ΑΙΣΧΙΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ: Ο νόμος απαγορεύει να τιμώνται οι άρχοντες πριν λογοδοτήσουν
Στα περασμένα χρόνια λοιπόν μερικοί άρχοντες, οι οποίοι αναλάμβαναν τα πιο μεγάλα αξιώματα και διαχειρίζονταν τα δημόσια έσοδα και οι οποίοι δωροδοκούνταν σε κάθε μια απ' τις περιπτώσεις αυτές, παίρνοντας με το μέρος τους τους ρήτορες της βουλής και του δήμου, πολύ πριν τελειώση ο χρόνος της αρχής που διαχειρίζονταν, κατόρθωναν να εξασφαλίσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία τους με τιμητικά ψηφίσματα κι επαίνους, ώστε την ώρα που λογοδοτούσαν για τη διαχείριση της αρχής που ανάλαβαν να βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία όσοι ήθελαν να τους κατηγορήσουν και πολύ περισσότερο οι δικαστές. Γι' αυτό πολλοί απ' αυτούς που ήσαν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν, αν και πιάνονταν επ' αυτοφώρω να κλέβουν τα χρήματα του δημοσίου, γλύτωναν απ' τα δικαστήρια, και πολύ φυσικά. Γιατί, νομίζω, οι δικαστές θεωρούσαν ντροπή να φανή ο ίδιος άνδρας, στην ίδια πόλη, ίσως μάλιστα και στον ίδιο χρόνο, ότι προ ολίγου ανακηρύχθηκε στους θεατρικούς αγώνες πως στεφανώθηκε απ' το δήμο με χρυσό στεφάνι ένεκα της αρετής του και της δικαιοσύνης του και ύστερ' από λίγο ο ίδιος αυτός άνδρας να φανή ότι βγαίνει απ' το δικαστήριο ύστερ' απ' τη λογοδοσία του καταδικασμένος για κλοπή δημοσίων χρημάτων. Αναγκάζονταν λοιπόν οι δικαστές να ψηφίσουν όχι για να καταδικάσουν το έγκλημα που εδίκαζαν εκείνη τη στιγμή, αλλά για να μη ντροπιάσουν το δήμο.
Όταν όμως κάποιος νομοθέτης αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή, εθέσπισε νόμο πάρα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να στεφανώνονται όσοι είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν. Εν τούτοις, αν και ο νομοθέτης πολύ καλά προνόησε γι' αυτά, έχουν επινοηθή δικαιολογίες για να καταπατηθή αυτός ο νόμος, τις οποίες αν κάποιος δεν σας τις υποδείξη, θα εξαπατηθήτε απ' αυτούς χωρίς να το καταλάβετε· γιατί, ανάμεσα σ' αυτούς που παράνομα προτείνουν να στεφανώνονται άρχοντες που δεν έχουν λογοδοτήσει, υπάρχουν μερικοί οι οποίοι από φυσικού τους είναι μετριοπαθείς, αν είναι βέβαια δυνατό να είναι μετριοπαθής κάποιος απ' αυτούς που προτείνουν παράνομα ψηφίσματα, αλλά καλύπτουν κάπως τη ντροπή της παρανομίας. Προσθέτουν δηλαδή στα ψηφίσματά τους να στεφανώνεται ο υπεύθυνος άρχοντας, αφού λογοδοτήσει για την αρχή που διαχειρίστηκε. Και η πόλη παθαίνει πάλι την ίδια αδικία, γιατί δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία με την πρόταση να επαινεθή και να στεφανωθή ο υπεύθυνος αλλ' αυτός που προτείνει το ψήφισμα δεν κρύβει απ' τους ακροατές του ότι πρότεινε παράνομες προτάσεις, ντρέπεται όμως για τα σφάλματα που έκανε. Ο Κτησιφώντας όμως, άνδρες Αθηναίοι, παραβαίνοντας το νόμο που υπάρχει για τους υπεύθυνους άρχοντες και χωρίς να προσθέση τη δικαιολογία που εγώ προηγουμένως σας ανέφερα, επρότεινε να στεφανωθή ο Δημοσθένης, πριν λογοδοτήση για την αρχή που διαχειρίστηκε, ενώ ακόμα ήταν άρχοντας.
Όταν όμως κάποιος νομοθέτης αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή, εθέσπισε νόμο πάρα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να στεφανώνονται όσοι είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν. Εν τούτοις, αν και ο νομοθέτης πολύ καλά προνόησε γι' αυτά, έχουν επινοηθή δικαιολογίες για να καταπατηθή αυτός ο νόμος, τις οποίες αν κάποιος δεν σας τις υποδείξη, θα εξαπατηθήτε απ' αυτούς χωρίς να το καταλάβετε· γιατί, ανάμεσα σ' αυτούς που παράνομα προτείνουν να στεφανώνονται άρχοντες που δεν έχουν λογοδοτήσει, υπάρχουν μερικοί οι οποίοι από φυσικού τους είναι μετριοπαθείς, αν είναι βέβαια δυνατό να είναι μετριοπαθής κάποιος απ' αυτούς που προτείνουν παράνομα ψηφίσματα, αλλά καλύπτουν κάπως τη ντροπή της παρανομίας. Προσθέτουν δηλαδή στα ψηφίσματά τους να στεφανώνεται ο υπεύθυνος άρχοντας, αφού λογοδοτήσει για την αρχή που διαχειρίστηκε. Και η πόλη παθαίνει πάλι την ίδια αδικία, γιατί δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία με την πρόταση να επαινεθή και να στεφανωθή ο υπεύθυνος αλλ' αυτός που προτείνει το ψήφισμα δεν κρύβει απ' τους ακροατές του ότι πρότεινε παράνομες προτάσεις, ντρέπεται όμως για τα σφάλματα που έκανε. Ο Κτησιφώντας όμως, άνδρες Αθηναίοι, παραβαίνοντας το νόμο που υπάρχει για τους υπεύθυνους άρχοντες και χωρίς να προσθέση τη δικαιολογία που εγώ προηγουμένως σας ανέφερα, επρότεινε να στεφανωθή ο Δημοσθένης, πριν λογοδοτήση για την αρχή που διαχειρίστηκε, ενώ ακόμα ήταν άρχοντας.
Ο αντίκτυπος της ορθής διοίκησης στον τρόπο ζωής και τις καθημερινές σχέσεις μεταξύ των πολιτών
Τέτοια λοιπόν ήταν η διάρθρωση του πολιτεύματος κατά την εποχή εκείνη. Είναι τώρα εύκολο από όσα εξέθεσα να συμπεράνη κανείς πόσον ορθές και πόσο νόμιμες ήσαν και οι καθημερινές τους ασχολίες, γιατί χωρίς άλλο εκείνοι που έχουν θέσει καλοθεμελιωμένες βάσεις για την όλη διοίκηση, θα εφαρμόζουν την ίδια τακτική και για τις λεπτομέρειες της ζωής.
Και πρώτα–πρώτα οι σχέσεις τους προς τους θεούς, γιατί από το σημείο αυτό είναι δίκαιο να κάνουμε αρχή, δεν παρουσίαζαν ανωμαλία και αταξία, ούτε όταν ήθελαν έστελναν για θυσία τριακόσια βόδια, ενώ άλλοτε παρέλειπαν όλως διόλου τις πατροπαράδοτες θυσίες, ούτε έδιναν τόνο μεγαλοπρεπείας στας «προσθέτους εορτάς» όπου ακολουθούσε πάνδημος ευωχία, ενώ στα αγιώτατα ιερά ανέθεταν τη θυσία σ' εκείνον που εμειοδοτούσε, αλλ' επρόσεχαν μόνο σ' αυτό, πώς δηλ. να μην ξεφύγουν ούτε στο παραμικρό από τα πατροπαράδοτα, ούτε και να προσθέσουν τίποτα έξω από τις συνήθειές τους και τις δοξασίες τους. Γιατί δεν είχαν την αφέλεια να πιστεύουν ότι η ευσέβεια έγκειται στην πολυτέλεια, αλλά στο να μη μεταβάλλουν τίποτε από εκείνα που τους παρέδωσαν οι πρόγονοί τους. Έτσι και οι θεοί με συνέπεια και περίσκεψη ρύθμιζαν την εύνοιά τους προς τους ανθρώπους και όπως ταίριαζε έδιναν τον κατάλληλο καιρό τόσο για την καλλιέργεια των αγρών, όσο και για τη συγκομιδή των καρπών.
Κατά παρόμοιο τρόπο (προς τα ανωτέρω) διοικούσαν και τις ατομικές τους υποθέσεις, γιατί δεν είχαν μόνο ταυτότητα αντιλήψεων για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων, αλλά και στην ιδιωτική τους ζωή έδειχναν τόση φροντίδα ο ένας για τον άλλο, όση πρέπει να δείχνουν οι λογικοί άνθρωποι και εκείνοι που έχουν την ίδια πατρίδα. Γιατί και οι πιο φτωχοί πολίται απείχαν τόσο πολύ από το να φθονούν τους πλουσιώτερους, ώστε έδειχναν την ίδιαν αφοσίωση για τις μεγάλες οικογένειες που θα έδειχναν για τις δικές τους, γιατί είχαν την αντίληψη ότι η ευδαιμονία εκείνων θα έχη ως συνέπεια και τη δική τους ευημερία. Εκείνοι πάλι που είχαν μεγάλες περιουσίες, δεν περιφρονούσαν τους φτωχούς, αλλ' επειδή εθεωρούσαν δική τους ντροπή τη δυστυχία των πολιτών, εβοηθούσαν τους απόρους και σ' άλλους μεν παραχωρούσαν αγρούς για καλλιέργεια με μικρό μίσθωμα, άλλους χρησιμοποιούσαν για το εμπόριο και σ' άλλους τέλος έδιναν κεφάλαια για την ανάπτυξη άλλων εργασιών. Γιατί δεν είχαν το φόβο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να τα χάσουν όλα ή με μεγάλη δυσκολία και πολλές ενοχλήσεις να κατορθώσουν να πάρουν ένα μέρος από εκείνα που εδάνεισαν. Απ' εναντίας είχαν εμπιστοσύνη για τα χρήματα που εδάνειζαν, όμοια μ' εκείνη που είχαν και για τα χρήματα που έμεναν μέσα στο χρηματοκιβώτιό τους, γιατί έβλεπαν ότι εκείνοι που εξεδίκαζαν τις δανειακές υποθέσεις, δεν έκριναν με μέτρον επιεικείας, αλλ' ήσαν προσηλωμένοι στο γράμμα του νόμου, ουδέ ήσαν διατεθειμένοι να αδικούν, στους δικαστικούς αγώνες των άλλων πολιτών, αλλά απεναντίας ωργίζοντο εναντίον των απατώντων, περισσότερο και απ' αυτούς τους αδικουμένους και είχαν την γνώμη ότι εκείνοι που καθιστούν άκυρα τα συμβόλαια ζημιώνουν περισσότερο τους φτωχούς παρά τους πλούσιους· γιατί οι πλούσιοι, αν πάψουν να χορηγούν δάνεια, δεν πρόκειται να χάσουν και μεγάλα έσοδα, ενώ οι φτωχοί, αν στερηθούν τα απαραίτητα για τη συντήρησή τους, θα καταντήσουν στην έσχατη ένδεια. Λόγω λοιπόν αυτής της στάσεως των δικαστών κανείς δεν έκρυβε την περιουσία του ούτε και εδίσταζε να δανείζη χρήματα· έβλεπαν μάλιστα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση εκείνους που εζητούσαν δάνεια παρά εκείνους που τα επέστρεφαν, γιατί συνέβαιναν σ' αυτούς και τα δύο πράγματα που θα επιθυμούσε πολύ κάθε φρόνιμος άνθρωπος: Εξυπηρετούσαν δηλαδή τους πολίτας, αλλά και συγχρόνως δεν άφηναν τα κεφάλαιά τους νεκρά. Αποτέλεσμα δε των αγαθών σχέσεων μεταξύ δανειστών και οφειλετών ήταν ότι η κυριότης των χρημάτων ήταν αδιαφιλονίκητη, η δε χρήσις αυτών ήταν στη διάθεση κάθε ανθρώπου που είχε την ανάγκη τους.
Και πρώτα–πρώτα οι σχέσεις τους προς τους θεούς, γιατί από το σημείο αυτό είναι δίκαιο να κάνουμε αρχή, δεν παρουσίαζαν ανωμαλία και αταξία, ούτε όταν ήθελαν έστελναν για θυσία τριακόσια βόδια, ενώ άλλοτε παρέλειπαν όλως διόλου τις πατροπαράδοτες θυσίες, ούτε έδιναν τόνο μεγαλοπρεπείας στας «προσθέτους εορτάς» όπου ακολουθούσε πάνδημος ευωχία, ενώ στα αγιώτατα ιερά ανέθεταν τη θυσία σ' εκείνον που εμειοδοτούσε, αλλ' επρόσεχαν μόνο σ' αυτό, πώς δηλ. να μην ξεφύγουν ούτε στο παραμικρό από τα πατροπαράδοτα, ούτε και να προσθέσουν τίποτα έξω από τις συνήθειές τους και τις δοξασίες τους. Γιατί δεν είχαν την αφέλεια να πιστεύουν ότι η ευσέβεια έγκειται στην πολυτέλεια, αλλά στο να μη μεταβάλλουν τίποτε από εκείνα που τους παρέδωσαν οι πρόγονοί τους. Έτσι και οι θεοί με συνέπεια και περίσκεψη ρύθμιζαν την εύνοιά τους προς τους ανθρώπους και όπως ταίριαζε έδιναν τον κατάλληλο καιρό τόσο για την καλλιέργεια των αγρών, όσο και για τη συγκομιδή των καρπών.
Κατά παρόμοιο τρόπο (προς τα ανωτέρω) διοικούσαν και τις ατομικές τους υποθέσεις, γιατί δεν είχαν μόνο ταυτότητα αντιλήψεων για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων, αλλά και στην ιδιωτική τους ζωή έδειχναν τόση φροντίδα ο ένας για τον άλλο, όση πρέπει να δείχνουν οι λογικοί άνθρωποι και εκείνοι που έχουν την ίδια πατρίδα. Γιατί και οι πιο φτωχοί πολίται απείχαν τόσο πολύ από το να φθονούν τους πλουσιώτερους, ώστε έδειχναν την ίδιαν αφοσίωση για τις μεγάλες οικογένειες που θα έδειχναν για τις δικές τους, γιατί είχαν την αντίληψη ότι η ευδαιμονία εκείνων θα έχη ως συνέπεια και τη δική τους ευημερία. Εκείνοι πάλι που είχαν μεγάλες περιουσίες, δεν περιφρονούσαν τους φτωχούς, αλλ' επειδή εθεωρούσαν δική τους ντροπή τη δυστυχία των πολιτών, εβοηθούσαν τους απόρους και σ' άλλους μεν παραχωρούσαν αγρούς για καλλιέργεια με μικρό μίσθωμα, άλλους χρησιμοποιούσαν για το εμπόριο και σ' άλλους τέλος έδιναν κεφάλαια για την ανάπτυξη άλλων εργασιών. Γιατί δεν είχαν το φόβο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να τα χάσουν όλα ή με μεγάλη δυσκολία και πολλές ενοχλήσεις να κατορθώσουν να πάρουν ένα μέρος από εκείνα που εδάνεισαν. Απ' εναντίας είχαν εμπιστοσύνη για τα χρήματα που εδάνειζαν, όμοια μ' εκείνη που είχαν και για τα χρήματα που έμεναν μέσα στο χρηματοκιβώτιό τους, γιατί έβλεπαν ότι εκείνοι που εξεδίκαζαν τις δανειακές υποθέσεις, δεν έκριναν με μέτρον επιεικείας, αλλ' ήσαν προσηλωμένοι στο γράμμα του νόμου, ουδέ ήσαν διατεθειμένοι να αδικούν, στους δικαστικούς αγώνες των άλλων πολιτών, αλλά απεναντίας ωργίζοντο εναντίον των απατώντων, περισσότερο και απ' αυτούς τους αδικουμένους και είχαν την γνώμη ότι εκείνοι που καθιστούν άκυρα τα συμβόλαια ζημιώνουν περισσότερο τους φτωχούς παρά τους πλούσιους· γιατί οι πλούσιοι, αν πάψουν να χορηγούν δάνεια, δεν πρόκειται να χάσουν και μεγάλα έσοδα, ενώ οι φτωχοί, αν στερηθούν τα απαραίτητα για τη συντήρησή τους, θα καταντήσουν στην έσχατη ένδεια. Λόγω λοιπόν αυτής της στάσεως των δικαστών κανείς δεν έκρυβε την περιουσία του ούτε και εδίσταζε να δανείζη χρήματα· έβλεπαν μάλιστα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση εκείνους που εζητούσαν δάνεια παρά εκείνους που τα επέστρεφαν, γιατί συνέβαιναν σ' αυτούς και τα δύο πράγματα που θα επιθυμούσε πολύ κάθε φρόνιμος άνθρωπος: Εξυπηρετούσαν δηλαδή τους πολίτας, αλλά και συγχρόνως δεν άφηναν τα κεφάλαιά τους νεκρά. Αποτέλεσμα δε των αγαθών σχέσεων μεταξύ δανειστών και οφειλετών ήταν ότι η κυριότης των χρημάτων ήταν αδιαφιλονίκητη, η δε χρήσις αυτών ήταν στη διάθεση κάθε ανθρώπου που είχε την ανάγκη τους.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ: Απορίες σχετικά με τη φιλία, Χρειάζεται φίλους ο ευτυχισμένος;
Αμφισβητείται αν ο ευδαίμων έχει ανάγκη από φίλους. Γιατί, όπως λένε, οι ευδαίμονες και οι αυτάρκεις δεν χρειάζονται φίλους, επειδή κατέχουν όλα τα αγαθά. Αφού, λοιπόν, είναι αυτάρκεις, δεν έχουν ανάγκην από τίποτε, ενώ ο φίλος, σαν δεύτερο Εγώ, πρέπει να παρέχει εκείνα που δεν μπορεί κανείς να προσφέρει στον εαυτό του. Γι' αυτό:
«Όταν παρέχει άφθονα τα πάντα ο θεός,
για φίλους ποια η ανάγκη;».
Φαίνεται όμως παράδοξο το ότι, αφού μοιράζουν στον ευδαίμονα όλα τα αγαθά, δεν χαρίζουν σ' αυτόν φίλους, που αποτελούν το μεγαλύτερο από τα εξωτερικά αγαθά. Αν γνώρισμα της φιλίας είναι να ευεργετεί κανείς μάλλον παρά να ευεργετείται, αν η ευεργεσία συμβαίνει να είναι γνώρισμα του ενάρετου ανθρώπου και της αρετής, αν είναι καλύτερο να ευεργετεί κανείς τους φίλους του παρά τους ξένους, ο καλός άνθρωπος έχει ανάγκη από πρόσωπα στα οποία να προσφέρει τις ευεργεσίες του. Γι' αυτό και υψώνεται το ερώτημα, αν έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από φίλους στην ευτυχία ή στη δυστυχία μας, αφού οι δυστυχισμένοι χρειάζονται πρόσωπα που να μπορούν να τους βοηθήσουν, και οι ευτυχισμένοι ανθρώπους στους οποίους να παρέχουν τις ευεργεσίες των. Είναι ολοφάνερη ανοησία το να χαρακτηρίζει κάποιος τον ευδαίμονα σαν ερημίτη γιατί κανένας δε θα δεχόταν να διαθέτει τα αγαθά αποκλειστικά για τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον και προορισμένος να ζει με τους συνανθρώπους του. Για τούτο και η συμβίωση είναι γνώρισμα του ευδαίμονος, αφού αυτός έχει δικά του όλα τα φυσικά αγαθά. Και φυσικά είναι καλύτερο να ζει κανείς με φίλους και με κόσμιους ανθρώπους παρά με ξένους ή τον πρώτον τυχόντα. Επομένως ο ευδαίμων έχει ανάγκη από φίλους.
