκέπτη τού φάνηκε οικείο.
«άνοιξέ την» απάντησε.
Εκείνος την άνοιξε. Έγραφε ακριβώς το ίδιο.
Φώναξε τον Τιμολέοντα, που στεκόταν έξω από την πόρτα. Του ζήτησε να τακτοποιήσει τις αδερφές στο εργαστήριο της βιβλιοδεσίας και το αναγνωστήριο και να επιστρέψει με τον τόμο της Αποκάλυψης και μία καθαρή περγαμηνή. Αυτός, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει, αφού έκανε ό,τι του ζητήθηκε, επέστρεψε και βρήκε τους δυο γέροντες να συζητούν ήρεμοι και χαμογελαστοί. Ο Ηγούμενος του θύμισε την ακολουθία βάσει της οποίας έκαναν την αναταξινόμηση των βιβλίων. Του ζήτησε, παραλείποντας τον πρώτο όρο, να την εφαρμόσει στην αποκάλυψη του Ιωάννη. Εκείνος κάθισε κι άρχισε να αντιγράφει. Πρώτος στίχος – πρώτη λέξη. Δεύτερος στίχος – δεύτερη λέξη. Τρίτος, πέμπτος, όγδοος...
«Έγραψες οκτώ λέξεις;» Ρώτησε ο Ηγούμενος. Και με το ναι του καλόγερου, συνέχισε: «διάβασε τώρα φωναχτά».
«ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΕΜΑΡΤΥΡΗΣΕ ΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΩΝ Ο ΛΕΓΕΙ ΠΕΡΙΕΖΩΣΜΕΝΟΝ ΠΟΡΝΕΥΕΣΑΙ ΑΥΤΗΝ»
«Τι καταλαβαίνεις από αυτό;»
«Αν θα έπρεπε να βγαίνει κάποιο νόημα, θα ήταν:
Η Αποκάλυψη σου μαρτύρησε, διαβάζοντας αυτό που λέει, εκείνον που φοράει τη ζώνη.
Σε εξώγαμο έρωτα συνευρέσου με αυτήν

Αληθής λόγος Έβδομος: Δυο φίλοι απ’ τα παλιά
Τους βρήκε το ξημέρωμα, να αναπολούν τα παιδικά τους παιχνίδια. Τα χρόνια της ξεγνοιασιάς. Θυμήθηκαν την Χαλκηδόνα, τον Ιππόδρομο, τον – τόσο απρόσμενο – Παντοκράτορα, το αίθριο του σπιτιού τους και το πλυσταριό. Εκεί που σκάρωναν σκανταλιές και μάθαιναν τον άνθρωπο των ενστίκτων και της απλής λαϊκής αλήθειας. Ήταν τόσο απρόσμενο, αλλά και τόσο πικρό τώρα πια. Δυο φίλοι, που μεγάλωσαν σαν αδέρφια, που χωρίστηκαν ξαφνικά, ξανασμίγουν πάλι ξαφνικά και απροσδόκητα για να χωριστούν εκ νέου. Είπαν ακόμα για την αποστολή τους. Όσον καιρό ο Χαρίδημος αποκωδικοποιούσε την βιβλιοθήκη και αναζητούσε την Πανάκεια, ο Μελάγχθων συγκέντρωνε εικόνες. Όσο θυμάται το εξαγριωμένο πλήθος να κομματιάζει τον αξιωματικό που τόλμησε να αφαιρέσει την εικόνα του Παντοκράτορα από την Χαλκή Πύλη. Λίγο έλειψε να λιντσάρουν και τον ίδιο. Τους εξευμένισε τελικά χαράζοντας στην θέση της έναν μεγάλο σταυρό. Η 3η και η 4η επιστολή, του είχαν υπαγορεύσει ένα νέο εικονοκλαστικό διάταγμα και έναν γάμο. Αλλά αυτά δεν τον απασχολούσαν εκείνη την στιγμή.