Τι σημαίνει, λοιπόν, ο πρώτος εκείνος ισχυρισμός και κατά πόσον είναι σωστός; Άραγε είναι σωστός ως προς αυτό: ότι δηλ. οι πολλοί έχουν την γνώμη ότι οι φίλοι είναι εκείνοι που είναι χρήσιμοι; Από τέτοιους φίλους δεν έχει ανάγκη ο ευδαίμων, εφόσον έχει όλα τα αγαθά, ούτε κι από φίλους για χάρη απολαύσεως (γιατί αφού η ζωή του είναι ευχάριστη, δεν χρειάζεται να προστεθεί κι άλλη απόλαυση). Εφόσον, λοιπόν, δεν έχει ανάγκη από τέτοιους φίλους, δεν χρειάζεται φίλους. Κι όμως αυτό, όπως φαίνεται, δεν είναι αληθινό, γιατί, όπως είπαμε στην αρχή, η ευδαιμονία είναι κάποια ενέργεια, κι η ενέργεια είναι λειτουργία, και δεν υπάρχει με τον τρόπο που υπάρχει ένα μόνιμο αντικείμενο, λ.χ. ένα κτήμα. Αν, λοιπόν, η ευδαιμονία συνίσταται στο ζειν και το ενεργείν και αν όπως είπαμε στην αρχή, η ενέργεια του ενάρετου ανθρώπου είναι σπουδαία κι ευχάριστη από μόνη της, και εξ άλλου, αν εκείνο που μας ανήκει σαν ιδιοκτησία μας έχει σαν επακόλουθο την ηδονή, και τέλος, αν μπορούμε να επιτηρούμε τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό μας, όπως και τις πράξεις τους, θα προκύψει απ' όλα τούτα με αναγκαία συνάρτηση, ότι οι πράξεις των εναρέτων ανθρώπων, που είναι φίλοι των, θα είναι ευχάριστες στους ηθικούς (γιατί κι οι δυο περιέχουν ό,τι είναι από τη φύση τους απολαυστικό κι ευχάριστο). Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες θα είναι συνεχέστερη η ενέργεια, που συμβαίνει αυτή καθ' εαυτή να είναι ηδονική, κι αυτό πρέπει να συμβαίνει στον ευδαίμονα. (Γιατί ο ενάρετος, αν είναι ενάρετος, βρίσκει στις καλές πράξεις απόλαυση και στις κακές οδύνη, όπως ο μουσικός αισθάνεται χαρά για τις ωραίες μελωδίες και λύπη για τις παράφωνες). Άλλωστε η συμβίωση με αγαθούς ανθρώπους δυναμώνει την άσκηση της αρετής, όπως λέει κι ο Θέογνις.
Αν εξετάσει κανείς το θέμα από φυσικοφιλοσοφική μάλλον άποψη, θα δει ότι ο ενάρετος φίλος φαίνεται σ' ένα σεμνό άνθρωπον αξιαγάπητος από τη φύση του, επειδή, όπως είπαμε, το από τη φύση του αγαθό είναι για τον ενάρετο αυτό καθ' εαυτό αγαθό και γλυκό. Την ζωή των ζώων ορίζουμε από τη δύναμη της αίσθησης και της νόησης. Η δύναμη αυτή εκδηλώνεται στην ενέργεια που αποτελεί το κυριότερο μέρος της ουσίας μας. Το δε ζειν ανήκει σ' ό,τι είναι αγαθό και απολαυστικό. Είναι μια ακριβώς καθορισμένη κατάσταση, κι ό,τι είναι ακριβώς καθορισμένο, ανήκει στη φύση του αγαθού. Επομένως, ό,τι συμβαίνει να είναι από τη φύση του αγαθό, είναι τέτοιο και για τον ηθικό άνθρωπο. Γι' αυτό το λόγο το ζειν φαίνεται σ' όλους απολαυστικό. Φυσικά δεν εννοούμε την μοχθηρή και διεφθαρμένη ζωή, ούτε αυτήν που περνά μέσα σε λύπες, γιατί μια τέτοια ζωή δεν είναι ακριβώς καθορισμένη ούτε η ίδια ούτε τα γεγονότα που συμβαίνουν όσο διαρκεί. Αλλά το σημείο αυτό θα ξεκαθαριστεί περισσότερο παρακάτω όπου θα γίνει λόγος για την οδύνη. Αν όμως αυτό το ζειν είναι αγαθό και γλυκό (και φαίνεται ότι όλοι το ποθούν και μάλιστα οι ενάρετοι κι οι ευδαίμονες, επειδή η ζωή τους είναι πάρα πολύ απολαυστική κι η ύπαρξη τους πάρα πολύ ευδαίμων), αν αυτός που βλέπει αισθάνεται ότι βλέπει, κι αυτός που ακούει, ότι ακούει, ο βαδίζων ότι βαδίζει και ότι όμοια υφίσταται κάτι και στα υπόλοιπα, έτσι που να αισθανόμαστε, ότι αισθανόμαστε και να νοούμε ότι νοούμε, κι από το άλλο μέρος ότι το να αισθανόμαστε και να νοούμε σημαίνει ότι υπάρχουμε (γιατί η ύπαρξη είναι αίσθηση και νόηση), κι αν επίσης η ζωή είναι απολαυστική ιδίως για τον ενάρετο, αφού η ύπαρξη είναι γι' αυτόν κάτι ενάρετο και ηδονικό, εφόσον η συνείδηση του αληθινού αγαθού τον ευχαριστεί, τέλος, αν ο ενάρετος άνθρωπος συμπεριφέρεται στους φίλους του όπως και στον εαυτό του, αφού ο φίλος είναι το άλλο Εγώ, τότε με το μέτρο σύμφωνα με το οποίο ποθεί το αγαθό για τον εαυτό του, θα το επιθυμεί θερμά και για τον φίλο του ή σχεδόν όμοια. Όμως η ύπαρξη είναι πολυπόθητη για τον λόγο ότι συναισθανόμαστε ότι είμαστε εμείς οι ίδιοι ενάρετοι κι η τέτοια συναίσθηση είναι αυτή καθ' εαυτήν ευχάριστη. Ώστε πρέπει να έχουμε συναίσθηση και σχετικά με τους φίλους μας, κι' αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την συμβίωση και την ανταλλαγή λόγων και ιδεών, την συμβίωση πρέπει, λοιπόν, να την αντιλαμβανόμαστε μ' αυτό το πνεύμα και όχι ανάλογη με την συμβίωση των ζώων, που συνίσταται στο να συμμετέχουν στην κοινή βοσκή. Αν, λοιπόν, για τον ενάρετο η ύπαρξη είναι πολυπόθητη από μόνη της, είναι αγαθή και ηδονική από τη φύση της, κι αν ισχύει το ίδιο και για το φίλο, τότε κι ο φίλος θ' ανήκει στα αντικείμενα που προκαλούν τον πόθο. Αλλά ό,τι ποθεί ο ευτυχισμένος, πρέπει και να το κατέχει, αλλιώς υφίσταται σ' αυτό το σημείο μια στέρηση. Και γι' αυτόν το λόγο, για να είναι κανένας ευτυχής, πρέπει να έχει άριστους φίλους.
Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
Αμφισβητείται, εάν ο ευδαιμονών χρειάζεται φίλους. Διότι, ως λέγεται, οι ευδαίμονες και οι αυτάρκεις δεν έχουν ανάγκην τοιούτων, επειδή εις αυτούς υπάρχουν όλα τα αγαθά. Δεδομένου λοιπόν ότι είναι αυτάρκεις, δεν έχουν ανάγκην ουδενός, ενώ ο φίλος, ως έτερον Εγώ, δέον να παρέχη εκείνα, τα οποία δεν δύναταί τις να προσφέρη εις εαυτόν. Όθεν:
«όταν ο θεός παρέχη αφθόνως τα πάντα, τις η ανάγκη φίλων;».
Φαίνεται όμως παράδοξον το ότι, αφού απονέμουν εις τον ευδαίμονα όλα τα αγαθά, δεν παρέχουν εις αυτόν φίλους, δεδομένου ότι ούτοι αποτελούν το μέγιστον των εξωτερικών αγαθών. Εάν γνώρισμα της φιλίας είναι να ευεργετή τις μάλλον παρά να ευεργετήται, εάν η ευεργεσία τυγχάνη ίδιον του αγαθού ανθρώπου και της αρετής, εάν είναι καλύτερον να ευεργετή τις τους φίλους του παρά τους ξένους, ο χρηστός άνθρωπος έχει ανάγκην προσώπων, εις τα οποία να παρέχη τας ευεργεσίας του. Διό και προβάλλεται το ερώτημα, εάν έχωμεν μεγαλυτέραν ανάγκην φίλων εις την ευτυχίαν ή εις την δυστυχίαν μας, δεδομένου ότι οι μεν δυστυχούντες χρειάζονται πρόσωπα, δυνάμενα να τους βοηθήσουν, οι δε ευτυχούντες ανθρώπους, προς τους οποίους να παρέχουν τας ευεργεσίας των. Είναι προφανώς μωρία το να χαρακτηρίζη τις τον ευδαίμονα ως ερημίτην, διότι ουδείς θα εδέχετο να διαθέτη τα αγαθά αποκλειστικώς διά τον εαυτόν του. Ο άνθρωπος είναι πολιτικόν ον και προωρισμένος να ζη μετά των συνανθρώπων του. Διό και η συμβίωσις είναι γνώρισμα του ευδαίμονος, αφού ούτος κατέχει όλα τα φυσικά αγαθά. Προφανώς είναι καλύτερον να ζη τις με φίλους και με χρηστούς ανθρώπους παρά με ξένους ή με τον πρώτον τυχόντα. Όθεν ο ευδαίμων έχει ανάγκην φίλων.
Λοιπόν τι σημαίνει ο πρώτος εκείνος ισχυρισμός και κατά πόσον είναι ορθός; Είναι άραγε ορθός κατά τούτο, ότι οι πολλοί φρονούν, ότι φίλοι είναι εκείνοι, οίτινες είναι χρήσιμοι; Τοιούτους φίλους δεν χρειάζεται ο ευδαίμων, εφ' όσον έχει όλα τα αγαθά, αλλ' ουδέ φίλους χάριν απολαύσεως (διότι εφ' όσον είναι τερπνή η ζωή του, δεν χρειάζεται επιπρόσθετον απόλαυσιν). Εφ' όσον λοιπόν δεν έχει ανάγκην τοιούτων φίλων, δεν χρειάζεται φίλους. Και όμως τούτο δεν είναι, ως φαίνεται, αληθές, διότι, ως ελέχθη εις την αρχήν, η ευδαιμονία είναι ποιά τις ενέργεια, η δε ενέργεια είναι λειτουργία, και δεν υφίσταται κατά τον τρόπον ενός μονίμου αντικειμένου, λόγου χάριν ενός κτήματος. Εάν λοιπόν η ευδαιμονία έγκειται εις το ζην και το ενεργείν και εάν, ως είπομεν εις την αρχήν, η ενέργεια του χρηστού ανθρώπου είναι σπουδαία και ευχάριστος αυτή καθ' εαυτήν, εξ άλλου, εάν εκείνο, που μας ανήκει ως ιδιοκτησία μας, συνεπάγεται ηδονήν, και τέλος, εάν δυνάμεθα να εποπτεύωμεν τους άλλους περισσότερον από τον εαυτόν μας, ως και τας πράξεις των, θα προκύψη εξ όλων αυτών κατ' αναγκαίαν συνάρτησιν, ότι αι πράξεις των εναρέτων ανθρώπων, οίτινες είναι φίλοι των, θα είναι ευχάριστοι εις τους αγαθούς (διότι αμφότερα εμπεριέχουν ό,τι είναι εκ φύσεως απολαυστικόν και ευχάριστον). Υπό τας συνθήκας ταύτας θα είναι συνεχεστέρα η ενέργεια, ήτις τυγχάνει αυτή καθ' εαυτήν ηδονική, και τούτο πρέπει να συμβαίνη εις τον ευδαίμονα. (Διότι ο ενάρετος ευρίσκει εις τας καλάς πράξεις απόλαυσιν και οδύνην εις τας κακάς, καθώς ο μουσικός αισθάνεται χαράν διά τας ωραίας μελωδίας και λύπην διά τας παραφώνους τοιαύτας). Άλλωστε η μετ' αγαθών ανθρώπων συμβίωσις ενισχύει την άσκησιν της αρετής, καθώς λέγει και ο Θέογνις.
Εάν τις εξετάση το θέμα τούτο μάλλον από φυσικοφιλοσοφικής απόψεως, θα ίδη ότι ο χρηστός φίλος φαίνεται εις ένα χρηστόν άνθρωπον αξιαγάπητος εκ φύσως, διότι, ως είπομεν, το εκ φύσεως αγαθόν είναι διά τον ενάρετον αυτό καθ' εαυτό αγαθόν και απολαυστικόν.
Την ζωήν των μεν ζώων ορίζομεν εκ της δυνάμεως της αισθήσεως, των δε ανθρώπων εκ της δυνάμεως της αισθήσεως και της νοήσεως. Η δύναμις αύτη εκδηλούται εις την ενέργειαν, ήτις αποτελεί το κυριώτερον μέρος της ουσίας μας. Το δε ζην ανήκει εις ό,τι είναι αγαθόν και απολαυστικόν. Είναι μία επακριβώς καθωρισμένη κατάστασις, ό,τι δε είναι επακριβώς καθωρισμένον, ανήκει εις την φύσιν του αγαθού. Όθεν ό,τι τυγχάνει εκ φύσεως αγαθόν, είναι και διά τον χρηστόν άνθρωπον τοιούτον. Διά τον λόγον αυτόν το ζην φαίνεται απολαυστικόν εις όλους. Βεβαίως δεν εννοούμεν την κακήν και διεφθαρμένην ή την εν μέσω θλίψεων διανυομένην ζωήν, διότι μία τοιαύτη ζωή δεν είναι επακριβώς καθωρισμένη ούτε αυτή, ούτε τα κατά την διάρκειαν αυτής γεγονότα. Αλλά το σημείον τούτο θα διευκρινηθή περισσότερον εις τα επόμενα όπου θα γίνη λόγος περί της οδύνης. Εάν δε αυτό τούτο το ζην είναι αγαθόν και ηδονικόν (φαίνεται δε ότι όλοι το ποθούν και προ παντός οι ενάρετοι και οι ευδαίμονες, διότι ο βίος των είναι απολαυστικώτατος και η ύπαρξις αυτών ευδαιμονεστάτη), εάν ο βλέπων αισθάνεται ότι βλέπει, ο ακούων, ότι ακούει, ο βαδίζων ότι βαδίζει και ότι ομοίως υφίσταται κάτι ως προς τα λοιπά, ούτως ώστε να αισθανώμεθα, ότι αισθανόμεθα, και να νοώμεν ότι νοούμεν και αφ' ετέρου ότι το να αισθανώμεθα και να νοώμεν σημαίνει ότι υπάρχομεν (διότι η ύπαρξις είναι αίσθησις ή νόησις), εάν προς τούτοις η ζωή είναι απολαυστική ιδίως διά τον ενάρετον, διότι η ύπαρξις είναι δι' αυτόν κάτι αγαθόν και ηδονικόν, εφ' όσον η συνείδησις του πραγματικού αγαθού τον τέρπει, τέλος εάν ο χρηστός άνθρωπος συμπεριφέρεται προς τους φίλους του, καθώς και προς τον εαυτόν του δεδομένου ότι ο φίλος είναι έτερον Εγώ), τότε κατά το μέτρον, καθ' ο ποθεί δι' εαυτόν το αγαθόν, θα το επιθυμή σφοδρώς και διά τον φίλον του ή σχεδόν ομοίως. Αλλά η ύπαρξις είναι περιπόθητος λόγω του ότι συναισθανόμεθα, ότι είμεθα ημείς οι ίδιοι αγαθοί, η τοιαύτη δε συναίσθησις είναι αυτή καθ' εαυτήν γλυκεία. Όθεν πρέπει να έχωμεν συναίσθησιν και ως προς τους φίλους μας, τούτο δε δύναται να πραγματοποιηθή διά της συμβιώσεως και της ανταλλαγής λόγων και ιδεών. Την συμβίωσιν δέον λοιπόν ν' αντιλαμβανώμεθα κατά το πνεύμα τούτο και όχι κατ' αναλογίαν της συμβιώσεως των ζώων, ήτις έγκειται εις το να συμμετέχουν εις την κοινήν βοσκήν. Εάν λοιπόν διά τον ενάρετον η ύπαρξις είναι περιπόθητος αυτή καθ' εαυτήν, είναι αγαθή και ηδονική εκ φύσεως, και αν ισχύη το αυτό και ως προς τον φίλον, τότε και ο φίλος θα ανήκη εις τα προκαλούντα τον πόθον αντικείμενα. Αλλ' ό,τι ποθεί ο ευτυχής, πρέπει και να το κατέχη, άλλως υφίσταται εις το σημείον τούτο μίαν στέρησιν. Διό και, διά να είναι κανείς ευτυχής, πρέπει να έχη αρίστους φίλους.
«Όταν παρέχει άφθονα τα πάντα ο θεός,
για φίλους ποια η ανάγκη;».
Φαίνεται όμως παράδοξο το ότι, αφού μοιράζουν στον ευδαίμονα όλα τα αγαθά, δεν χαρίζουν σ' αυτόν φίλους, που αποτελούν το μεγαλύτερο από τα εξωτερικά αγαθά. Αν γνώρισμα της φιλίας είναι να ευεργετεί κανείς μάλλον παρά να ευεργετείται, αν η ευεργεσία συμβαίνει να είναι γνώρισμα του ενάρετου ανθρώπου και της αρετής, αν είναι καλύτερο να ευεργετεί κανείς τους φίλους του παρά τους ξένους, ο καλός άνθρωπος έχει ανάγκη από πρόσωπα στα οποία να προσφέρει τις ευεργεσίες του. Γι' αυτό και υψώνεται το ερώτημα, αν έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από φίλους στην ευτυχία ή στη δυστυχία μας, αφού οι δυστυχισμένοι χρειάζονται πρόσωπα που να μπορούν να τους βοηθήσουν, και οι ευτυχισμένοι ανθρώπους στους οποίους να παρέχουν τις ευεργεσίες των. Είναι ολοφάνερη ανοησία το να χαρακτηρίζει κάποιος τον ευδαίμονα σαν ερημίτη γιατί κανένας δε θα δεχόταν να διαθέτει τα αγαθά αποκλειστικά για τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον και προορισμένος να ζει με τους συνανθρώπους του. Για τούτο και η συμβίωση είναι γνώρισμα του ευδαίμονος, αφού αυτός έχει δικά του όλα τα φυσικά αγαθά. Και φυσικά είναι καλύτερο να ζει κανείς με φίλους και με κόσμιους ανθρώπους παρά με ξένους ή τον πρώτον τυχόντα. Επομένως ο ευδαίμων έχει ανάγκη από φίλους.