«Ώστε λοιπόν, είσαι ο Μέγας Λογοθέτης του Ιερού παλατιού» είπε ο Χαρίδημος, καθώς θαύμαζε την χρυσοποίκιλτη ζώνη, διακριτικό σημάδι του οφικίου του Μελάγχθωνα.
«Κι εσύ ένας ταπεινός Ηγούμενος»
«στην αρχή είχα θυμώσει» είπε ο Ηγούμενος «αλλά με τον καιρό συμβιβάστηκα. Και τώρα, κυνηγάς τι εικόνες… Καλά να πάθουν, εδώ που τα λέμε. Κατηγορούσαν τα αγάλματα των Ελλήνων ως είδωλα. Τώρα πληρώνονται με το ίδιο Νόμισμα. Εμείς, όπως βλέπεις, έχουμε μπόλικες εδώ. Μπορείς να καταστρέψεις όποια σου κάνει κέφι. Μαθαίνω όμως πως έχετε έναν πολύ άγριο αντίπαλο. Ήδη, εδώ τον θεωρούν Άγιο. Λένε πως ο Χαλίφης του έκοψε το δεξί χέρι, κι αυτό γιατρεύτηκε!»
«Μην στεναχωριέσαι και είναι μετρημένα τα ψωμιά του Μανσούρ. Δε θα επιτρέψουμε να υπαγορεύεται η πολιτική της αυτοκρατορίας από τον γιο του Λογοθέτη του Χαλίφη! Αυτός ο Βάρβαρος, που τώρα κατοικοεδρεύει στις ερήμους της Παλαιστίνης, έχει ήδη δηλητηριατεί από το ίδιο του το φαρμάκι: Τα εικονολατρικά συγγράμματα που συντάσσει!»«Δηλαδή, προμηθεύσατε με δηλητηριασμένες περγαμηνές την Μονή του Αγίου Σάββα;» αναρωτήθηκε ο Ηγούμενος.
«Φυσικά. Αφού αυτό υπαγόρευε η 5η επιστολή. Αλλά εμάς τώρα μας ενδιαφέρει η 6η». Και στράφηκαν σε αυτήν.

Το κείμενο, που συνέθεσαν με βάση την 6η επιστολή, ήταν μια οδηγία. Οι 88 μοναχές που αναπαύονταν στα εργαστήρια της Μονής, ήταν Ελληνοπούλες, επιλεγμένες με τα ίδια ακριβώς κριτήρια που ο Χαρίδημος επέλεξε τους δικούς του καλόγερους. Ήρθαν ως εδώ, για να μεταφέρουν κάτω από τα μοναστικά τους ράσα τις 88 φορητές εικόνες του Παντοκράτορα. Εκείνες που ο Μελάγχθων συγκέντρωσε, προκαλώντας έναν άδικο και αδελφοκτόνο πόλεμο. Οι κοπέλες θα παρέμεναν στο μοναστήρι, με άκρα μυστικότητα, όσο χρειαζόταν για να συλλάβουν τους απογόνους των 88 αδελφών της κοινότητας. Μετά θα επέστρεφαν, μαζί με τον καρπό του εξώγαμου έρωτά τους, στο μοναστήρι της Παναγίας των Βράχων, όπου ανήκαν. Και θα το κάνανε χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Όταν οι γερόντισσες τις μάζεψαν από τα χωριά και τις πόλεις της Ιωνίας, δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Οι περισσότερες θα κατέληγαν στην καλύτερη περίπτωση δούλες κάποιων ευγενών. Στην χειρότερη, πόρνες. Οι γερόντισσες τους είχαν ξεκαθαρίσει εξ αρχής πως δεν θα γίνονταν καλόγριες. Τουλάχιστον όχι σαν τις άλλες. «Θα γεννήσετε τους γιους 88 Βασιλιάδων» είχε πει μια μέρα η Ηγουμένη. Ήταν όλες τους πανέμορφες, ζωντανές και ποθητές. Από 25 έως 33 ετών. Με μάτια σπινθηροβόλα, που σε τίποτα δεν θύμιζαν εκείνο το χαμένο στο πουθενά βλέμμα της καλογριάς. Αλλά και οι σύντροφοί τους, παρά τα χρόνια, είχαν όλοι τους μια ακαταμάχητη γοητεία. Απαλλαγμένοι από το άγχος της επιβίωσης των λαϊκών και τις πνευματικές δοκιμασίες των κληρικών, ζώντας μια ζωή μέτρου και αρμονίας με την φύση, δε μοιάζανε καθόλου για πενηντάρηδες, αλλά πολύ νεώτεροι. Βέβαια, δεν φαντάζονταν ακόμα πως η μοίρα τους ήταν παρόμοια με εκείνη των κηφήνων, που βρίσκανε νεκρούς έξω από τις κυψέλες της μονής, στο κλείσιμο κάθε αναπαραγωγικού κύκλου των μελισσών. Όταν ο Ηγούμενος τους συγκέντρωσε την άλλη μέρα στην Τράπεζα, αφού είχε διώξει όλους τους επισκέπτες με πρόφαση κάποια επιδημία, η οποία ενέσκηψε ξαφνικά, περίμεναν μια νέα ανακοίνωση σχετικά με την βιβλιοθήκη. Ωστόσο, κανείς δεν δυσανασχέτησε σαν έμαθαν πως οι ισάριθμές τους αδελφές ήταν στην πραγματικότητα οι νύφες τους. Οι περισσότεροι ίσως και να το περίμεναν, πως κάποτε θα συνέβαινε κι αυτό.