Τι σημαίνει, λοιπόν, ο πρώτος εκείνος ισχυρισμός και κατά πόσον είναι σωστός; Άραγε είναι σωστός ως προς αυτό: ότι δηλ. οι πολλοί έχουν την γνώμη ότι οι φίλοι είναι εκείνοι που είναι χρήσιμοι; Από τέτοιους φίλους δεν έχει ανάγκη ο ευδαίμων, εφόσον έχει όλα τα αγαθά, ούτε κι από φίλους για χάρη απολαύσεως (γιατί αφού η ζωή του είναι ευχάριστη, δεν χρειάζεται να προστεθεί κι άλλη απόλαυση). Εφόσον, λοιπόν, δεν έχει ανάγκη από τέτοιους φίλους, δεν χρειάζεται φίλους. Κι όμως αυτό, όπως φαίνεται, δεν είναι αληθινό, γιατί, όπως είπαμε στην αρχή, η ευδαιμονία είναι κάποια ενέργεια, κι η ενέργεια είναι λειτουργία, και δεν υπάρχει με τον τρόπο που υπάρχει ένα μόνιμο αντικείμενο, λ.χ. ένα κτήμα. Αν, λοιπόν, η ευδαιμονία συνίσταται στο ζειν και το ενεργείν και αν όπως είπαμε στην αρχή, η ενέργεια του ενάρετου ανθρώπου είναι σπουδαία κι ευχάριστη από μόνη της, και εξ άλλου, αν εκείνο που μας ανήκει σαν ιδιοκτησία μας έχει σαν επακόλουθο την ηδονή, και τέλος, αν μπορούμε να επιτηρούμε τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό μας, όπως και τις πράξεις τους, θα προκύψει απ' όλα τούτα με αναγκαία συνάρτηση, ότι οι πράξεις των εναρέτων ανθρώπων, που είναι φίλοι των, θα είναι ευχάριστες στους ηθικούς (γιατί κι οι δυο περιέχουν ό,τι είναι από τη φύση τους απολαυστικό κι ευχάριστο). Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες θα είναι συνεχέστερη η ενέργεια, που συμβαίνει αυτή καθ' εαυτή να είναι ηδονική, κι αυτό πρέπει να συμβαίνει στον ευδαίμονα. (Γιατί ο ενάρετος, αν είναι ενάρετος, βρίσκει στις καλές πράξεις απόλαυση και στις κακές οδύνη, όπως ο μουσικός αισθάνεται χαρά για τις ωραίες μελωδίες και λύπη για τις παράφωνες). Άλλωστε η συμβίωση με αγαθούς ανθρώπους δυναμώνει την άσκηση της αρετής, όπως λέει κι ο Θέογνις.
Αν εξετάσει κανείς το θέμα από φυσικοφιλοσοφική μάλλον άποψη, θα δει ότι ο ενάρετος φίλος φαίνεται σ' ένα σεμνό άνθρωπον αξιαγάπητος από τη φύση του, επειδή, όπως είπαμε, το από τη φύση του αγαθό είναι για τον ενάρετο αυτό καθ' εαυτό αγαθό και γλυκό. Την ζωή των ζώων ορίζουμε από τη δύναμη της αίσθησης και της νόησης. Η δύναμη αυτή εκδηλώνεται στην ενέργεια που αποτελεί το κυριότερο μέρος της ουσίας μας. Το δε ζειν ανήκει σ' ό,τι είναι αγαθό και απολαυστικό. Είναι μια ακριβώς καθορισμένη κατάσταση, κι ό,τι είναι ακριβώς καθορισμένο, ανήκει στη φύση του αγαθού. Επομένως, ό,τι συμβαίνει να είναι από τη φύση του αγαθό, είναι τέτοιο και για τον ηθικό άνθρωπο. Γι' αυτό το λόγο το ζειν φαίνεται σ' όλους απολαυστικό. Φυσικά δεν εννοούμε την μοχθηρή και διεφθαρμένη ζωή, ούτε αυτήν που περνά μέσα σε λύπες, γιατί μια τέτοια ζωή δεν είναι ακριβώς καθορισμένη ούτε η ίδια ούτε τα γεγονότα που συμβαίνουν όσο διαρκεί. Αλλά το σημείο αυτό θα ξεκαθαριστεί περισσότερο παρακάτω όπου θα γίνει λόγος για την οδύνη. Αν όμως αυτό το ζειν είναι αγαθό και γλυκό (και φαίνεται ότι όλοι το ποθούν και μάλιστα οι ενάρετοι κι οι ευδαίμονες, επειδή η ζωή τους είναι πάρα πολύ απολαυστική κι η ύπαρξη τους πάρα πολύ ευδαίμων), αν αυτός που βλέπει αισθάνεται ότι βλέπει, κι αυτός που ακούει, ότι ακούει, ο βαδίζων ότι βαδίζει και ότι όμοια υφίσταται κάτι και στα υπόλοιπα, έτσι που να αισθανόμαστε, ότι αισθανόμαστε και να νοούμε ότι νοούμε, κι από το άλλο μέρος ότι το να αισθανόμαστε και να νοούμε σημαίνει ότι υπάρχουμε (γιατί η ύπαρξη είναι αίσθηση και νόηση), κι αν επίσης η ζωή είναι απολαυστική ιδίως για τον ενάρετο, αφού η ύπαρξη είναι γι' αυτόν κάτι ενάρετο και ηδονικό, εφόσον η συνείδηση του αληθινού αγαθού τον ευχαριστεί, τέλος, αν ο ενάρετος άνθρωπος συμπεριφέρεται στους φίλους του όπως και στον εαυτό του, αφού ο φίλος είναι το άλλο Εγώ, τότε με το μέτρο σύμφωνα με το οποίο ποθεί το αγαθό για τον εαυτό του, θα το επιθυμεί θερμά και για τον φίλο του ή σχεδόν όμοια. Όμως η ύπαρξη είναι πολυπόθητη για τον λόγο ότι συναισθανόμαστε ότι είμαστε εμείς οι ίδιοι ενάρετοι κι η τέτοια συναίσθηση είναι αυτή καθ' εαυτήν ευχάριστη. Ώστε πρέπει να έχουμε συναίσθηση και σχετικά με τους φίλους μας, κι' αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την συμβίωση και την ανταλλαγή λόγων και ιδεών, την συμβίωση πρέπει, λοιπόν, να την αντιλαμβανόμαστε μ' αυτό το πνεύμα και όχι ανάλογη με την συμβίωση των ζώων, που συνίσταται στο να συμμετέχουν στην κοινή βοσκή. Αν, λοιπόν, για τον ενάρετο η ύπαρξη είναι πολυπόθητη από μόνη της, είναι αγαθή και ηδονική από τη φύση της, κι αν ισχύει το ίδιο και για το φίλο, τότε κι ο φίλος θ' ανήκει στα αντικείμενα που προκαλούν τον πόθο. Αλλά ό,τι ποθεί ο ευτυχισμένος, πρέπει και να το κατέχει, αλλιώς υφίσταται σ' αυτό το σημείο μια στέρηση. Και γι' αυτόν το λόγο, για να είναι κανένας ευτυχής, πρέπει να έχει άριστους φίλους.
Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
Αμφισβητείται, εάν ο ευδαιμονών χρειάζεται φίλους. Διότι, ως λέγεται, οι ευδαίμονες και οι αυτάρκεις δεν έχουν ανάγκην τοιούτων, επειδή εις αυτούς υπάρχουν όλα τα αγαθά. Δεδομένου λοιπόν ότι είναι αυτάρκεις, δεν έχουν ανάγκην ουδενός, ενώ ο φίλος, ως έτερον Εγώ, δέον να παρέχη εκείνα, τα οποία δεν δύναταί τις να προσφέρη εις εαυτόν. Όθεν:
«όταν ο θεός παρέχη αφθόνως τα πάντα, τις η ανάγκη φίλων;».
Φαίνεται όμως παράδοξον το ότι, αφού απονέμουν εις τον ευδαίμονα όλα τα αγαθά, δεν παρέχουν εις αυτόν φίλους, δεδομένου ότι ούτοι αποτελούν το μέγιστον των εξωτερικών αγαθών. Εάν γνώρισμα της φιλίας είναι να ευεργετή τις μάλλον παρά να ευεργετήται, εάν η ευεργεσία τυγχάνη ίδιον του αγαθού ανθρώπου και της αρετής, εάν είναι καλύτερον να ευεργετή τις τους φίλους του παρά τους ξένους, ο χρηστός άνθρωπος έχει ανάγκην προσώπων, εις τα οποία να παρέχη τας ευεργεσίας του. Διό και προβάλλεται το ερώτημα, εάν έχωμεν μεγαλυτέραν ανάγκην φίλων εις την ευτυχίαν ή εις την δυστυχίαν μας, δεδομένου ότι οι μεν δυστυχούντες χρειάζονται πρόσωπα, δυνάμενα να τους βοηθήσουν, οι δε ευτυχούντες ανθρώπους, προς τους οποίους να παρέχουν τας ευεργεσίας των. Είναι προφανώς μωρία το να χαρακτηρίζη τις τον ευδαίμονα ως ερημίτην, διότι ουδείς θα εδέχετο να διαθέτη τα αγαθά αποκλειστικώς διά τον εαυτόν του. Ο άνθρωπος είναι πολιτικόν ον και προωρισμένος να ζη μετά των συνανθρώπων του. Διό και η συμβίωσις είναι γνώρισμα του ευδαίμονος, αφού ούτος κατέχει όλα τα φυσικά αγαθά. Προφανώς είναι καλύτερον να ζη τις με φίλους και με χρηστούς ανθρώπους παρά με ξένους ή με τον πρώτον τυχόντα. Όθεν ο ευδαίμων έχει ανάγκην φίλων.
Λοιπόν τι σημαίνει ο πρώτος εκείνος ισχυρισμός και κατά πόσον είναι ορθός; Είναι άραγε ορθός κατά τούτο, ότι οι πολλοί φρονούν, ότι φίλοι είναι εκείνοι, οίτινες είναι χρήσιμοι; Τοιούτους φίλους δεν χρειάζεται ο ευδαίμων, εφ' όσον έχει όλα τα αγαθά, αλλ' ουδέ φίλους χάριν απολαύσεως (διότι εφ' όσον είναι τερπνή η ζωή του, δεν χρειάζεται επιπρόσθετον απόλαυσιν). Εφ' όσον λοιπόν δεν έχει ανάγκην τοιούτων φίλων, δεν χρειάζεται φίλους. Και όμως τούτο δεν είναι, ως φαίνεται, αληθές, διότι, ως ελέχθη εις την αρχήν, η ευδαιμονία είναι ποιά τις ενέργεια, η δε ενέργεια είναι λειτουργία, και δεν υφίσταται κατά τον τρόπον ενός μονίμου αντικειμένου, λόγου χάριν ενός κτήματος. Εάν λοιπόν η ευδαιμονία έγκειται εις το ζην και το ενεργείν και εάν, ως είπομεν εις την αρχήν, η ενέργεια του χρηστού ανθρώπου είναι σπουδαία και ευχάριστος αυτή καθ' εαυτήν, εξ άλλου, εάν εκείνο, που μας ανήκει ως ιδιοκτησία μας, συνεπάγεται ηδονήν, και τέλος, εάν δυνάμεθα να εποπτεύωμεν τους άλλους περισσότερον από τον εαυτόν μας, ως και τας πράξεις των, θα προκύψη εξ όλων αυτών κατ' αναγκαίαν συνάρτησιν, ότι αι πράξεις των εναρέτων ανθρώπων, οίτινες είναι φίλοι των, θα είναι ευχάριστοι εις τους αγαθούς (διότι αμφότερα εμπεριέχουν ό,τι είναι εκ φύσεως απολαυστικόν και ευχάριστον). Υπό τας συνθήκας ταύτας θα είναι συνεχεστέρα η ενέργεια, ήτις τυγχάνει αυτή καθ' εαυτήν ηδονική, και τούτο πρέπει να συμβαίνη εις τον ευδαίμονα. (Διότι ο ενάρετος ευρίσκει εις τας καλάς πράξεις απόλαυσιν και οδύνην εις τας κακάς, καθώς ο μουσικός αισθάνεται χαράν διά τας ωραίας μελωδίας και λύπην διά τας παραφώνους τοιαύτας). Άλλωστε η μετ' αγαθών ανθρώπων συμβίωσις ενισχύει την άσκησιν της αρετής, καθώς λέγει και ο Θέογνις.
Εάν τις εξετάση το θέμα τούτο μάλλον από φυσικοφιλοσοφικής απόψεως, θα ίδη ότι ο χρηστός φίλος φαίνεται εις ένα χρηστόν άνθρωπον αξιαγάπητος εκ φύσως, διότι, ως είπομεν, το εκ φύσεως αγαθόν είναι διά τον ενάρετον αυτό καθ' εαυτό αγαθόν και απολαυστικόν.
Την ζωήν των μεν ζώων ορίζομεν εκ της δυνάμεως της αισθήσεως, των δε ανθρώπων εκ της δυνάμεως της αισθήσεως και της νοήσεως. Η δύναμις αύτη εκδηλούται εις την ενέργειαν, ήτις αποτελεί το κυριώτερον μέρος της ουσίας μας. Το δε ζην ανήκει εις ό,τι είναι αγαθόν και απολαυστικόν. Είναι μία επακριβώς καθωρισμένη κατάστασις, ό,τι δε είναι επακριβώς καθωρισμένον, ανήκει εις την φύσιν του αγαθού. Όθεν ό,τι τυγχάνει εκ φύσεως αγαθόν, είναι και διά τον χρηστόν άνθρωπον τοιούτον. Διά τον λόγον αυτόν το ζην φαίνεται απολαυστικόν εις όλους. Βεβαίως δεν εννοούμεν την κακήν και διεφθαρμένην ή την εν μέσω θλίψεων διανυομένην ζωήν, διότι μία τοιαύτη ζωή δεν είναι επακριβώς καθωρισμένη ούτε αυτή, ούτε τα κατά την διάρκειαν αυτής γεγονότα. Αλλά το σημείον τούτο θα διευκρινηθή περισσότερον εις τα επόμενα όπου θα γίνη λόγος περί της οδύνης. Εάν δε αυτό τούτο το ζην είναι αγαθόν και ηδονικόν (φαίνεται δε ότι όλοι το ποθούν και προ παντός οι ενάρετοι και οι ευδαίμονες, διότι ο βίος των είναι απολαυστικώτατος και η ύπαρξις αυτών ευδαιμονεστάτη), εάν ο βλέπων αισθάνεται ότι βλέπει, ο ακούων, ότι ακούει, ο βαδίζων ότι βαδίζει και ότι ομοίως υφίσταται κάτι ως προς τα λοιπά, ούτως ώστε να αισθανώμεθα, ότι αισθανόμεθα, και να νοώμεν ότι νοούμεν και αφ' ετέρου ότι το να αισθανώμεθα και να νοώμεν σημαίνει ότι υπάρχομεν (διότι η ύπαρξις είναι αίσθησις ή νόησις), εάν προς τούτοις η ζωή είναι απολαυστική ιδίως διά τον ενάρετον, διότι η ύπαρξις είναι δι' αυτόν κάτι αγαθόν και ηδονικόν, εφ' όσον η συνείδησις του πραγματικού αγαθού τον τέρπει, τέλος εάν ο χρηστός άνθρωπος συμπεριφέρεται προς τους φίλους του, καθώς και προς τον εαυτόν του δεδομένου ότι ο φίλος είναι έτερον Εγώ), τότε κατά το μέτρον, καθ' ο ποθεί δι' εαυτόν το αγαθόν, θα το επιθυμή σφοδρώς και διά τον φίλον του ή σχεδόν ομοίως. Αλλά η ύπαρξις είναι περιπόθητος λόγω του ότι συναισθανόμεθα, ότι είμεθα ημείς οι ίδιοι αγαθοί, η τοιαύτη δε συναίσθησις είναι αυτή καθ' εαυτήν γλυκεία. Όθεν πρέπει να έχωμεν συναίσθησιν και ως προς τους φίλους μας, τούτο δε δύναται να πραγματοποιηθή διά της συμβιώσεως και της ανταλλαγής λόγων και ιδεών. Την συμβίωσιν δέον λοιπόν ν' αντιλαμβανώμεθα κατά το πνεύμα τούτο και όχι κατ' αναλογίαν της συμβιώσεως των ζώων, ήτις έγκειται εις το να συμμετέχουν εις την κοινήν βοσκήν. Εάν λοιπόν διά τον ενάρετον η ύπαρξις είναι περιπόθητος αυτή καθ' εαυτήν, είναι αγαθή και ηδονική εκ φύσεως, και αν ισχύη το αυτό και ως προς τον φίλον, τότε και ο φίλος θα ανήκη εις τα προκαλούντα τον πόθον αντικείμενα. Αλλ' ό,τι ποθεί ο ευτυχής, πρέπει και να το κατέχη, άλλως υφίσταται εις το σημείον τούτο μίαν στέρησιν. Διό και, διά να είναι κανείς ευτυχής, πρέπει να έχη αρίστους φίλους.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΤ' ΑΡΙΣΤΟΓΕΙΤΟΝΟΣ Β΄: Συνέπειες της υπακοής και ανυπακοής προς τους νόμους .
Έτσι θα εξετάσετε από κοινού με περισσότερες λεπτομέρειες πόσο σημαντική αρετή είναι η υπακοή στην ισχύουσα νομοθεσία, και πόσο σημαντικό κακό είναι η ανυπακοή σε αυτήν, αν εξετάσετε χωριστά τα ευεργετήματα που απορρέουν από τους νόμους και όσα προκύπτουν εξαιτίας της παρανομίας, αφού τα καταστήσετε εναργή μπροστά στα ίδια σας τα μάτια. Θα ανακαλύψετε, βέβαια, ότι η παρανομία έχει ως αποτέλεσμα την τρέλα, την έλλειψη μέτρου, την απληστία, ενώ οι νόμοι τη σοφία, τη σύνεση και τη δικαιοσύνη. Ασφαλώς, είναι ολοφάνερο· γιατί διαπιστώσαμε ότι καλύτερα διοικούνται οι πόλεις όπου γεννήθηκαν οι καλύτεροι νομοθέτες· διότι οι ασθένειες του σώματος σταματάνε με τις ανακαλύψεις των γιατρών, ενώ την αγριότητα που βρίσκεται στις ψυχές τη διώχνουν οι αποφάσεις των νομοθετών. Γενικά, δεν θα βρούμε τίποτε ούτε σεβαστό ούτε αξιόλογο, το οποίο να μην σχετίζεται με τον νόμο, αφού και όλο το σύμπαν και οι θεοί και οι λεγόμενες εποχές μοιάζει να ελέγχονται από τον νόμο και την τάξη, αν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στα φαινόμενα. Αφού παρακινήσετε, λοιπόν, ο ένας τον άλλον, Αθηναίοι, ενισχύστε τους νόμους και καταψηφίστε όσους επιλέγουν σκόπιμα να μην δείχνουν σεβασμό στα θεία. Και αν ενεργήσετε έτσι, θα κάνετε ό,τι πρέπει και θα πράξετε όπως πρέπει και θα λάβετε την καλύτερη απόφαση με την ψήφο σας.
Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1962. Δημοσθένους Κατ' Αριστοκράτους (τέλος), Κατ' Αριστογείτονος Α΄–Β΄. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
Ούτω δε με έν βλέμμα και ακριβώς ηθέλετε ίδει πόσον μέγα αγαθόν είναι η υπακοή εις τους νόμους και πόσον μέγα κακόν είναι η καταφρόνησις των νόμων και η ανυπακοή εις αυτούς, εάν εξετάσετε χωριστά και έχετε προ οφθαλμών τα προερχόμενα εκ των νόμων αγαθά και τα εκ της παρανομίας προκύπτοντα αποτελέσματα. Τότε θα εύρετε ότι η μεν τελευταία έχει ως αποτέλεσμα πράξεις μανίας, ακαταστασίας, και τυραννίας, ενώ η υπακοή εις τους νόμους έχει ως αποτέλεσμα έργα σκέψεως, σωφροσύνης και δικαιοσύνης. Και τούτο είναι φανερόν· διότι εκ των πόλεων ηθέλομεν ίδει ότι εκείναι διοικούνται άριστα, εις τας οποίας υπήρξαν άριστοι νομοθέται· διότι τας μεν ασθενείας του σώματος θεραπεύομεν με τας επινοήσεις των ιατρών, τας δε αγριότητας των ψυχών καταστέλλομεν διά της σκέψεως των νομοθετών. Εν γένει δεν θα εύρωμεν τίποτε το σοβαρόν και σεβαστόν, το οποίον δεν μετέχει νόμου. Διότι ολόκληρον το σύμπαν και τα θεία και ό,τι καλούμεν εποχάς του έτους κανονίζονται προφανώς από την τάξιν και τον νόμον, εάν πρέπη να πιστεύσωμεν εις ό,τι βλέπομεν. Αφού λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, προτρέψετε σεις οι ίδιοι τους εαυτούς σας, βοηθήσατε μεν τους νόμους, καταψηφίσατε δε εκείνους που έχουν ως πρόγραμμα την ασέβειαν προς τους θεούς. Και ταύτα εάν πράξετε, θα κάμετε τα πρέποντα και θα ψηφίσετε τα άριστα.
Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1962. Δημοσθένους Κατ' Αριστοκράτους (τέλος), Κατ' Αριστογείτονος Α΄–Β΄. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
Ούτω δε με έν βλέμμα και ακριβώς ηθέλετε ίδει πόσον μέγα αγαθόν είναι η υπακοή εις τους νόμους και πόσον μέγα κακόν είναι η καταφρόνησις των νόμων και η ανυπακοή εις αυτούς, εάν εξετάσετε χωριστά και έχετε προ οφθαλμών τα προερχόμενα εκ των νόμων αγαθά και τα εκ της παρανομίας προκύπτοντα αποτελέσματα. Τότε θα εύρετε ότι η μεν τελευταία έχει ως αποτέλεσμα πράξεις μανίας, ακαταστασίας, και τυραννίας, ενώ η υπακοή εις τους νόμους έχει ως αποτέλεσμα έργα σκέψεως, σωφροσύνης και δικαιοσύνης. Και τούτο είναι φανερόν· διότι εκ των πόλεων ηθέλομεν ίδει ότι εκείναι διοικούνται άριστα, εις τας οποίας υπήρξαν άριστοι νομοθέται· διότι τας μεν ασθενείας του σώματος θεραπεύομεν με τας επινοήσεις των ιατρών, τας δε αγριότητας των ψυχών καταστέλλομεν διά της σκέψεως των νομοθετών. Εν γένει δεν θα εύρωμεν τίποτε το σοβαρόν και σεβαστόν, το οποίον δεν μετέχει νόμου. Διότι ολόκληρον το σύμπαν και τα θεία και ό,τι καλούμεν εποχάς του έτους κανονίζονται προφανώς από την τάξιν και τον νόμον, εάν πρέπη να πιστεύσωμεν εις ό,τι βλέπομεν. Αφού λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, προτρέψετε σεις οι ίδιοι τους εαυτούς σας, βοηθήσατε μεν τους νόμους, καταψηφίσατε δε εκείνους που έχουν ως πρόγραμμα την ασέβειαν προς τους θεούς. Και ταύτα εάν πράξετε, θα κάμετε τα πρέποντα και θα ψηφίσετε τα άριστα.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ:
Η ἠθική αρετή, Η αρετή είναι ἕξις
Και τώρα ας εξετάσωμεν τι είναι η αρετή. Επειδή λοιπόν τα εντός της ψυχής συμβαίνοντα είναι τριών ειδών, δηλαδή πάθη, δυνάμεις και έξεις, η αρετή πρέπει ν' ανήκη εις έν των τριών τούτων ειδών. Καλώ δε πάθη την επιθυμίαν, την οργήν, τον φόβον, το θάρρος, τον φθόνον, την χαράν, την φιλίαν, το μίσος, τον πόθον, την ζηλοτυπίαν, τον οίκτον και εν γένει όλα εκείνα, εις τα οποία παρομαρτεί ηδονή ή λύπη. Δυνάμεις ονομάζω τας δυνατότητας, αι οποίαι μας κάμνουν επιδεκτικούς δι' αυτά, δηλαδή όσαι μας προκαλούν την οργήν, την λύπην ή τον οίκτον, και τέλος έξεις εκείνας αι οποίαι μας περιάγουν, ως προς τα πάθη, εις μίαν καλήν ή κακήν κατάστασιν. Όσον αφορά την οργήν, επί παραδείγματι, εάν μεν μας κάμνουν να οργιζώμεθα σφοδρώς ή χαλαρώς, είναι έξεις κακαί, εάν όμως μετρίως, καλαί, ομοίως δε και δι' όλα τα άλλα. Ούτε λοιπόν αι αρεταί ούτε αι κακίαι είναι πάθη, διότι δεν λογιζόμεθα ως αγαθοί ή κακοί αναλόγως των παθών μας αλλ' αναλόγως των αρετών και των κακιών μας, και διότι ούτε επαινούμεθα ούτε ψεγόμεθα εξ αιτίας των παθών μας (δεδομένου ότι ούτε επαινείται ούτε κατακρίνεται ο φοβούμενος ή ο οργιζόμενος γενικώς και αορίστως, αλλ' ο φοβούμενος ή οργιζόμενος κατά τινα ωρισμένον τρόπον), ενώ, αναλόγως των αρετών ή των κακιών μας, επαινούμεθα ή κατακρινόμεθα. Εξ άλλου οργιζόμεθα και φοβούμεθα χωρίς την θέλησίν μας, ενώ αι αρεταί προϋποθέτουν κάποιαν περιεσκεμμένην θέλησιν ή τουλάχιστον δεν υφίστανται χωρίς την θέλησιν ταύτην. Εξ άλλου, όσον αφορά τα πάθη, λέγομεν ότι συγκινούμεθα, αλλ' ως προς τας αρετάς και τας κακίας, δεν συγκινούμεθα, αλλ' ευρισκόμεθα εις μίαν ωρισμένην κατάστασιν. Διότι με το να δυνάμεθα να πάσχωμεν αορίστως, δεν θεωρούμεθα αγαθοί ή κακοί και ούτε επαινούμεθα ούτε ψεγόμεθα. Πλην τούτου ρωμαλέοι γινόμεθα εκ φύσεως, εκ φύσεως όμως δεν γινόμεθα αγαθοί ή κακοί. Περί αυτών ωμιλήσαμεν και προηγουμένως. Αφού λοιπόν δεν είναι αι αρεταί ούτε δυνάμεις ούτε πάθη, δεν υπολείπεται παρά να είναι έξεις.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ: Ορισμός της πόλεως – Τα στάδια της εξελικτικής πορείας προς αυτήν
Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη (κράτος) αποτελεί ένα είδος κοινωνίας και ότι κάθε κοινωνία έχει συσταθεί για να επιτελεσθεί κάτι καλό (γιατί όλοι κάμνουν το παν για να πετύχουν κάτι που τους φαίνεται ωφέλιμο), είναι ολοφάνερο ότι όλες οι κοινωνίες έχουν για στόχο τους κάτι καλό και ότι, ακριβέστερα, το βασικώτερο από όλα τα αγαθά αποτελεί τον στόχο των κοινωνιών και είναι το κυριώτερο στοιχείο σ' όλες αυτές τις κοινωνίες και περιλαμβάνει όλες τις άλλες: κι αυτό είναι που ονομάζουμε πόλη ή πολιτική κοινωνία. Όσοι, λοιπόν, ταυτίζουν τον πολιτικό, με τον βασιλιά, τον αρχηγό οικογένειας και τον κύριο δούλων, δεν έχουν σωστή γνώμη. Νομίζουν δηλ. ότι η διαφορά συνίσταται στο αν είναι λιγότεροι ή περισσότεροι εκείνοι που εξουσιάζουν κι όχι στο είδος της εξουσίας που ασκούν. Π.χ. αν κάποιος εξουσιάζει λίγους, είναι κύριος, αν εξουσιάζει περισσότερους, είναι αρχηγός οικογένειας, αν ακόμη περισσότερους, είναι πολιτικός ή βασιλιάς, σα να μην υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μια μεγάλη οικογένεια και σε μια μικρή πόλη. Το ίδιο λάθος κάνουν στην κρίση τους για τον πολιτικό και το βασιλιά: όταν δηλ. ασκεί μόνος του την εξουσία, είναι βασιλιάς. Αν αντιθέτως, ασκεί την εξουσία σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής επιστήμης, όντας άλλοτε κυβερνήτης κι άλλοτε κυβερνώμενος, είναι πολιτικός. Όμως αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κι αυτό θα το αποδείξουμε εξετάζοντας το θέμα σύμφωνα με τη μέθοδο που ακολουθούμε. Όπως δηλαδή και σε άλλους τομείς της σκέψης είναι αναγκαίο να διαιρούμε το σύνθετο ως τα πιο απλά του στοιχεία (με άλλα λόγια στα ελάχιστα μόρια του συνόλου), με τον ίδιο τρόπο, εξετάζοντας τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται η πόλη, θα διακρίνουμε καλύτερα κατά τι διαφέρουν το ένα από το άλλο, κι αν είναι δυνατό να εξαγάγουμε για το καθένα κάποια επιστημονικά συμπεράσματα.
Αν, λοιπόν, εξετάσει κανείς τα πράγματα από τη γένεσή τους και παρακολουθήσει την εξέλιξή τους, μπορεί και σ' αυτά όπως και στα άλλα, να σχηματίσει την πιο σωστή γνώμη γι' αυτά. Πρώτα–πρώτα, είναι ανάγκη να εξετάσει κατά ζεύγη εκείνα που είναι αδύνατο να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο, όπως π.χ. το αρσενικό και το θηλυκό από την άποψη της απόκτησης παιδιών (κι αυτό όχι από ελεύθερη βούληση, αλλά όπως και στ' άλλα ζώα και στα φυτά, από φυσική επιθυμία και τάση να αφήσουν άλλο όμοιό τους όταν πεθαίνουν). Το ίδιο επίσης συμβαίνει και στα πλάσματα, που από τη φύση τους είναι γεννημένα να κυβερνούν, και για εκείνα που υπακούουν. Γιατί εκείνο που μπορεί, χάρη στην ευφυΐα να προβλέπει τι θα γίνει, είναι από τη φύση αρχηγός και κυρίαρχος. Το άλλο που μπορεί, χάρη στη σωματική του δύναμη, να εκτελεί μονάχα (όσα πρέπει) είναι υπήκοος και δούλος από τη φύση του. Γι' αυτό κι ο κύριος κι ο δούλος έχουν τα ίδια συμφέροντα. Από τη φύση επομένως η γυναίκα κι ο δούλος είναι αντίθετα, γιατί η φύση δεν κάμνει τίποτε με τσιγγουνιά όπως οι χαλκουργοί που φτιάχνουν τα μαχαίρια των Δελφών αλλά κάθε αντικείμενο για μια μόνο χρήση. Και πραγματικά μόνο το εργαλείο που είναι φτιαγμένο για μια μόνο χρήση, μπορεί να κάμει τέλεια τη δουλειά του και όχι αν φτιαχτεί για πολλές. Στους βαρβάρους, η γυναίκα κι ο δούλος ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Ο λόγος αυτού του φαινομένου είναι ότι δεν έχουν, όπως είναι φυσικό, άρχοντες, κι η κοινωνία τους αποτελείται από δούλους και δούλες. Γι αυτό λένε οι ποιητές:
τους βαρβάρους οι Έλληνες πρέπει να κυβερνούνε
σα να ταυτίζονται από τη φύση τους οι βάρβαροι με τους δούλους, από το σμίξιμο, επομένως του αρσενικού και του θηλυκού, του αφέντη και του δούλου σχηματίζεται πρώτη η οικογένεια και σωστά ο Ησίοδος γράφει σ' ένα ποίημά του:
πρώτα ν' αποκτήσεις σπίτι κι ύστερα γυναίκα και βόδι για τ' αλέτρι.
Αφού το βόδι για τους φτωχούς παίρνει τη θέση του δούλου. Ήταν φυσικό η πρώτη σταθερή κοινωνία να είναι η οικογένεια, που τα μέλη της ο Χαρώνδας ονομάζει ομοσύσσιτους και ο Επιμενίδης από την Κρήτη, ομοτράπεζους. Η ένωση περισσότερων οικογενειών, όχι προσωρινή αλλά μόνιμη για εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών, είναι το χωριό. Πολύ φυσικό το χωριό να μοιάζει με αποικία της οικογένειας, και τα μέλη του μερικοί να τα ονομάζουν ομογάλακτους, παιδιά και εγγόνια. Γι' αυτό ακριβώς οι πόλεις στην αρχή, είχαν βασιλιάδες, όπως και σήμερα ακόμη έχουν βασιλιάδες τα έθνη, επειδή σχηματίστηκαν από υπηκόους του βασιλιά. Γιατί κάθε οικογένεια θεωρεί βασιλιά τον πιο ηλικιωμένο, κι οι αποικίες των οικογενειών, δηλ. τα χωριά, λόγω της συγγένειας κυβερνιούνται από βασιλιά. Αυτό ακριβώς είναι που λέει ο Όμηρος:
Ο καθένας τα παιδιά του, και τη γυναίκα του κυβερνά
Γιατί ήταν σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη τον παλιό καιρό κι έτσι ζούσαν. Και για τον ίδιο λόγο, λένε όλοι ότι και οι θεοί είναι υποταγμένοι σε βασιλιάδες, επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι, άλλοι παλαιότερα άλλοι και σήμερα, έχουν βασιλιάδες. Και όπως το κάθε τι οι άνθρωποι το φέρνουν στα μέτρα τους έτσι φαντάζονται πως κι οι θεοί ζουν μια ζωή όμοια με την δική τους. Η κοινωνία που προέρχεται από περισσότερα χωριά, σχηματίζει την τέλεια πόλη, που φθάνει στο σημείο, κατά κάποιο τρόπο, να έχει πλήρη αυτάρκεια, και ενώ σχηματίσθηκε για να εξασφαλίσει ευκολώτερα τα απαραίτητα για την ζωή, διατηρείται επειδή επιτρέπει την καλοζωία των κατοίκων της. Γι αυτό, κάθε πόλη υπάρχει από τη φύση της, όπως και οι πρώτες κοινωνίες. Γιατί η τελειοποίηση εκείνων είναι η πόλη, η δε φύση τελειοποίηση του παντός. Οποιοδήποτε δηλ. ον φτάσει εξελικτικά στην τέλεια ανάπτυξή του, λέμε, ότι αυτό είναι η φύση του, έστω κι αν πρόκειται για έναν άνθρωπο, για ένα άλογο, για ένα σπίτι. Επίσης ότι η έσχατη αιτία και ο προορισμός των όντων είναι το πιο σημαντικό αγαθό. Και η αυτάρκεια αποτελεί συγχρόνως τον σκοπό και το μέγιστο αγαθό. Από τις παραπάνω, λοιπόν, σκέψεις, γίνεται ολοφάνερο ότι η πόλη είναι μια φυσική πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του προορισμένος να ζήσει μέσα στην πόλη (πολιτικόν ζώον). Εκείνος δε που περνά τη ζωή του έξω από την πόλη, από τη φύση του και όχι από κάποια ατυχία, είναι ανήθικος ή κάτι ανώτερο από άνθρωπος. Είναι σαν εκείνον που ο Όμηρος κατηγορεί ότι «δεν έχει ούτε οικογένεια, ούτε νόμους, ούτε εστία». Γιατί από τη φύση του είναι συνάμα και φιλοπόλεμος, σαν πιόνι απομονωμένο από τα άλλα στο παιχνίδι των πεσσών. Να ο λόγος για τον οποίο είναι ολοφάνερο πως ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό περισσότερο κι από τη μέλισσα κι από όλα τα άλλα που ζουν σε αγέλες. Γιατί, όπως είπαμε, δεν κάνει τίποτε στην τύχη. Και μόνος απ' όλα τα ζώα ο άνθρωπος έχει έναρθρο λόγο. Και οι μεν άναρθρες κραυγές εκφράζουν τη λύπη και την ευχαρίστηση, και γι' αυτό υπάρχουν στα άλλα ζώα. Η φύση τους δηλαδή τους επιτρέπει να αισθάνονται τη λύπη και την ευχαρίστηση και να γνωστοποιούν τα συναισθήματα αυτά το ένα στο άλλο. Αλλά ο έναρθρος λόγος δημιουργήθηκε για να εκφράζεται το συμφέρον και το βλαβερό, και φυσικά και το δίκαιο και το άδικο. Αυτό, πραγματικά, είναι το διακριτικό σημείο που κάμνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ' όλα τα άλλα ζώα: μονάχα αυτός δηλ. αντιλαμβάνεται το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο και τις άλλες παρόμοιες αξίες. Η κοινή γνώση αυτών των αξιών συντείνει στη δημιουργία της οικογένειας και της πόλης.
Είναι, επομένως, φυσικό η πόλη να προηγείται της οικογένειας και του καθενός από μας, αφού αναγκαστικά το όλο προϋπάρχει του μέρους. Αν εκμηδενισθεί δηλ. ολόκληρο το σώμα, δε θα υπάρχει ούτε πόδι, ούτε χέρι, εκτός αν μιλάει κανείς μεταφορικά και λέει για πέτρινο χέρι. Γιατί αν αυτό καταστραφεί, θα κατασκευασθεί άλλο όμοιο, αλλά το πραγματικό θα έχει νεκρωθεί. Όλα τα πράγματα καθορίζονται από την εργασία και τη δύναμη με την οποία την εκτελούν, και, μόλις αυτή η ικανότητά τους παύσει να υπάρχει, δεν μπορούμε πια να πούμε πως είναι τα ίδια ως προς την ουσία αλλά μονάχα ως προς το όνομα.
Έτσι, λοιπόν, είναι προφανές ότι η πόλη υπάρχει από τη φύση της και είναι προγενέστερη από το άτομο. Γιατί αν ο καθένας χωρισμένος από το σύνολο παύει να είναι αυτάρκης, θα βρεθεί στην ίδια κατάσταση, στην οποία βρίσκεται και κάθε μέρος του σώματος σχετικά με το σύνολο. Εκείνος δε που δε μπορεί να ζει μέσα στην κοινωνία με τους άλλους ή αυτός που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καμιά θέση στην πόλη, γιατί είναι ή θηρίο ή θεός. Φυσική, επομένως, είναι η ορμή που σπρώχνει όλους τους ανθρώπους σ' αυτή την κοινωνία. Κι εκείνος που τη σύστησε πρώτος έγινε αιτία των μεγαλυτέρων αγαθών. Γιατί, αν ο άνθρωπος είναι το ανώτερο από τα όντα, όταν φθάσει στην τελειότητά του, έτσι κι όταν διακόπτει κάθε σχέση με το νόμο και τη δικαιοσύνη, γίνεται το χειρότερο απ' όλα. Γιατί η αδικία είναι ανυπόφορη όταν διαθέτει όπλα, και ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας όπλα την φρόνηση και την αρετή, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει και για αντίθετους σκοπούς.