Εικοσιοκτώ ημέρες έμειναν στο μοναστήρι οι καλόγριες. Έφυγαν έτσι ξαφνικά και απαρατήρητες, όπως είχαν έρθει. Το μοναστήρι ξανάνοιξε τις πύλες του στον κόσμο, κι απέκτησε πάλι τους κανονικούς του ρυθμούς. Η αντιγραφή και ανασύνταξη των βιβλίων προχωρούσε. Ενώ οι 88 εικόνες του Παντοκράτορα βρίσκονταν κρυμμένες μέσα στην Αγία Τράπεζα του ναού. Στο Ηγουμενείο, το πορτραίτο του δωρητή της βιβλιοθήκης έφερε τώρα και την υπογραφή του Μεγάλου Λογοθέτη του Ιερού Παλατιού: «Μελάγχθων, ελέω θεού Μέγας λογοθέτης των Ρωμαίων, Χαριδήμω, τω πανιερωτάτω και τοις συν αυτώ Μοναχοίς. ΓΝΨ΄έτος Κυρίου, Απριλίου Δ΄». Σε όσους ρωτούσαν, απαντούσε ο Ηγούμενος πως ο Ευεργέτης τους, λίγο πριν πεθάνει, είχε διατελέσει Μέγας λογοθέτης και έστειλε αυτό το πορτραίτο, για να αντικαταστήσει το παλιό.
Ο Μελάγχθων, αφού οδήγησε τις κοπέλες με πολεμικά καράβια πίσω στο μοναστήρι τους, έσπευσε να παραστεί στην σύνοδο της Ιέρειας και να φροντίσει να αντικατασταθεί ο κεκοιμημένος εικονολάτρης Πατριάρχης, από έναν καλόγερο του χεριού του. Εκεί πληροφορήθηκε τον θάνατο του Μανσούρ στην Μονή του Αγίου Σάββα, έξω Από την Ιερουσαλήμ. Εκείνου που αργότερα θα έμενε στην ιστορία με το όνομα Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Το μόνο που δεν μπορούσε να χωνέψει, ήταν ο γάμος του νέου αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου του πέμπτου (που οι αιρετικοί τον ονόμαζαν Κοπρώνυμο) με την Πριγκίπισσα των Χαζάρων Ειρήνη. Συμπεθεριό με τους Εχθρούς του Ελληνισμού; Όσο κι αν η διπλωματία το επέβαλε, δημιουργούσε πολλά προβλήματα στο δικό του σχέδιο. Βέβαια θα φρόντιζε να επανορθώσει αργότερα με έναν ακόμα γάμο. Μια άλλη Ειρήνη θα παντρεύονταν τον καρπό αυτού του συνοικεσίου και θα γιάτρευε όλες τις πληγές που άνοιξε ο Μελάγχθων με τα διατάγματά του. Μια κοπέλα, που αυτός φρόντισε με μεγάλη μαεστρία να διαθέτει (ψευδεπίγραφους) τίτλους και τιμές. Που ο ίδιος σύστησε στο Παλάτι. Μια γνήσια Ελληνίδα πριγκίπισσα. Κόρη ενός αληθινού Σπαρτιάτη Βασιλιά και μιας αληθινής Ελληνίδας μάνας. Το μοναδικό κορίτσι που γέννησαν εκείνα τα 88 σμιξίματα στα κελιά της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος. Ήταν η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία.