Αν, λοιπόν, εξετάσει κανείς τα πράγματα από τη γένεσή τους και παρακολουθήσει την εξέλιξή τους, μπορεί και σ' αυτά όπως και στα άλλα, να σχηματίσει την πιο σωστή γνώμη γι' αυτά. Πρώτα–πρώτα, είναι ανάγκη να εξετάσει κατά ζεύγη εκείνα που είναι αδύνατο να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο, όπως π.χ. το αρσενικό και το θηλυκό από την άποψη της απόκτησης παιδιών (κι αυτό όχι από ελεύθερη βούληση, αλλά όπως και στ' άλλα ζώα και στα φυτά, από φυσική επιθυμία και τάση να αφήσουν άλλο όμοιό τους όταν πεθαίνουν). Το ίδιο επίσης συμβαίνει και στα πλάσματα, που από τη φύση τους είναι γεννημένα να κυβερνούν, και για εκείνα που υπακούουν. Γιατί εκείνο που μπορεί, χάρη στην ευφυΐα να προβλέπει τι θα γίνει, είναι από τη φύση αρχηγός και κυρίαρχος. Το άλλο που μπορεί, χάρη στη σωματική του δύναμη, να εκτελεί μονάχα (όσα πρέπει) είναι υπήκοος και δούλος από τη φύση του. Γι' αυτό κι ο κύριος κι ο δούλος έχουν τα ίδια συμφέροντα. Από τη φύση επομένως η γυναίκα κι ο δούλος είναι αντίθετα, γιατί η φύση δεν κάμνει τίποτε με τσιγγουνιά όπως οι χαλκουργοί που φτιάχνουν τα μαχαίρια των Δελφών αλλά κάθε αντικείμενο για μια μόνο χρήση. Και πραγματικά μόνο το εργαλείο που είναι φτιαγμένο για μια μόνο χρήση, μπορεί να κάμει τέλεια τη δουλειά του και όχι αν φτιαχτεί για πολλές. Στους βαρβάρους, η γυναίκα κι ο δούλος ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Ο λόγος αυτού του φαινομένου είναι ότι δεν έχουν, όπως είναι φυσικό, άρχοντες, κι η κοινωνία τους αποτελείται από δούλους και δούλες. Γι αυτό λένε οι ποιητές:
τους βαρβάρους οι Έλληνες πρέπει να κυβερνούνε
σα να ταυτίζονται από τη φύση τους οι βάρβαροι με τους δούλους, από το σμίξιμο, επομένως του αρσενικού και του θηλυκού, του αφέντη και του δούλου σχηματίζεται πρώτη η οικογένεια και σωστά ο Ησίοδος γράφει σ' ένα ποίημά του:
πρώτα ν' αποκτήσεις σπίτι κι ύστερα γυναίκα και βόδι για τ' αλέτρι.
Αφού το βόδι για τους φτωχούς παίρνει τη θέση του δούλου. Ήταν φυσικό η πρώτη σταθερή κοινωνία να είναι η οικογένεια, που τα μέλη της ο Χαρώνδας ονομάζει ομοσύσσιτους και ο Επιμενίδης από την Κρήτη, ομοτράπεζους. Η ένωση περισσότερων οικογενειών, όχι προσωρινή αλλά μόνιμη για εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών, είναι το χωριό. Πολύ φυσικό το χωριό να μοιάζει με αποικία της οικογένειας, και τα μέλη του μερικοί να τα ονομάζουν ομογάλακτους, παιδιά και εγγόνια. Γι' αυτό ακριβώς οι πόλεις στην αρχή, είχαν βασιλιάδες, όπως και σήμερα ακόμη έχουν βασιλιάδες τα έθνη, επειδή σχηματίστηκαν από υπηκόους του βασιλιά. Γιατί κάθε οικογένεια θεωρεί βασιλιά τον πιο ηλικιωμένο, κι οι αποικίες των οικογενειών, δηλ. τα χωριά, λόγω της συγγένειας κυβερνιούνται από βασιλιά. Αυτό ακριβώς είναι που λέει ο Όμηρος:
Ο καθένας τα παιδιά του, και τη γυναίκα του κυβερνά
Γιατί ήταν σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη τον παλιό καιρό κι έτσι ζούσαν. Και για τον ίδιο λόγο, λένε όλοι ότι και οι θεοί είναι υποταγμένοι σε βασιλιάδες, επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι, άλλοι παλαιότερα άλλοι και σήμερα, έχουν βασιλιάδες. Και όπως το κάθε τι οι άνθρωποι το φέρνουν στα μέτρα τους έτσι φαντάζονται πως κι οι θεοί ζουν μια ζωή όμοια με την δική τους. Η κοινωνία που προέρχεται από περισσότερα χωριά, σχηματίζει την τέλεια πόλη, που φθάνει στο σημείο, κατά κάποιο τρόπο, να έχει πλήρη αυτάρκεια, και ενώ σχηματίσθηκε για να εξασφαλίσει ευκολώτερα τα απαραίτητα για την ζωή, διατηρείται επειδή επιτρέπει την καλοζωία των κατοίκων της. Γι αυτό, κάθε πόλη υπάρχει από τη φύση της, όπως και οι πρώτες κοινωνίες. Γιατί η τελειοποίηση εκείνων είναι η πόλη, η δε φύση τελειοποίηση του παντός. Οποιοδήποτε δηλ. ον φτάσει εξελικτικά στην τέλεια ανάπτυξή του, λέμε, ότι αυτό είναι η φύση του, έστω κι αν πρόκειται για έναν άνθρωπο, για ένα άλογο, για ένα σπίτι. Επίσης ότι η έσχατη αιτία και ο προορισμός των όντων είναι το πιο σημαντικό αγαθό. Και η αυτάρκεια αποτελεί συγχρόνως τον σκοπό και το μέγιστο αγαθό. Από τις παραπάνω, λοιπόν, σκέψεις, γίνεται ολοφάνερο ότι η πόλη είναι μια φυσική πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του προορισμένος να ζήσει μέσα στην πόλη (πολιτικόν ζώον). Εκείνος δε που περνά τη ζωή του έξω από την πόλη, από τη φύση του και όχι από κάποια ατυχία, είναι ανήθικος ή κάτι ανώτερο από άνθρωπος. Είναι σαν εκείνον που ο Όμηρος κατηγορεί ότι «δεν έχει ούτε οικογένεια, ούτε νόμους, ούτε εστία». Γιατί από τη φύση του είναι συνάμα και φιλοπόλεμος, σαν πιόνι απομονωμένο από τα άλλα στο παιχνίδι των πεσσών. Να ο λόγος για τον οποίο είναι ολοφάνερο πως ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό περισσότερο κι από τη μέλισσα κι από όλα τα άλλα που ζουν σε αγέλες. Γιατί, όπως είπαμε, δεν κάνει τίποτε στην τύχη. Και μόνος απ' όλα τα ζώα ο άνθρωπος έχει έναρθρο λόγο. Και οι μεν άναρθρες κραυγές εκφράζουν τη λύπη και την ευχαρίστηση, και γι' αυτό υπάρχουν στα άλλα ζώα. Η φύση τους δηλαδή τους επιτρέπει να αισθάνονται τη λύπη και την ευχαρίστηση και να γνωστοποιούν τα συναισθήματα αυτά το ένα στο άλλο. Αλλά ο έναρθρος λόγος δημιουργήθηκε για να εκφράζεται το συμφέρον και το βλαβερό, και φυσικά και το δίκαιο και το άδικο. Αυτό, πραγματικά, είναι το διακριτικό σημείο που κάμνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ' όλα τα άλλα ζώα: μονάχα αυτός δηλ. αντιλαμβάνεται το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο και τις άλλες παρόμοιες αξίες. Η κοινή γνώση αυτών των αξιών συντείνει στη δημιουργία της οικογένειας και της πόλης.
Είναι, επομένως, φυσικό η πόλη να προηγείται της οικογένειας και του καθενός από μας, αφού αναγκαστικά το όλο προϋπάρχει του μέρους. Αν εκμηδενισθεί δηλ. ολόκληρο το σώμα, δε θα υπάρχει ούτε πόδι, ούτε χέρι, εκτός αν μιλάει κανείς μεταφορικά και λέει για πέτρινο χέρι. Γιατί αν αυτό καταστραφεί, θα κατασκευασθεί άλλο όμοιο, αλλά το πραγματικό θα έχει νεκρωθεί. Όλα τα πράγματα καθορίζονται από την εργασία και τη δύναμη με την οποία την εκτελούν, και, μόλις αυτή η ικανότητά τους παύσει να υπάρχει, δεν μπορούμε πια να πούμε πως είναι τα ίδια ως προς την ουσία αλλά μονάχα ως προς το όνομα.
Έτσι, λοιπόν, είναι προφανές ότι η πόλη υπάρχει από τη φύση της και είναι προγενέστερη από το άτομο. Γιατί αν ο καθένας χωρισμένος από το σύνολο παύει να είναι αυτάρκης, θα βρεθεί στην ίδια κατάσταση, στην οποία βρίσκεται και κάθε μέρος του σώματος σχετικά με το σύνολο. Εκείνος δε που δε μπορεί να ζει μέσα στην κοινωνία με τους άλλους ή αυτός που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καμιά θέση στην πόλη, γιατί είναι ή θηρίο ή θεός. Φυσική, επομένως, είναι η ορμή που σπρώχνει όλους τους ανθρώπους σ' αυτή την κοινωνία. Κι εκείνος που τη σύστησε πρώτος έγινε αιτία των μεγαλυτέρων αγαθών. Γιατί, αν ο άνθρωπος είναι το ανώτερο από τα όντα, όταν φθάσει στην τελειότητά του, έτσι κι όταν διακόπτει κάθε σχέση με το νόμο και τη δικαιοσύνη, γίνεται το χειρότερο απ' όλα. Γιατί η αδικία είναι ανυπόφορη όταν διαθέτει όπλα, και ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας όπλα την φρόνηση και την αρετή, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει και για αντίθετους σκοπούς.
Γι αυτό ο χωρίς αρετή άνθρωπος είναι το πιο ανόσιο, το πιο άγριο ον, και το πιο επιρρεπές στις ερωτικές ηδονές και τη λαιμαργία. Η δικαιοσύνη είναι πολιτική αξία και αποτελεί κανόνα της κοινωνίας. Και η ορθή εφαρμογή της καθορίζει τι είναι δίκαιο.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ,Οι ηθικές αρετές αποκτώνται με την επανάληψη των ηθικών πράξεων
Εκ των δύο ειδών της αρετής, δηλαδή της διανοητικής και της ηθικής, η μεν διανοητική οφείλει την γένεσιν και την ανάπτυξιν αυτής περισσότερον εις την διδασκαλίαν, και διά τούτο απαιτεί πείραν και καιρόν, η δε ηθική αποκτάται εκ του έθους, και διά τον λόγον αυτόν έλαβε το όνομα, το οποίον ολίγον διαφέρει από το ήθος. Και εκ τούτου γίνεται φανερόν, ότι καμμία εκ των ηθικών αρετών δεν υπάρχει εντός ημών εκ φύσεως. Διότι κανέν εξ εκείνων, τα οποία υπάρχουν εκ φύσεως, δεν ημπορεί να λάβη διαφορετικάς συνηθείας. Λόγου χάριν ο λίθος, που πίπτει προς τα κάτω εκ φύσεως, δεν είναι δυνατόν να συνηθίση να φέρεται προς τα επάνω και αν ακόμη, διά να τον συνηθίση κανείς, τον ρίψη αναριθμήτους φοράς υψηλά. Ούτε το πυρ φέρεται προς τα κάτω, ούτε κανέν εξ όσων έγιναν εκ φύσεως, κατά ένα τρόπον, είναι δυνατόν να συνηθίση διαφορετικά. Επομένως αι αρεταί δεν γεννώνται εντός ημών ούτε εκ φύσεως ούτε παρά φύσιν, αλλά, ναι μεν επλάσθημεν εκ φύσεως επιδεκτικοί δι' αυτάς, πλην όμως τελειοποιούμεθα με την συνήθειαν.
Έπειτα, πρώτον μεν αποκτώμεν τας δυνάμεις όλων εκείνων, τα οποία έχομεν εκ φύσεως, και κατόπιν αποδίδομεν τας ενεργείας των, τούτο δε είναι προφανές εις τα αισθητήρια. Διότι δεν απεκτήσαμεν τας αισθήσεις μας από το να βλέπωμεν και να ακούωμεν συχνά, αλλ' αντιθέτως, τας είχαμεν και εκάμαμεν χρήσιν αυτών και δεν τας απεκτήσαμεν διά της χρησιμοποιήσεώς των. Τας αρετάς όμως τας αποκτώμεν, αφού εργασθώμεν προηγουμένως, καθώς συμβαίνει και διά τας άλλας τέχνας. Διότι, όσα πρέπει να εκτελούμεν, αφού προηγουμένως τα εμάθαμεν, τα μανθάνομεν διά πρακτικής ασκήσεως. Λόγου χάριν οι οικοδόμοι γίνονται με το να οικοδομούν, και οι κιθαρισταί με το να παίζουν κιθάραν. Καθ' όμοιον τρόπον λοιπόν γινόμεθα δίκαιοι όσοι ασκούμεν την δικαιοσύνην, και όσοι την σωφροσύνην σώφρονες, και όσοι την ανδρείαν ανδρείοι. Διαπιστώνει δε τούτο και αυτό που συμβαίνει εις τα πολιτείας. Διότι οι νομοθέται κάμνουν τους πολίτας αγαθούς διά της ασκήσεως, εις το σημείον δε τούτο έγκειται η πρόθεσις παντός νομοθέτου∙ όσοι δε δεν πράττουν τούτο καλώς, σφάλλουν, και κατά τούτο διαφέρει μία αγαθή πολιτεία από την μηδαμινήν. Εξ άλλου, αι αυταί αιτίαι και τα αυτά μέσα δημιουργούν και καταστρέφουν κάθε αρετήν, ομοίως δε κάθε τέχνην. Διότι και οι καλοί και οι κακοί κιθαρισταί γίνονται με το να παίζουν κιθάραν, αναλόγως δε και οι οικοδόμοι και όλοι οι άλλοι. Δηλαδή με το να οικοδομούν καλώς τας οικίας γίνονται καλοί οικοδόμοι, εάν όμως τας οικοδομούν κακώς, γίνονται οικοδόμοι κακοί. Διότι, αν δεν είχεν ούτω το πράγμα, δεν θα παρίστατο ανάγκη διδασκάλου, αλλ' όλοι θα ήσαν καλοί ή κακοί.
Το ίδιον λοιπόν συμβαίνει και όσον αφορά τας αρετάς. Δηλαδή με το να κάμνωμεν συναλλαγάς με τους άλλους ανθρώπους, γινόμεθα άλλοι μεν δίκαιοι, άλλοι δε άδικοι, με το να εκτελούμεν δε τα πρέποντα εις δεινάς περιστάσεις και να συνηθίζωμεν να έχωμεν θάρρος ή να φοβούμεθα, γινόμεθα άλλοι μεν ανδρείοι, άλλοι δε δειλοί. Ομοίως δε συμβαίνει και διά τας επιθυμίας και τας ορέξεις. Δηλαδή άλλοι μεν γίνονται σώφρονες και μειλίχιοι, άλλοι δε ακόλαστοι και οξύθυμοι. Διότι εκείνοι μεν συμπεριφέρονται εις τα αυτά πράγματα κατ' εκείνον τον τρόπον, άλλοι δε κατά τούτον. Λοιπόν, εν συντόμω, εξ ομοίων ενεργειών γεννώνται όμοιαι ψυχικαί καταστάσεις. Διά τούτο πρέπει να προσπαθούμεν να εκτελούμεν τας ενεργείας μας κατά τρόπον καθοριζόμενον επακριβώς, διότι αναλόγως της διαφοράς αυτών έρχονται κατόπιν αι ψυχικαί καταστάσεις. Λοιπόν δεν έχει μικράν σημασίαν το να συνηθίζωμεν ευθύς από την νεαράν ηλικίαν μας κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον, αλλά σημαίνει πολύ ή μάλλον το παν.
Έπειτα, πρώτον μεν αποκτώμεν τας δυνάμεις όλων εκείνων, τα οποία έχομεν εκ φύσεως, και κατόπιν αποδίδομεν τας ενεργείας των, τούτο δε είναι προφανές εις τα αισθητήρια. Διότι δεν απεκτήσαμεν τας αισθήσεις μας από το να βλέπωμεν και να ακούωμεν συχνά, αλλ' αντιθέτως, τας είχαμεν και εκάμαμεν χρήσιν αυτών και δεν τας απεκτήσαμεν διά της χρησιμοποιήσεώς των. Τας αρετάς όμως τας αποκτώμεν, αφού εργασθώμεν προηγουμένως, καθώς συμβαίνει και διά τας άλλας τέχνας. Διότι, όσα πρέπει να εκτελούμεν, αφού προηγουμένως τα εμάθαμεν, τα μανθάνομεν διά πρακτικής ασκήσεως. Λόγου χάριν οι οικοδόμοι γίνονται με το να οικοδομούν, και οι κιθαρισταί με το να παίζουν κιθάραν. Καθ' όμοιον τρόπον λοιπόν γινόμεθα δίκαιοι όσοι ασκούμεν την δικαιοσύνην, και όσοι την σωφροσύνην σώφρονες, και όσοι την ανδρείαν ανδρείοι. Διαπιστώνει δε τούτο και αυτό που συμβαίνει εις τα πολιτείας. Διότι οι νομοθέται κάμνουν τους πολίτας αγαθούς διά της ασκήσεως, εις το σημείον δε τούτο έγκειται η πρόθεσις παντός νομοθέτου∙ όσοι δε δεν πράττουν τούτο καλώς, σφάλλουν, και κατά τούτο διαφέρει μία αγαθή πολιτεία από την μηδαμινήν. Εξ άλλου, αι αυταί αιτίαι και τα αυτά μέσα δημιουργούν και καταστρέφουν κάθε αρετήν, ομοίως δε κάθε τέχνην. Διότι και οι καλοί και οι κακοί κιθαρισταί γίνονται με το να παίζουν κιθάραν, αναλόγως δε και οι οικοδόμοι και όλοι οι άλλοι. Δηλαδή με το να οικοδομούν καλώς τας οικίας γίνονται καλοί οικοδόμοι, εάν όμως τας οικοδομούν κακώς, γίνονται οικοδόμοι κακοί. Διότι, αν δεν είχεν ούτω το πράγμα, δεν θα παρίστατο ανάγκη διδασκάλου, αλλ' όλοι θα ήσαν καλοί ή κακοί.
Το ίδιον λοιπόν συμβαίνει και όσον αφορά τας αρετάς. Δηλαδή με το να κάμνωμεν συναλλαγάς με τους άλλους ανθρώπους, γινόμεθα άλλοι μεν δίκαιοι, άλλοι δε άδικοι, με το να εκτελούμεν δε τα πρέποντα εις δεινάς περιστάσεις και να συνηθίζωμεν να έχωμεν θάρρος ή να φοβούμεθα, γινόμεθα άλλοι μεν ανδρείοι, άλλοι δε δειλοί. Ομοίως δε συμβαίνει και διά τας επιθυμίας και τας ορέξεις. Δηλαδή άλλοι μεν γίνονται σώφρονες και μειλίχιοι, άλλοι δε ακόλαστοι και οξύθυμοι. Διότι εκείνοι μεν συμπεριφέρονται εις τα αυτά πράγματα κατ' εκείνον τον τρόπον, άλλοι δε κατά τούτον. Λοιπόν, εν συντόμω, εξ ομοίων ενεργειών γεννώνται όμοιαι ψυχικαί καταστάσεις. Διά τούτο πρέπει να προσπαθούμεν να εκτελούμεν τας ενεργείας μας κατά τρόπον καθοριζόμενον επακριβώς, διότι αναλόγως της διαφοράς αυτών έρχονται κατόπιν αι ψυχικαί καταστάσεις. Λοιπόν δεν έχει μικράν σημασίαν το να συνηθίζωμεν ευθύς από την νεαράν ηλικίαν μας κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον, αλλά σημαίνει πολύ ή μάλλον το παν.