Αληθής λόγος Όγδοος: Οι πύλες του Άδη

Ακρωτήριον Ταίναρον. ΟΙ πύλες του Άδη
«Και εσείς που στην Πύλη τα βήματα σας οδηγούν αναζητήστε το σπήλαιο και μπαίνοντας με σεβασμό και δέος σταθείτε στην παράξενη σιωπή του και του Ταινάρου το Άγος ξεπλύνατε.»

Αυτό έγραφε η 8η επιστολή. Αφού είχε φροντίσει να γίνει ο γάμος της Ειρήνης με τον διάδοχο και παραιτήθηκε από το οφίκιο του Μεγάλου Λογοθέτη, όπως όριζε η 7η επιστολή, ο Μελάγχθων ξεκίνησε για την τελευταία του αποστολή. Να ξεπλύνει το άγος του Ταινάρου.

«Με αργά βήματα προχωρώ σε ένα λαξευτό πέτρινο λούκι πολλών μέτρων. Παρατημένο εδώ και αιώνες, με τα χόρτα να το καλύπτουν, χρειάζεται να ψάξεις για να το βρεις και κουράγιο να το ακολουθήσεις, αφού διαφόρων ειδών και μεγεθών ερπετά πετάγονται τρομαγμένα από τα βήματά σου. Ακολουθώ τη ροή του που οδηγεί στη θάλασσα, σε ένα μικρόν ήσυχο όρμο με βράχια τριγύρω. Ένας ψαράς λύνει τη βάρκα του για να βγει στα ανοιχτά, γυρίζει, με κοιτάει, τον χαιρετώ και χαμογελάει. «Είναι μακριά η σπηλιά του Άδη;», τον ρωτώ και εκείνος μου απαντά: «Όχι πολύ, αλλά δεν έχει και τίποτε σπουδαίο να δεις». Περπατώ επάνω σε ένα αρχαίο ψυχοπομπείο και ομολογώ πως αισθάνομαι περίεργα. Οι πύλες του Άδη δεν είναι μακριά, μα ο βαρκάρης δεν δέχεται να με πάει μέχρι εκεί. 'Όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται μακάβρια, αλλά σκηνοθετούν απλά ένα ταξίδι που κάποτε όλοι θα ακολουθήσουμε... είτε το θέλουμε είτε όχι.»*
Όταν ο Ιππίας βρήκε το γράμμα πλάι στο παγωμένο πτώμα, βεβαιώθηκε. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν του Μελάγχθωνα. Έκατσε να ξεκουραστεί και να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη.