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟΣ: Η αξιοκρατική επιλογή των αρχόντων κατά το παρελθόν
Εκείνοι λοιπόν που είχαν τη διοίκηση της πολιτείας κατά την παλαιότερη εποχή, εγκατέστησαν πολίτευμα που δεν είχε μόνον όνομα προσφιλέστατο σ' όλους και γλυκύτατο, ενώ στην πραγματικότητα δεν έδινε την εντύπωση αυτή στους πολιτευομένους και δεν προετοίμαζε τους πολίτας ώστε να θεωρούν την ακολασία δημοκρατία, την παρανομία ελευθερία, την αθυροστομία ισότητα δικαιωμάτων, ούτε τέλος την εξουσία να κάνουν όλα αυτά ευδαιμονία, αλλά πολίτευμα που παρέδιδε στο μίσος και στην τιμωρία τους ανθρώπους αυτού του είδους και που κατώρθωσε με τον τρόπο αυτό να κάμη όλους τους πολίτας καλύτερους και φρονιμώτερους. Εξαιρετική μάλιστα συμβολή για την καλή διοίκηση της πολιτείας παρείχε το γεγονός ότι, επειδή υπάρχει η δοξασία ότι υπάρχουν δύο είδη ισότητος και ότι η μία απονέμει σ' όλους τα ίδια δικαιώματα και η άλλη ό,τι πρέπει στον καθένα, δεν αγνοούσαν τη χρησιμώτερη, αλλ' εκείνην που έδινε τα ίδια δικαιώματα και στους ηθικούς ανθρώπους και στους πονηρούς, την απεδοκίμαζαν, γιατί την εθεωρούσαν άδικη, ενώ εκείνην που παρείχε δικαιώματα ανάλογα με την αξία του καθενός και ετιμωρούσε πάλι αναλόγως των περιστάσεων, την προτιμούσαν και σύμφωνα μ' αυτήν ερρύθμιζαν τη διοίκηση της πολιτείας, και δεν εξέλεγαν τους άρχοντας απ' όλους τους πολίτας ανεξαιρέτως, αλλά για κάθε αξίωμα προέκριναν τον καλύτερο και τον ικανώτερο, γιατί ενόμιζαν ότι και οι άλλοι πολίται θα είναι όμοιοι μ' εκείνους που αναλαμβάνουν υπεύθυνα τη διοίκηση των πολιτικών πραγμάτων. Εκτός αυτού ενόμιζαν ότι η εκλογή αυτή των αρχόντων είναι περισσότερο αρεστή στο λαό από την εκλογή που γίνεται διά κλήρου. Γιατί κατά την κλήρωση είναι πολύ ενδεχόμενο να ευνοηθή από την τύχη και να καταλάβη αξίωμα πολιτικό άνθρωπος με τάσεις ολιγαρχικές, ενώ κατά την πρόκριση των ικανωτέρων πολιτών ο λαός θα είναι ο κυρίαρχος να εκλέξη εκείνους που αγαπούν ξεχωριστά το υφιστάμενο καθεστώς.
Αιτία δε του να είναι αυτά πιο αρεστά στο πλήθος και να μην είναι περιζήτητα τα αξιώματα, ήταν το ότι είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να εργάζωνται με υπολογισμό και να μη παραμελούν τις δικές τους υποθέσεις, ούτε να κάνουν σχέδια εις βάρος των άλλων, ούτε τέλος να τακτοποιούν τις ατομικές τους υποθέσεις εις βάρος του δημοσίου, αλλ' αντιθέτως από εκείνα που έχει ο καθένας, αν καμμιά φορά χρειασθή, να προσφέρη χάριν των κοινών πραγμάτων και να μην έχουν ακριβέστερη γνώση για τα δημόσια έσοδα παρά για τους δικούς των πόρους. Απέφευγαν δε τόσο πολύ κάθε ανάμιξή τους στην πολιτική, ώστε ήταν δυσκολώτερο να βρη κανείς την εποχή εκείνη αυτούς που είχαν τη διάθεση να γίνουν άρχοντες, παρά σήμερα εκείνους που δεν επιδιώκουν τα αξιώματα. Γιατί δεν εθεωρούσαν εμπορική επιχείρηση αλλ' υψηλό υπούργημα τη φροντίδα για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων και δεν επρόσεχαν από την πρώτην ημέρα της αναλήψεως της αρχής αν οι προκάτοχοί τους ελησμόνησαν κανένα πλεόνασμα για να το οικειοποιηθούν αυτοί, αλλά πολύ περισσότερο επρόσεχαν αν έδειξαν αδιαφορία για καμμίαν υπόθεση που λόγω της επειγούσης φύσεώς της ήταν ανάγκη να τακτοποιηθή. Και για να μιλήσω με συντομία, εκείνοι είχαν τη γνώμη ότι πρέπει ο λαός ως τύραννος να διορίζη τους άρχοντας και να τιμωρή εκείνους που παρανομούν και να παίρνη αποφάσεις για τα ζητήματα που αμφισβητούνται, εκείνοι δε που είχαν χρόνο διαθέσιμο και αρκετή περιουσία, είχαν τη γνώμη ότι πρέπει να φροντίζουν, ως υπηρέται, για το συμφέρον των δημοσίων πραγμάτων και, αν αποδειχθούν δίκαιοι, να επαινούνται και να αρκούνται σ' αυτή την τιμή, αν πάλι διοικήσουν κακώς την πολιτεία, να μην ελπίζουν σε καμμιά επιείκεια, αλλ' αντιθέτως να τιμωρούνται με την αυστηρότερη ποινή. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να βρη κανείς στερεώτερα θεμελιωμένη ή δικαιότερη δημοκρατία από εκείνην, η οποία αναθέτει στους πιο ικανούς πολίτας την υπεύθυνη διαχείριση της εξουσίας, ενώ συγχρόνως επιβάλλει κυρίαρχο το λαό σ' αυτούς τους ίδιους τους άρχοντες;
Αιτία δε του να είναι αυτά πιο αρεστά στο πλήθος και να μην είναι περιζήτητα τα αξιώματα, ήταν το ότι είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να εργάζωνται με υπολογισμό και να μη παραμελούν τις δικές τους υποθέσεις, ούτε να κάνουν σχέδια εις βάρος των άλλων, ούτε τέλος να τακτοποιούν τις ατομικές τους υποθέσεις εις βάρος του δημοσίου, αλλ' αντιθέτως από εκείνα που έχει ο καθένας, αν καμμιά φορά χρειασθή, να προσφέρη χάριν των κοινών πραγμάτων και να μην έχουν ακριβέστερη γνώση για τα δημόσια έσοδα παρά για τους δικούς των πόρους. Απέφευγαν δε τόσο πολύ κάθε ανάμιξή τους στην πολιτική, ώστε ήταν δυσκολώτερο να βρη κανείς την εποχή εκείνη αυτούς που είχαν τη διάθεση να γίνουν άρχοντες, παρά σήμερα εκείνους που δεν επιδιώκουν τα αξιώματα. Γιατί δεν εθεωρούσαν εμπορική επιχείρηση αλλ' υψηλό υπούργημα τη φροντίδα για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων και δεν επρόσεχαν από την πρώτην ημέρα της αναλήψεως της αρχής αν οι προκάτοχοί τους ελησμόνησαν κανένα πλεόνασμα για να το οικειοποιηθούν αυτοί, αλλά πολύ περισσότερο επρόσεχαν αν έδειξαν αδιαφορία για καμμίαν υπόθεση που λόγω της επειγούσης φύσεώς της ήταν ανάγκη να τακτοποιηθή. Και για να μιλήσω με συντομία, εκείνοι είχαν τη γνώμη ότι πρέπει ο λαός ως τύραννος να διορίζη τους άρχοντας και να τιμωρή εκείνους που παρανομούν και να παίρνη αποφάσεις για τα ζητήματα που αμφισβητούνται, εκείνοι δε που είχαν χρόνο διαθέσιμο και αρκετή περιουσία, είχαν τη γνώμη ότι πρέπει να φροντίζουν, ως υπηρέται, για το συμφέρον των δημοσίων πραγμάτων και, αν αποδειχθούν δίκαιοι, να επαινούνται και να αρκούνται σ' αυτή την τιμή, αν πάλι διοικήσουν κακώς την πολιτεία, να μην ελπίζουν σε καμμιά επιείκεια, αλλ' αντιθέτως να τιμωρούνται με την αυστηρότερη ποινή. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να βρη κανείς στερεώτερα θεμελιωμένη ή δικαιότερη δημοκρατία από εκείνην, η οποία αναθέτει στους πιο ικανούς πολίτας την υπεύθυνη διαχείριση της εξουσίας, ενώ συγχρόνως επιβάλλει κυρίαρχο το λαό σ' αυτούς τους ίδιους τους άρχοντες;
ΑΙΣΧΥΝΗΣ: Ο γνήσια δημοκρατικός άνδρας
...(Ίσως όμως μου ανταπαντήση κανείς) σωστά, Αισχίνη, είναι αυτά που λέγεις, αλλ' ο Δημοσθένης είναι φίλος του λαού. Εάν βεβαίως έχετε υπ' όψιν σας μόνον τα παχειά λόγια του, θα πέσετε έξω, όπως και το πάθατε παλαιότερα. Εάν όμως εξετάσετε τον χαρακτήρα του και την ουσίαν των λεγομένων του, δεν θα εξαπατηθήτε. Κατά τον ακόλουθον, νομίζω, τρόπον πρέπει να κρίνετε την ουσίαν των λόγων του. (Εν πάση περιπτώσει) εγώ θα εξετάσω μαζύ σας τα κύρια χαρακτηριστικά του μυαλωμένου και δημοτικού ανδρός και θ' αντιπαραθέσω και τας ιδιότητας του ολιγαρχικού και του φαύλου, σεις δε, κάμνοντες την σύγκρισιν, χαρακτηρίσατε αυτόν οποίος πραγματικώς είναι, όχι βεβαίως από τα λόγια που λέγει, αλλά από τον (όλον πολιτικόν) βίον του. Φρονώ λοιπόν ότι όλοι σας θα συμφωνήσετε μαζύ μου ότι αι εξής είναι (αι κύριαι) ιδιότητες του δημοτικού: Πρώτον μεν πρέπει από πατέρα και μητέρα να έχη γεννηθή ελεύθερος ίνα μη, λόγω της ατυχίας του, του να μη γεννηθή από ελευθέρους γονείς, αντιπαθή τους νόμους που είναι το θεμέλιον του λαοκρατικού μας πολιτεύματος. Δεύτερον δε οι πρόγονοί του να έχουν προσφέρει ευεργεσίαν τινά εις τον δήμον, ή, πράγμα που είναι αναγκαιότατον, να μη υπάρχη εκ μέρους των προγόνων ουδεμία έχθρα (κατά του πολιτεύματος) και τούτο ίνα μη, εκδικούμενος διά τα ατυχήματα των προγόνων του, επιχειρήση να κάμη κακόν εις την πόλιν. Τρίτον, ως προς τον καθημερινόν τρόπον της ζωής του, πρέπει εξ ιδιοσυγκρασίας να είναι σώφρων και ολιγοδάπανος, διά να μη αναγκάζεται, προς ικανοποίησιν των ακολάστων δαπανών του, να χρηματίζεται προς βλάβην του δήμου. Τέταρτον να είναι δυνατός και στοχαστικός εις το λέγειν. Διότι είναι καλόν, δια μεν της σκέψεώς του να προτείνη τα βέλτιστα εις την Πολιτείαν, διά δε της μορφώσεώς του να είναι ικανός εις το λέγειν και να πείθη τους ακροατάς του. Εάν δε δεν υπάρχουν και τα δύο τότε προτιμοτέρα της δυνάμεως του λόγου είναι η χρηστότης. Πέμπτον ο φίλος του δήμου πρέπει να είναι γενναιόψυχος ίνα μη, εν καιρώ κινδύνων και πολέμων, εγκαταλείπη τον λαόν. Όσον αφορά τον ολιγαρχικόν, ούτος πρέπει να έχη όλας τας αντιθέτους ιδιότητας του δημοτικού. Μήπως δε είναι ανάγκη να τας απαριθμήσω μίαν προς μίαν; Σκεφθήτε τώρα από τας ανωτέρω ιδιότητας ποίας έχει ο Δημοσθένης και η εξέτασίς σας ας είναι κατά πάντα δικαία.
Μτφρ. Κ. Αργύρης. χ.χ. Αισχίνης. Κατά Κτησιφώντος. Αθήνα: Γρηγόρης.
Ναι, αλλά, θα πη κάποιος, έχει δημοκρατικά φρονήματα. Αν βέβαια πρoσέχετε τα ωραία λόγια του, θα εξαπατηθήτε, όπως και στο παρελθόν, αν όμως προσέχετε το χαρακτήρα του και την αλήθεια, δεν θα εξαπατηθήτε. Κατά τον εξής τρόπο όμως πρέπει να τον κρίνετε. Εγώ θα εξετάσω μαζί σας ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχη ο δημοκρατικός και συνετός άνδρας και κοντά σ' αυτά θ' αναφέρω ποιος είναι ο ολιγαρχικός και κακός άνθρωπος. Κι εσείς συγκρίνοντας καθένα απ' αυτά τα δυο χαρακτηρίστε το Δημοσθένη κοιτάζοντας όχι με τίνος τους λόγους συμφωνούν οι λόγοι του Δημοσθένη, αλλά με τίνος το βίο συμφωνεί ο βίος του.
Νομίζω λοιπόν ότι όλοι θα συμφωνήσετε πως ο δημοκρατικός άνδρας πρέπει να έχη τα εξής πλεονεκτήματα. Πρώτα πρώτα πρέπει να είναι ελεύθερος κι από πατέρα κι από μάνα, για να μην αντιπαθή τους νόμους που στηρίζουν τη δημοκρατία, εξ αιτίας της ατυχίας του να μη γεννηθή από ελεύθερους γονείς. Δεύτερο πρέπει οι πρόγονοί του να έχουν κάμη κάποια εργασία στο δήμο ή τουλάχιστον, πράγμα που είναι πολύ αναγκαίο, να μην είχαν ποτέ καμιά εχθροπάθεια με το δήμο, για να μην επιχειρήση να κάμη κακό στην πόλη θέλοντας να εκδικηθή τα όσα έπαθαν οι πρόγονοί του απ' αυτήν. Τρίτο πρέπει να είναι από φυσικού του μυαλωμένος και μετρημένος στην καθημερινή του ζωή, για να μη δωροδοκείται εις βάρος του δήμου, για ν' ανταποκριθή στα έξοδα των ακολάστων επιθυμιών του. Τέταρτο να είναι στοχαστικός και ικανός ρήτορας, γιατί καλό είναι η σκέψη του να διαλέγη το καλύτερο για την πόλη κι η μόρφωση κι η ευφράδεια του ρήτορα να πείθουν τους ακροατές. Εάν δεν έχη και τα δυο, τότε η στοχαστικότης είναι προτιμότερη απ' τη ρητορική ικανότητα. Πέμπτο να είναι γενναιόψυχος, για να μην εγκαταλείπη το λαό στις κρίσιμες περιστάσεις και στους κινδύνους. Κι ο ολιγαρχικός πρέπει να έχη χαρακτηριστικά αντίθετα απ' αυτά. Γιατί να τα ξαναπώ; Σκεφθήτε λοιπόν τι απ' τα δυο έχει ο Δημοσθένης. Κι η εξέταση ας γίνη με κάθε δικαιοσύνη...
Μτφρ. Κ. Αργύρης. χ.χ. Αισχίνης. Κατά Κτησιφώντος. Αθήνα: Γρηγόρης.
Ναι, αλλά, θα πη κάποιος, έχει δημοκρατικά φρονήματα. Αν βέβαια πρoσέχετε τα ωραία λόγια του, θα εξαπατηθήτε, όπως και στο παρελθόν, αν όμως προσέχετε το χαρακτήρα του και την αλήθεια, δεν θα εξαπατηθήτε. Κατά τον εξής τρόπο όμως πρέπει να τον κρίνετε. Εγώ θα εξετάσω μαζί σας ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχη ο δημοκρατικός και συνετός άνδρας και κοντά σ' αυτά θ' αναφέρω ποιος είναι ο ολιγαρχικός και κακός άνθρωπος. Κι εσείς συγκρίνοντας καθένα απ' αυτά τα δυο χαρακτηρίστε το Δημοσθένη κοιτάζοντας όχι με τίνος τους λόγους συμφωνούν οι λόγοι του Δημοσθένη, αλλά με τίνος το βίο συμφωνεί ο βίος του.
Νομίζω λοιπόν ότι όλοι θα συμφωνήσετε πως ο δημοκρατικός άνδρας πρέπει να έχη τα εξής πλεονεκτήματα. Πρώτα πρώτα πρέπει να είναι ελεύθερος κι από πατέρα κι από μάνα, για να μην αντιπαθή τους νόμους που στηρίζουν τη δημοκρατία, εξ αιτίας της ατυχίας του να μη γεννηθή από ελεύθερους γονείς. Δεύτερο πρέπει οι πρόγονοί του να έχουν κάμη κάποια εργασία στο δήμο ή τουλάχιστον, πράγμα που είναι πολύ αναγκαίο, να μην είχαν ποτέ καμιά εχθροπάθεια με το δήμο, για να μην επιχειρήση να κάμη κακό στην πόλη θέλοντας να εκδικηθή τα όσα έπαθαν οι πρόγονοί του απ' αυτήν. Τρίτο πρέπει να είναι από φυσικού του μυαλωμένος και μετρημένος στην καθημερινή του ζωή, για να μη δωροδοκείται εις βάρος του δήμου, για ν' ανταποκριθή στα έξοδα των ακολάστων επιθυμιών του. Τέταρτο να είναι στοχαστικός και ικανός ρήτορας, γιατί καλό είναι η σκέψη του να διαλέγη το καλύτερο για την πόλη κι η μόρφωση κι η ευφράδεια του ρήτορα να πείθουν τους ακροατές. Εάν δεν έχη και τα δυο, τότε η στοχαστικότης είναι προτιμότερη απ' τη ρητορική ικανότητα. Πέμπτο να είναι γενναιόψυχος, για να μην εγκαταλείπη το λαό στις κρίσιμες περιστάσεις και στους κινδύνους. Κι ο ολιγαρχικός πρέπει να έχη χαρακτηριστικά αντίθετα απ' αυτά. Γιατί να τα ξαναπώ; Σκεφθήτε λοιπόν τι απ' τα δυο έχει ο Δημοσθένης. Κι η εξέταση ας γίνη με κάθε δικαιοσύνη...
ΠΛΑΤΩΝ: ΤΙΜΑΙΟΣ
Αφού λοιπόν ο θεός τους έδωσε αυτές τις εντολές, ώστε να είναι ανεύθυνος για τις μελλοντικές κακίες τους, συνέχισε να σπέρνει κι άλλες ψυχές στη γη, στο φεγγάρι και στα υπόλοιπα όργανα του χρόνου. Ύστερα ανέθεσε στους νέους θεούς να δημιουργούν θνητά σώματα, να ελέγχουν το υπόλοιπο της ανθρώπινης ψυχής, που έπρεπε να προστεθεί, και να κυβερνούν τα θνητά πλάσματα με τον καλύτερο και ωραιότερο δυνατό τρόπο που είχαν στη διάθεσή τους, εκτός πια κι αν αυτά γίνονται μόνα τους αίτια συμφορών για τον εαυτό τους.
Όταν έδωσε αυτές τις εντολές ο δημιουργός κλείστηκε πια στον εαυτό του με τον συνηθισμένο του τρόπο. Κι όσο βρισκόταν σ’ αυτή την ήρεμη κατάσταση, τα παιδιά του κατανόησαν τις διαταγές που είχαν πάρει και υπάκουσαν σ’ αυτές. Πήραν λοιπόν την αθάνατη αρχή του θνητού πλάσματος και, με παράδειγμα τον πατέρα τους, δανείστηκαν από τον κόσμο τμήματα φωτιάς, γης, νερού και αέρα, με την υπόσχεση να του τα επιστρέψουν πάλι αργότερα, και άρχισαν να τα συνδέουν μεταξύ τους, για να φτιάξουν ένα ενιαίο σύνολο, όχι με τους αδιάλυτους δεσμούς που είχαν δεθεί εκείνα τα ίδια αλλά στερεώνοντας τα υλικά με αμέτρητα καρφιά, τόσο μικρά που ήταν αόρατα. Έτσι έφτιαξαν κάθε σώμα ανεξάρτητο από τα άλλα και μέσα του έβαλαν τις περιφορές της αθάνατης ψυχής.
Τότε οι ψυχές, κλεισμένες μέσα στο σώμα σαν σε μεγάλο ποτάμι, ούτε το κατεύθυναν ούτε κατευθύνονταν απ’ αυτό, αλλά μόνο παρέσυραν και παρασύρονταν βίαια, κάνοντας έτσι ολόκληρο το ζωντανό πλάσμα να κινείται άτακτα και ακατάστατα σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, αφού διέθετε και τις έξι κινήσεις. Πήγαινε δηλαδή μπρος, πίσω, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά και περιπλανιόταν σε όλες τις κατευθύνσεις. Μολονότι όμως το κύμα, που πλημμύριζε την ψυχή και μετά ξεχυνόταν έξω απ’ αυτή καθώς της έδινε τροφή, ήταν πολύ δυνατό, πολύ μεγαλύτερη ήταν η ταραχή που δημιουργούσαν στα πλάσματα διάφορα άλλα εξωτερικά αίτια, όταν τύχαινε κάποιο απ’ αυτά να συγκρουστεί με ξένη φωτιά που συναντούσε στο δρόμο του ή με στέρεο τμήμα γης ή με τη γλιστερή επιφάνεια του νερού ή με κάποια ανεμοθύελλα της ατμόσφαιρας. Όλες οι κινήσεις που οφείλονταν σ’ αυτές τις αιτίες περνούσαν από το σώμα κι έπεφταν πάνω στην ψυχή. Γι’ αυτό τον λόγο ονομάστηκαν τότε αισθήσεις, όπως δηλαδή εξακολουθούν να ονομάζονται και σήμερα.
Όταν έδωσε αυτές τις εντολές ο δημιουργός κλείστηκε πια στον εαυτό του με τον συνηθισμένο του τρόπο. Κι όσο βρισκόταν σ’ αυτή την ήρεμη κατάσταση, τα παιδιά του κατανόησαν τις διαταγές που είχαν πάρει και υπάκουσαν σ’ αυτές. Πήραν λοιπόν την αθάνατη αρχή του θνητού πλάσματος και, με παράδειγμα τον πατέρα τους, δανείστηκαν από τον κόσμο τμήματα φωτιάς, γης, νερού και αέρα, με την υπόσχεση να του τα επιστρέψουν πάλι αργότερα, και άρχισαν να τα συνδέουν μεταξύ τους, για να φτιάξουν ένα ενιαίο σύνολο, όχι με τους αδιάλυτους δεσμούς που είχαν δεθεί εκείνα τα ίδια αλλά στερεώνοντας τα υλικά με αμέτρητα καρφιά, τόσο μικρά που ήταν αόρατα. Έτσι έφτιαξαν κάθε σώμα ανεξάρτητο από τα άλλα και μέσα του έβαλαν τις περιφορές της αθάνατης ψυχής.
Τότε οι ψυχές, κλεισμένες μέσα στο σώμα σαν σε μεγάλο ποτάμι, ούτε το κατεύθυναν ούτε κατευθύνονταν απ’ αυτό, αλλά μόνο παρέσυραν και παρασύρονταν βίαια, κάνοντας έτσι ολόκληρο το ζωντανό πλάσμα να κινείται άτακτα και ακατάστατα σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, αφού διέθετε και τις έξι κινήσεις. Πήγαινε δηλαδή μπρος, πίσω, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά και περιπλανιόταν σε όλες τις κατευθύνσεις. Μολονότι όμως το κύμα, που πλημμύριζε την ψυχή και μετά ξεχυνόταν έξω απ’ αυτή καθώς της έδινε τροφή, ήταν πολύ δυνατό, πολύ μεγαλύτερη ήταν η ταραχή που δημιουργούσαν στα πλάσματα διάφορα άλλα εξωτερικά αίτια, όταν τύχαινε κάποιο απ’ αυτά να συγκρουστεί με ξένη φωτιά που συναντούσε στο δρόμο του ή με στέρεο τμήμα γης ή με τη γλιστερή επιφάνεια του νερού ή με κάποια ανεμοθύελλα της ατμόσφαιρας. Όλες οι κινήσεις που οφείλονταν σ’ αυτές τις αιτίες περνούσαν από το σώμα κι έπεφταν πάνω στην ψυχή. Γι’ αυτό τον λόγο ονομάστηκαν τότε αισθήσεις, όπως δηλαδή εξακολουθούν να ονομάζονται και σήμερα.
ΠΛΑΤΩΝ "ΤΙΜΑΙΟΣ" : Περί δημιουργίας όντων...
Όλα τα όντα που είχαν δημιουργηθεί μέχρι τη γέννηση του κόσμου ήταν όμοια με το πρότυπό τους, εκείνα όμως που γεννήθηκαν στη συνέχεια δεν έμοιαζαν με το πρότυπο, αφού δεν περιλαμβάνονταν στα πρώτα. Ο θεός λοιπόν ολοκλήρωσε το ασυμπλήρωτο τμήμα του κόσμου κάνοντάς το όμοιο με τη φύση του προτύπου. Καθώς η λογική αντιλαμβάνεται πόσες και ποιες είναι οι ιδέες που υπάρχουν στον αμετάβλητο ζωντανό κόσμο, ο δημιουργός σκέφτηκε ότι κι ο μεταβλητός κόσμος έπρεπε να έχει τις ίδιες μορφές, ποσοτικά και ποιοτικά. Αυτές οι μορφές είναι τέσσερις. Πρώτη το ουράνιο γένος των θεών, δεύτερη το φτερωτό γένος που κινείται στον αέρα, τρίτη το γένος όσων ζουν στο νερό, και τέταρτη το γένος αυτών που ζουν στη γη και περπατούν.
Τη θεία μορφή ο δημιουργός την έφτιαξε κυρίως από φωτιά, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο λαμπρή και όμορφη, της έδωσε σφαιρικό σχήμα για να μοιάζει με το σύμπαν, την τοποθέτησε στο εξωτερικό μέρος του σύμπαντος και την άπλωσε κυκλικά γύρω στον ουρανό, ώστε ν’ αποτελεί πραγματικό του κόσμημα.
Στα θεία όντα έδωσε δυο κινήσεις. Η μία είναι ομοιόμορφη και γίνεται στο ίδιο σημείο, επειδή ο θεός έχει την ίδια άποψη για τα ίδια πράγματα. Η άλλη είναι κίνηση προς τα εμπρός, που υπακούει στην περιστροφή της αναλλοίωτης και αμετάβλητης ουσίας. Τις υπόλοιπες πέντε κινήσεις, ο θεός δεν τις έδωσε στα θεία όντα, αλλά τα έκανε ανίκητα και στάσιμα, για να γίνουν κατά το δυνατόν τέλεια. Αυτός είναι ο λόγος που τα απλανή άστρα, ως θεϊκά και αιώνια ζωντανά όντα, περιστρέφονται πάντα στο ίδιο σημείο. Οι πλανήτες όμως, που κινούνται και περιστρέφονται, δημιουργήθηκαν με τον τρόπο που αναφέραμε πιο πάνω.
Τη γη που μας θρέφει και είναι τυλιγμένη γύρω στον άξονα που διασχίζει το σύμπαν από τη μια μέχρι την άλλη άκρη, ο θεός την έκανε δημιουργό και φρουρό της ημέρας και της νύχτας, σαν πρώτη και μεγαλύτερη απ’ όλους τους θεούς που δημιουργήθηκαν στον ουρανό.
Θα ήταν όμως ματαιοπονία, αφού δεν διαθέτουμε πρότυπα για να μελετήσουμε τις κινήσεις τους, να μιλήσουμε για τους χορούς αυτών των άστρων, για τις συνόδους τους, για τις προσεγγίσεις και απομακρύνσεις τους, για τους θεούς που πλησιάζουν ή απομακρύνονται μεταξύ τους, για το ποιοι και πότε περνούν πίσω από κάποιον άλλο, ώστε να χάνονται και να ξαναεμφανίζονται στα μάτια μας, στέλνοντας ανησυχητικά σημάδια στους ανθρώπους, που δεν μπορούν να σκεφτούν λογικά για τα πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον. Επομένως, ας αρκεστούμε σε όσα είπαμε μέχρι τώρα κι ας σταματήσουμε εδώ τη συζήτηση σχετικά με τη φύση των ορατών και δημιουργημένων θεών.
Τη θεία μορφή ο δημιουργός την έφτιαξε κυρίως από φωτιά, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο λαμπρή και όμορφη, της έδωσε σφαιρικό σχήμα για να μοιάζει με το σύμπαν, την τοποθέτησε στο εξωτερικό μέρος του σύμπαντος και την άπλωσε κυκλικά γύρω στον ουρανό, ώστε ν’ αποτελεί πραγματικό του κόσμημα.
Στα θεία όντα έδωσε δυο κινήσεις. Η μία είναι ομοιόμορφη και γίνεται στο ίδιο σημείο, επειδή ο θεός έχει την ίδια άποψη για τα ίδια πράγματα. Η άλλη είναι κίνηση προς τα εμπρός, που υπακούει στην περιστροφή της αναλλοίωτης και αμετάβλητης ουσίας. Τις υπόλοιπες πέντε κινήσεις, ο θεός δεν τις έδωσε στα θεία όντα, αλλά τα έκανε ανίκητα και στάσιμα, για να γίνουν κατά το δυνατόν τέλεια. Αυτός είναι ο λόγος που τα απλανή άστρα, ως θεϊκά και αιώνια ζωντανά όντα, περιστρέφονται πάντα στο ίδιο σημείο. Οι πλανήτες όμως, που κινούνται και περιστρέφονται, δημιουργήθηκαν με τον τρόπο που αναφέραμε πιο πάνω.
Τη γη που μας θρέφει και είναι τυλιγμένη γύρω στον άξονα που διασχίζει το σύμπαν από τη μια μέχρι την άλλη άκρη, ο θεός την έκανε δημιουργό και φρουρό της ημέρας και της νύχτας, σαν πρώτη και μεγαλύτερη απ’ όλους τους θεούς που δημιουργήθηκαν στον ουρανό.
Θα ήταν όμως ματαιοπονία, αφού δεν διαθέτουμε πρότυπα για να μελετήσουμε τις κινήσεις τους, να μιλήσουμε για τους χορούς αυτών των άστρων, για τις συνόδους τους, για τις προσεγγίσεις και απομακρύνσεις τους, για τους θεούς που πλησιάζουν ή απομακρύνονται μεταξύ τους, για το ποιοι και πότε περνούν πίσω από κάποιον άλλο, ώστε να χάνονται και να ξαναεμφανίζονται στα μάτια μας, στέλνοντας ανησυχητικά σημάδια στους ανθρώπους, που δεν μπορούν να σκεφτούν λογικά για τα πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον. Επομένως, ας αρκεστούμε σε όσα είπαμε μέχρι τώρα κι ας σταματήσουμε εδώ τη συζήτηση σχετικά με τη φύση των ορατών και δημιουργημένων θεών.
Πλάτων,"Τίμαιος" : Περί χρόνου
Βάζοντας λοιπόν τάξη στον ουρανό, έφτιαξε της σταθερής αιωνιότητας την εικόνα, η οποία κινείται σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών, αυτό που βέβαια ονομάζουμε χρόνο, και ταυτόχρονα δημιούργησε τις ημέρες, τις νύχτες, τους μήνες και τα χρόνια που δεν υπήρχαν πριν δημιουργηθεί ο ουρανός. Όλα αυτά είναι μέρη του χρόνου.
Το μέλλον και το παρόν είναι επίσης μορφές του χρόνου που εμείς, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, εσφαλμένα αποδίδουμε στην αιώνια ουσία, αφού λέμε ότι αυτή υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα, ενώ το σωστό είναι να λέμε μόνο ότι υπάρχει.
Το υπήρχε και το θα υπάρχει πρέπει να τα λέμε μόνο για τη γένεση που κινείται μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια. Το υπήρχε και το θα υπάρχει είναι απλές κινήσεις, ενώ η αμετάβλητη ουσία δεν μπορεί να γίνεται πιο παλαιά ή πιο νέα με το πέρασμα του χρόνου. Ούτε να γεννιέται ή να έχει γεννηθεί ή θα γεννηθεί. Ούτε να υφίσταται το παραμικρό απ’ όσα συμβαίνουν στα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, αφού όλα είναι μορφές του χρόνου που μιμείται την αιωνιότητα και περιστρέφεται σταθερά σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών. Ακόμα, κάνουμε λάθος όταν μιλάμε έτσι, δηλαδή ότι το γεγονός είναι γεγονός, ότι δηλαδή γίνεται αυτό που γίνεται, ότι θα γίνει κάτι που πρόκειται να γίνει και ότι το ανύπαρκτο είναι ανύπαρκτο. Σχετικά μ’ αυτά όμως δεν θα ήταν ίσως η κατάλληλη ευκαιρία για να το αναλύσουμε τώρα με ακρίβεια.
Ο χρόνος λοιπόν γεννήθηκε μαζί με τον ουρανό και θα χαθούν – αν επέλθει ποτέ κάποια καταστροφή τους – μαζί, αφού δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα και σύμφωνα με το πρότυπο της αμετάβλητης ουσίας, ώστε να της μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο. Το πρότυπο υπάρχει στην αιωνιότητα, ενώ ο χρόνος από το άλλο μέρος υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Επομένως, ως συνέπεια αυτής της λογικής και των σχεδίων του θεού, όσον αφορά τη γένεση του χρόνου, δημιουργήθηκε ο ήλιος, το φεγγάρι και άλλα πέντε άστρα που ονομάζονται πλανήτες, έτσι ώστε να προσδιοριστούν και να διατηρηθούν οι αριθμοί του χρόνου.
Όταν ο θεός έφτιαξε τα σώματα αυτών των πλανητών, τους τοποθέτησε στις τροχιές που υπάρχουν στην μεταβλητή ουσία, δηλαδή εφτά πλανήτες σε εφτά τροχιές. Πρώτη τοποθέτησε τη σελήνη σε τροχιά γύρω από τη γη και στη συνέχεια τον ήλιο. Ακολούθησε ο Εωσφόρος και το άστρο του Ερμή διανύοντας την τροχιά τους με την ταχύτητα που έχει ο ήλιος, αλλά σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτόν. Έτσι ο ήλιος, ο Εωσφόρος και ο Ερμής φτάνουν ξαφνικά ο ένας τον άλλο ή προλαμβάνονται ο ένας από τον άλλο.
Όσο για τα υπόλοιπα άστρα, αν κανείς εξέταζε αναλυτικά τις θέσεις στις οποίες τα τοποθέτησε ο θεός και όλες τις υπόλοιπες λεπτομέρειες, η περιγραφή – που δεν μας αφορά αυτή τη στιγμή – θα ήταν πολύ πιο κουραστική από το θέμα εξαιτίας του οποίου θα λεγόταν. Αυτά ίσως αργότερα σε κάποια ευκαιρία να τύχουν της αναφοράς που τους αξίζει.
Όταν λοιπόν όλα τ’ άστρα, που η συνεργασία τους θα δημιουργούσε τον χρόνο, μπήκαν στην τροχιά τους, απέκτησαν ζωή κι έμαθαν τον προορισμό τους, τότε άρχισαν να περιστρέφονται σύμφωνα με την κίνηση της μεταβλητής ουσίας, που είναι πλάγια σε σχέση με της αναλλοίωτης, από την οποία κυριαρχείται. Ορισμένα είχαν μεγαλύτερο κύκλο, ενώ άλλα μικρότερο. Τα δεύτερα είχαν ταχύτερη περιστροφή, ενώ τα πρώτα πολύ πιο αργή. Με την κίνηση όμως της αμετάβλητης ουσίας, τα άστρα που περιστρέφονται πιο αργά φαίνονταν να καταφθάνουν τα άλλα, ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο. Κι αυτό επειδή η κίνηση της αναλ-λοίωτης ουσίας στρέφει ελικοειδώς όλους τους κύκλους, δίνοντας την εντύπωση ότι το σώμα που απομακρυνόταν πολύ αργά απ’ αυτήν βρισκόταν πιο κοντά της.
Για να υπάρχει σαφές μέτρο σύγκρισης των σχετικών κινήσεων των άστρων, γρήγορων και αργών, με τις οποίες περιστρέφονταν στις οκτώ τροχιές τους, ο θεός άναψε ένα φως στη δεύτερη τροχιά μετά τη γη, το οποίο τώρα έχουμε ονομάσει ήλιο, που φωτίζει όσο γίνεται καλύτερα ολόκληρο τον ουρανό και βοηθάει να μετέχουν στους αριθμούς όσα όντα πρέπει να μετέχουν, διδάσκοντάς τα από την περιστροφή του αμετάβλητου και αναλλοίωτου. Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους δημιουργήθηκε έτσι η ημέρα και η νύχτα, που αποτελούν μαζί τη μόνη και πιο σαφή κυκλική κίνηση.
Ο μήνας, από το άλλο μέρος, δημιουργείται όταν το φεγγάρι συμπληρώσει την κυκλική του κίνηση και ξαναφτάσει πάλι τον ήλιο, ενώ το έτος γίνεται με τη συμπλήρωση ενός κύκλου από τον ήλιο. Οι περιστροφές των υπόλοιπων άστρων δεν είναι γνωστές στους ανθρώπους, εκτός από λίγους, και γι’ αυτό δεν τους έχουν δώσει ονόματα αλλά ούτε και σκέφτηκαν να τις συγκρίνουν μεταξύ τους με βάση τους αριθμούς. Έτσι δεν ξέρουν, κατά κανόνα, πως οι περιστροφές και αυτών των άστρων, που παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και θαυμαστή τάξη, είναι επίσης χρόνος.
Μπορούμε όμως να καταλάβουμε ότι ο τέλειος αριθμός του χρόνου συμπληρώνει το τέλειο έτος, όταν όλα τα κινούμενα άστρα ολοκληρώσουν τις οκτώ περιστροφές τους και φτάσουν στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν, συγκρινόμενα με την περιστροφή του αμετάβλητου και ομοιόμορφα κινούμενου.
Μ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν όλα τ’ άστρα που μετακινούνται στον ουρανό, ώστε το σύμπαν να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με το τέλειο και νοητό πλάσμα σε σχέση με την απομίμηση της αιώνιας φύσης.
Το μέλλον και το παρόν είναι επίσης μορφές του χρόνου που εμείς, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, εσφαλμένα αποδίδουμε στην αιώνια ουσία, αφού λέμε ότι αυτή υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα, ενώ το σωστό είναι να λέμε μόνο ότι υπάρχει.