Η δική του 7η επιστολή όριζε να αντιγράψουν όλα τα κείμενα που ήταν αποτυπωμένα πάνω στο ανοιχτό ευαγγέλιο που κρατούσε ο Χριστός στις εικόνες του Παντοκράτορα. Αφού τα βάλουν στην σειρά να διαβάσουν το αποτέλεσμα και να κάνουν ό,τι υπαγόρευε. Ήταν μια αναλυτική τοπογραφική περιγραφή της διαδρομής από το μοναστήρι ως το Ταίναρο. Στο Ταίναρο λοιπόν. Εκεί θα πήγαινε. Μόνος του. Όσο για την 8η επιστολή, αυτήν θα την άνοιγε ο Τιμολέων, που θα τον άφηνε πίσω του ως Ηγούμενο της Μονής. Πρώτα όμως έπρεπε να συνθέσουν και να διαβάσουν το κείμενο που προέκυπτε από την κωδικοποίηση των βιβλίων. Φυσικά, ο Χαρίδημος, είχε αρχίσει από την πρώτη στιγμή να συνθέτει τα αποσπάσματα των βιβλίων. Όταν η καταγραφή πλησίαζε στο τέλος της, άρχισε να διακρίνει μέσα στο μεγαλόστομο Ιερατικό κείμενο μια απίστευτη κατασκευή. Με την ολοκλήρωση της αποκωδικοποίησης, δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει την οξυδέρκεια του επιστήμονα που επινόησε αυτήν την συνταγή. Τώρα μπορούσε πια να καταλάβει τι ήταν εκείνες οι αστραφτερές πύλες με το χάλκινο κατώφλι, που τόσο τραγούδησαν οι ποιητές. Κανένας νεκρός, κανένας κολασμένος δεν υπήρχε στον Άδη. Κουφάρια άχρηστα που τα τρώνε τα σκουλήκια είμαστε σαν ξεψυχάμε. Κι οι αθάνατες ψυχές, ενέργεια καθαρή που επιστρέφει στο χώμα. Οι πύλες του Άδη, οι τόσο καλά οχυρωμένες, που τις φυλάγουν Κέρβεροι και Πλούτωνες, κρύβουν κάτω από την γη τους εχθρούς της ανθρωπότητας. Τους εχθρούς του καλού, της αγάπης και της αρμονίας. Αυτός λοιπόν είναι ο Θεός. Η ίδια η ανθρωπότητα. Και η γενιά του Κρόνου, που κράταγε φυλακισμένη την ιστορία, τώρα η ίδια στενάζει κάτω από τις βαριές πύλες του κάτω κόσμου. Κι όλοι αυτοί οι ήρωες που βρέθηκαν στον Άδη δεν πήγαν παρά κυνηγώντας τους δραπέτες, να αποκαταστήσουν την τάξη. Κι ο Χριστός. Ακόμα κι αυτός, κυνηγώντας τους μισητούς εχθρούς έφτασε ως εκεί. Και τώρα ο Χαρίδημος θα γινόταν ο νέος Χριστός, που θα έκλεινε την Πύλη του Άδη, εκεί κάτω στο Ταίναρο.

Γεμάτοι ανησυχία τώρα οι μοναχοί, συγκεντρωμένοι στο Αρχονταρίκι, άκουγαν τον Ηγούμενο να τους εξηγεί:

«Αδελφοί μου, υπηρετήσατε με πίστη και συνέπεια επί 60 χρόνια το σχέδιο του Θεού. Όμως ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούμε. Ηγούμενός σας θα είναι πια ο αδελφός Τιμολέων. Εγώ θα πάω να τελειώσω τη ζωή μου στην άκρη του κόσμου. Πριν από λίγες ώρες ο αδελφός και Ηγούμενός σας τώρα πια, ανακάλυψε μια σιβυλλική προφητεία που προδιαγράφει το φρικτό μας τέλος: «Κι εσείς ψευτοκαλόγεροι του Πάρνωνα, που την αλήθεια αναζητάτε, μάθετέ την. Το φαρμάκι που ποτίσατε τον Άγιο του θεού, επιστρέφει στα δικά σας χείλη, που θα σφραγίζει μια για πάντα». Αυτό σημαίνει πως από καιρό, όλοι μας δηλητηριαζόμαστε σιγά-σιγά από τις σελίδες των βιβλίων που ξεφυλλίζουμε. Επειδή το τέλος είναι κοντά και αντίδοτο δεν υπάρχει, θα σφραγίσετε το μοναστήρι και θα καταστρέψετε κάθε τι που δεν συνάδει με τα συνηθισμένα. Έπειτα, προσευχηθείτε για την σωτηρία σας.»

Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε τους «Βασιλείς της Σπάρτης» ο Ιππίας και τράβηξε για το Ταίναρο.

Τώρα, συνειδητοποιώντας την απίστευτη παγίδα στην οποία είχε παρασυρθεί κόντευε να τρελαθεί. Η εκπληκτική του μηχανή που θα έκλεινε την πύλη του Άδη, ακόμα κι αν έβρισκε τρόπο να φέρει ως εκεί το απαραίτητο ηλιακό φως, ήταν αδύνατον να δουλέψει. Πώς γελάστηκε έτσι; Πώς μπόρεσε να παραβλέψει το γεγονός ότι ο χρυσός αριθμός είναι άρρητος, και άρα καμιά από τις συνισταμένες του δεν μπορούσε να είναι αληθινή;

Όλα ήταν μια τέλεια σκευωρία των Ισαύρων. Χρησιμοποίησαν, ποιος ξέρει πόσους, ανθρώπους άσχετους για να καταλάβουν την εξουσία. Πάτησαν πάνω στα όνειρα και τους πόθους τόσων Ελλήνων, για να σκορπίσουν το μίσος. Δολοφόνησαν τους γονείς τους, για να μην σταθούν εμπόδιο, με την τεράστια επιρροή τους. Απομόνωσαν αυτόν στο μοναστήρι να ψάχνει τις πανάκειες, για να αποκοιμήσουν τον ορθολογισμό του. Και βάλανε τον κακομοίρη τον Μελάγχθωνα, που πάντα ήταν ένας ρομαντικό βλάκας, να συντάσσει νόμους, να δολοφονεί Αγίους και να καταστρέφει εικόνες. Συνωμοσίες δεν φανταζόσουν Ιππία; Ορίστε οι συνωμοσίες. Πολιτικές συνωμοσίες. Ανθρώπινες και ρεαλιστικές. Με χρονικό ορίζοντα και σχέδιο. Όχι συνωμοσίες των θεών και των δαιμόνων. Κι εκείνα τα κακόμοιρα παιδιά. Γέροντες τώρα πια. Αργοσβήνουν πιστεύοντας πως υπήρξαν ήρωες. Ενώ ήταν πιόνια. Θύματα ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος. Από αυτά που συνέχεια συμβαίνουν. Που συνέβαιναν και θα συμβαίνουν στον αιώνα τον άπαντα, με μοχλό μερικούς εύπιστους και ονειροπόλους ανθρώπους.
Χωρίς να το καταλάβει ο Ιππίας είχε αρχίζει να ουρλιάζει τον απελπισμένο του μονόλογο και ξεσπώντας σε ένα παρανοϊκό γέλιο πήδηξε στο τεράστιο χάσμα της σπηλιάς, την ώρα που πίσω στο μοναστήρι, ο Τιμολέων ξεψυχώντας τελευταίος από όλους άνοιγε την 8η επιστολή:
«…αποθνήσκω εν μέσω της βοής των ελάτων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περί Εμού

μετάφραση

ΕΙΠΑΝ - ΕΓΡΑΨΑΝ

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΩΡΑ! - Λένε οι Ιρλανδοί!!!

ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ - It will happen to Greece

Argentina's Economic Collapse (FULL VERSION)

The Money Masters-Οι Αφέντες του Χρήματος

mad.tv

Ακου Βαγγέλη "Vangelis"

Ακου-Διαβάζοντας Long

Ακου-Διαβάζοντας small

Ακου Jazz-Blues

Ράδιο-Δισκοθήκη

Dalkas 88.2 Chalkida, GR >

ειδήσεις απο cebil

Ψάξτε Φθηνότερη Βενζίνη

Archaeology Daily News

Ο Καιρός Σήμερα

Estar

Μην

Ύμνος