Το υπήρχε και το θα υπάρχει πρέπει να τα λέμε μόνο για τη γένεση που κινείται μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια. Το υπήρχε και το θα υπάρχει είναι απλές κινήσεις, ενώ η αμετάβλητη ουσία δεν μπορεί να γίνεται πιο παλαιά ή πιο νέα με το πέρασμα του χρόνου. Ούτε να γεννιέται ή να έχει γεννηθεί ή θα γεννηθεί. Ούτε να υφίσταται το παραμικρό απ’ όσα συμβαίνουν στα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, αφού όλα είναι μορφές του χρόνου που μιμείται την αιωνιότητα και περιστρέφεται σταθερά σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών. Ακόμα, κάνουμε λάθος όταν μιλάμε έτσι, δηλαδή ότι το γεγονός είναι γεγονός, ότι δηλαδή γίνεται αυτό που γίνεται, ότι θα γίνει κάτι που πρόκειται να γίνει και ότι το ανύπαρκτο είναι ανύπαρκτο. Σχετικά μ’ αυτά όμως δεν θα ήταν ίσως η κατάλληλη ευκαιρία για να το αναλύσουμε τώρα με ακρίβεια.
Ο χρόνος λοιπόν γεννήθηκε μαζί με τον ουρανό και θα χαθούν – αν επέλθει ποτέ κάποια καταστροφή τους – μαζί, αφού δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα και σύμφωνα με το πρότυπο της αμετάβλητης ουσίας, ώστε να της μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο. Το πρότυπο υπάρχει στην αιωνιότητα, ενώ ο χρόνος από το άλλο μέρος υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Επομένως, ως συνέπεια αυτής της λογικής και των σχεδίων του θεού, όσον αφορά τη γένεση του χρόνου, δημιουργήθηκε ο ήλιος, το φεγγάρι και άλλα πέντε άστρα που ονομάζονται πλανήτες, έτσι ώστε να προσδιοριστούν και να διατηρηθούν οι αριθμοί του χρόνου.
Όταν ο θεός έφτιαξε τα σώματα αυτών των πλανητών, τους τοποθέτησε στις τροχιές που υπάρχουν στην μεταβλητή ουσία, δηλαδή εφτά πλανήτες σε εφτά τροχιές. Πρώτη τοποθέτησε τη σελήνη σε τροχιά γύρω από τη γη και στη συνέχεια τον ήλιο. Ακολούθησε ο Εωσφόρος και το άστρο του Ερμή διανύοντας την τροχιά τους με την ταχύτητα που έχει ο ήλιος, αλλά σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτόν. Έτσι ο ήλιος, ο Εωσφόρος και ο Ερμής φτάνουν ξαφνικά ο ένας τον άλλο ή προλαμβάνονται ο ένας από τον άλλο.
Όσο για τα υπόλοιπα άστρα, αν κανείς εξέταζε αναλυτικά τις θέσεις στις οποίες τα τοποθέτησε ο θεός και όλες τις υπόλοιπες λεπτομέρειες, η περιγραφή – που δεν μας αφορά αυτή τη στιγμή – θα ήταν πολύ πιο κουραστική από το θέμα εξαιτίας του οποίου θα λεγόταν. Αυτά ίσως αργότερα σε κάποια ευκαιρία να τύχουν της αναφοράς που τους αξίζει.
Όταν λοιπόν όλα τ’ άστρα, που η συνεργασία τους θα δημιουργούσε τον χρόνο, μπήκαν στην τροχιά τους, απέκτησαν ζωή κι έμαθαν τον προορισμό τους, τότε άρχισαν να περιστρέφονται σύμφωνα με την κίνηση της μεταβλητής ουσίας, που είναι πλάγια σε σχέση με της αναλλοίωτης, από την οποία κυριαρχείται. Ορισμένα είχαν μεγαλύτερο κύκλο, ενώ άλλα μικρότερο. Τα δεύτερα είχαν ταχύτερη περιστροφή, ενώ τα πρώτα πολύ πιο αργή. Με την κίνηση όμως της αμετάβλητης ουσίας, τα άστρα που περιστρέφονται πιο αργά φαίνονταν να καταφθάνουν τα άλλα, ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο. Κι αυτό επειδή η κίνηση της αναλ-λοίωτης ουσίας στρέφει ελικοειδώς όλους τους κύκλους, δίνοντας την εντύπωση ότι το σώμα που απομακρυνόταν πολύ αργά απ’ αυτήν βρισκόταν πιο κοντά της.
Για να υπάρχει σαφές μέτρο σύγκρισης των σχετικών κινήσεων των άστρων, γρήγορων και αργών, με τις οποίες περιστρέφονταν στις οκτώ τροχιές τους, ο θεός άναψε ένα φως στη δεύτερη τροχιά μετά τη γη, το οποίο τώρα έχουμε ονομάσει ήλιο, που φωτίζει όσο γίνεται καλύτερα ολόκληρο τον ουρανό και βοηθάει να μετέχουν στους αριθμούς όσα όντα πρέπει να μετέχουν, διδάσκοντάς τα από την περιστροφή του αμετάβλητου και αναλλοίωτου. Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους δημιουργήθηκε έτσι η ημέρα και η νύχτα, που αποτελούν μαζί τη μόνη και πιο σαφή κυκλική κίνηση.
Ο μήνας, από το άλλο μέρος, δημιουργείται όταν το φεγγάρι συμπληρώσει την κυκλική του κίνηση και ξαναφτάσει πάλι τον ήλιο, ενώ το έτος γίνεται με τη συμπλήρωση ενός κύκλου από τον ήλιο. Οι περιστροφές των υπόλοιπων άστρων δεν είναι γνωστές στους ανθρώπους, εκτός από λίγους, και γι’ αυτό δεν τους έχουν δώσει ονόματα αλλά ούτε και σκέφτηκαν να τις συγκρίνουν μεταξύ τους με βάση τους αριθμούς. Έτσι δεν ξέρουν, κατά κανόνα, πως οι περιστροφές και αυτών των άστρων, που παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και θαυμαστή τάξη, είναι επίσης χρόνος.
Μπορούμε όμως να καταλάβουμε ότι ο τέλειος αριθμός του χρόνου συμπληρώνει το τέλειο έτος, όταν όλα τα κινούμενα άστρα ολοκληρώσουν τις οκτώ περιστροφές τους και φτάσουν στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν, συγκρινόμενα με την περιστροφή του αμετάβλητου και ομοιόμορφα κινούμενου.
Μ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν όλα τ’ άστρα που μετακινούνται στον ουρανό, ώστε το σύμπαν να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με το τέλειο και νοητό πλάσμα σε σχέση με την απομίμηση της αιώνιας φύσης.
Τίμαιος:δημιουργία Θεών
Η συζήτηση πάλι σχετικά με τις υπόλοιπες θεότητες και την προέλευσή τους είναι πολύ βαρύ έργο για τις δυνάμεις μας. Ας δείξουμε λοιπόν εμπιστοσύνη σ’ εκείνους που μίλησαν γι’ αυτές πριν από μας και που, όπως έλεγαν, ήταν απόγονοι θεών και ήξεραν χωρίς αμφιβολία πολύ καλά τους προγόνους τους. Είναι αδύνατο να απιστούμε σε παιδιά θεών, έστω κι αν όσα λένε στερούνται επαρκών αποδείξεων, αλλά, αφού μιλάνε για οικογενειακά τους θέματα, ας δεχτούμε αυτά που υποστηρίζουν, ότι δηλαδή από τη Γη και τον Ουρανό γεννήθηκαν ο Ωκεανός και η Τηθύς, και απ’ αυτούς ο Φορκέας, ο Κρόνος, η Ρέα και αρκετοί άλλοι μαζί τους. Κι ότι από τον Κρόνο και τη Ρέα γεννήθηκαν ο Δίας και η Ήρα κι όλοι εκείνοι ους οποίους θεωρούμε αδελφούς και απογόνους τους. Όταν γεννήθηκαν λοιπόν όλοι οι θεοί, κι εκείνοι που περιφέρονται φανερά κι εκείνοι που εμφανίζονται όποτε θέλουν, ο δημιουργός του σύμπαντος τους είπε:
«Θεοί θεών, που εγώ δημιούργησα και γέννησα, θα είστε άφθαρτοι όπως τα έργα μου, όσο θέλω να υπάρχετε και να μην εξαφανιστείτε. Ό,τι είναι συναρμολογημένο μπορεί να λυθεί, αλλά αυτός που θα επιχειρήσει να χαλάσει κάτι φτιαγμένο σωστά ασφαλώς κάνει κακή πράξη. Επομένως κι εσείς, επειδή ακριβώς γεννηθήκατε κάποτε, δεν είστε ούτε αθάνατοι ούτε άφθαρτοι. Δεν θα φθαρείτε όμως ποτέ ούτε θα υποκύψετε στον θάνατο, γιατί με τη θέλησή μου διαθέτετε δεσμό πολύ μεγαλύτερο και στερεότερο από εκείνους με τους οποίους συνδεθήκατε κατά τη στιγμή της γέννησής σας.
Ακούστε λοιπόν τι έχω να σας πω. Απομένουν αγέννητα ακόμη τρία θνητά γένη, που αν δεν δημιουργηθούν ο κόσμος δεν θα είναι τέλειος, καθώς θα του λείπουν πολλά είδη πλασμάτων. Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν, αν θέλουμε να είναι απόλυτα τέλειος. Αν αυτά τα γένη γίνουν από μένα και τους δώσω εγώ ζωή, θα είναι ίδια με τους θεούς. Για να γίνουν θνητά και για να είναι το σύμπαν πραγματικό σύμπαν, πρέπει ν’ αναλάβετε εσείς, όπως προστάζει η φύση, να δημιουργήσετε τα ζωντανά πλάσματα, έχοντας για παράδειγμα τη δική μου ενέργεια, όταν σας δημιούργησα.
Θα σπείρω όμως, και θα προετοιμάσω και θα σας παραδώσω εκείνο το μέρος τους που πρέπει να χαρακτηρίζεται αθάνατο, να θεωρείται θείο και να επιβάλλεται σε όσα θέλουν να υπακούουν πάντα στη δικαιοσύνη και σε σας τους ίδιους. Όσο για το υπόλοιπο, φτιάξτε το εσείς συνδυάζοντας το θνητό με το αθάνατο, δημιουργήστε ζωντανά όντα, θρέψτε τα για να μεγαλώσουν και, όταν πεθάνουν, πάρτε τα πάλι πίσω».
Αφού τα είπε αυτά, ανακάτεψε πάλι στο ίδιο δοχείο και με τον ίδιο τρόπο ό,τι είχε απομείνει από τις ουσίες που είχε χρησιμοποιήσει πιο πριν, και έφτιαξε την ψυχή των πάντων. Αυτή τη φορά όμως δεν χρησιμοποίησε εντελώς καθαρές και αμετάβλητες ουσίες, αλλά δεύτερης και τρίτης ποιότητας.
Αφού έφτιαξε το μείγμα, το χώρισε σε τόσα μέρη όσα και τ’ άστρα, για να δώσει στο καθένα από μια ψυχή. Ύστερα έβαλε τις ψυχές σαν μέσα σε όχημα, τους έδειξε τη φύση του σύμπαντος και τους είπε τους νόμους της μοίρας, ότι δηλαδή η πρώτη γέννηση θα είναι μία και η αυτή για όλα τα πλάσματα, ώστε καμία να μην αδικηθεί απ’ αυτόν. Ότι οι ίδιες οι ψυχές, αφού τοποθετηθούν καθεμιά στο κατάλληλο όργανο του χρόνου, θα δημιουργήσουν το πιο θεοσεβούμενο από όλα τα όντα. Και ότι, επειδή η ανθρώπινη φύση είναι διπλή, ανώτερο φύλο θα είναι εκείνο που θα ονομαστεί στη συνέχεια ανδρικό.
Αφού οι ψυχές θα τοποθετούνται αναγκαστικά στα πλάσματα, οπότε ένα μέρος τους θα προστίθεται κι ένα θα αφαιρείται από το σώμα τους, στην αρχή θα δημιουργηθεί σε όλα τα πλάσματα αναγκαστικά μια έμφυτη και κοινή εντύπωση εξαιτίας αυτών των βίαιων μεταβολών. Δεύτερον, θα υπάρχει επιθυμία ανακατεμένη με απόλαυση και λύπη. Τρίτον, θα προκαλείται φόβος και θυμός και όλα τα άλλα πάθη που είναι είτε συγγενικά είτε αντίθετα μ’ αυτά.
Αν οι ανθρώπινες ψυχές υποτάξουν τα πάθη αυτά, θα ζήσουν με δικαιοσύνη. Διαφορετικά θα βουτηχτούν στην αδικία. Κι όποιος περάσει σωστά τον χρόνο που έχει οριστεί γι’ αυτόν, θα επιστρέψει μετά τον θάνατό του στο άστρο απ’ όπου ξεκίνησε για να ζήσει εκεί ευτυχισμένα. Αν όμως δεν γίνει αυτό, τότε στη δεύτερη γέννησή του θα γίνει γυναίκα. Αν, ακόμα και τότε, δεν σταματήσει να κάνει κακό, θα συνεχίσει να μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος της κακίας του στο αντίστοιχο άγριο θηρίο.
Αυτές οι μεταμορφώσεις δεν θα σταματήσουν παρά μόνο όταν υποταχτεί στην περιφορά του αμετάβλητου και αναλλοίωτου που έχει μέσα του και, κυριαρχώντας με τη λογική σ’ εκείνη τη φοβερή μάζα φωτιάς, νερού, αέρα και γης που του δόθηκε μετά τη γέννησή του, θυελλώδη και παράλογη μάζα, επιστρέψει και πάλι στην αρχική άριστη μορφή του.
«Θεοί θεών, που εγώ δημιούργησα και γέννησα, θα είστε άφθαρτοι όπως τα έργα μου, όσο θέλω να υπάρχετε και να μην εξαφανιστείτε. Ό,τι είναι συναρμολογημένο μπορεί να λυθεί, αλλά αυτός που θα επιχειρήσει να χαλάσει κάτι φτιαγμένο σωστά ασφαλώς κάνει κακή πράξη. Επομένως κι εσείς, επειδή ακριβώς γεννηθήκατε κάποτε, δεν είστε ούτε αθάνατοι ούτε άφθαρτοι. Δεν θα φθαρείτε όμως ποτέ ούτε θα υποκύψετε στον θάνατο, γιατί με τη θέλησή μου διαθέτετε δεσμό πολύ μεγαλύτερο και στερεότερο από εκείνους με τους οποίους συνδεθήκατε κατά τη στιγμή της γέννησής σας.
Ακούστε λοιπόν τι έχω να σας πω. Απομένουν αγέννητα ακόμη τρία θνητά γένη, που αν δεν δημιουργηθούν ο κόσμος δεν θα είναι τέλειος, καθώς θα του λείπουν πολλά είδη πλασμάτων. Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν, αν θέλουμε να είναι απόλυτα τέλειος. Αν αυτά τα γένη γίνουν από μένα και τους δώσω εγώ ζωή, θα είναι ίδια με τους θεούς. Για να γίνουν θνητά και για να είναι το σύμπαν πραγματικό σύμπαν, πρέπει ν’ αναλάβετε εσείς, όπως προστάζει η φύση, να δημιουργήσετε τα ζωντανά πλάσματα, έχοντας για παράδειγμα τη δική μου ενέργεια, όταν σας δημιούργησα.
Θα σπείρω όμως, και θα προετοιμάσω και θα σας παραδώσω εκείνο το μέρος τους που πρέπει να χαρακτηρίζεται αθάνατο, να θεωρείται θείο και να επιβάλλεται σε όσα θέλουν να υπακούουν πάντα στη δικαιοσύνη και σε σας τους ίδιους. Όσο για το υπόλοιπο, φτιάξτε το εσείς συνδυάζοντας το θνητό με το αθάνατο, δημιουργήστε ζωντανά όντα, θρέψτε τα για να μεγαλώσουν και, όταν πεθάνουν, πάρτε τα πάλι πίσω».
Αφού τα είπε αυτά, ανακάτεψε πάλι στο ίδιο δοχείο και με τον ίδιο τρόπο ό,τι είχε απομείνει από τις ουσίες που είχε χρησιμοποιήσει πιο πριν, και έφτιαξε την ψυχή των πάντων. Αυτή τη φορά όμως δεν χρησιμοποίησε εντελώς καθαρές και αμετάβλητες ουσίες, αλλά δεύτερης και τρίτης ποιότητας.
Αφού έφτιαξε το μείγμα, το χώρισε σε τόσα μέρη όσα και τ’ άστρα, για να δώσει στο καθένα από μια ψυχή. Ύστερα έβαλε τις ψυχές σαν μέσα σε όχημα, τους έδειξε τη φύση του σύμπαντος και τους είπε τους νόμους της μοίρας, ότι δηλαδή η πρώτη γέννηση θα είναι μία και η αυτή για όλα τα πλάσματα, ώστε καμία να μην αδικηθεί απ’ αυτόν. Ότι οι ίδιες οι ψυχές, αφού τοποθετηθούν καθεμιά στο κατάλληλο όργανο του χρόνου, θα δημιουργήσουν το πιο θεοσεβούμενο από όλα τα όντα. Και ότι, επειδή η ανθρώπινη φύση είναι διπλή, ανώτερο φύλο θα είναι εκείνο που θα ονομαστεί στη συνέχεια ανδρικό.
Αφού οι ψυχές θα τοποθετούνται αναγκαστικά στα πλάσματα, οπότε ένα μέρος τους θα προστίθεται κι ένα θα αφαιρείται από το σώμα τους, στην αρχή θα δημιουργηθεί σε όλα τα πλάσματα αναγκαστικά μια έμφυτη και κοινή εντύπωση εξαιτίας αυτών των βίαιων μεταβολών. Δεύτερον, θα υπάρχει επιθυμία ανακατεμένη με απόλαυση και λύπη. Τρίτον, θα προκαλείται φόβος και θυμός και όλα τα άλλα πάθη που είναι είτε συγγενικά είτε αντίθετα μ’ αυτά.
Αν οι ανθρώπινες ψυχές υποτάξουν τα πάθη αυτά, θα ζήσουν με δικαιοσύνη. Διαφορετικά θα βουτηχτούν στην αδικία. Κι όποιος περάσει σωστά τον χρόνο που έχει οριστεί γι’ αυτόν, θα επιστρέψει μετά τον θάνατό του στο άστρο απ’ όπου ξεκίνησε για να ζήσει εκεί ευτυχισμένα. Αν όμως δεν γίνει αυτό, τότε στη δεύτερη γέννησή του θα γίνει γυναίκα. Αν, ακόμα και τότε, δεν σταματήσει να κάνει κακό, θα συνεχίσει να μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος της κακίας του στο αντίστοιχο άγριο θηρίο.
Αυτές οι μεταμορφώσεις δεν θα σταματήσουν παρά μόνο όταν υποταχτεί στην περιφορά του αμετάβλητου και αναλλοίωτου που έχει μέσα του και, κυριαρχώντας με τη λογική σ’ εκείνη τη φοβερή μάζα φωτιάς, νερού, αέρα και γης που του δόθηκε μετά τη γέννησή του, θυελλώδη και παράλογη μάζα, επιστρέψει και πάλι στην αρχική άριστη μορφή του.
σύνθεση ψυχής- σώματος
Όταν ολοκληρώθηκε η σύνθεση της ψυχής με τη θέληση του δημιουργού, τότε εκείνος δημιούργησε και το σώμα. Έπειτα τα συνέδεσε και τα εναρμόνισε κέντρο με κέντρο. Η ψυχή, ξεκινώντας από το μέσον, απλώθηκε μέχρι τα τελευταία άκρα του ουρανού, τον κάλυψε κυκλικά απ’ έξω κι άρχισε να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, σε μια αιώνια και σώφρονα ζωή. Το σώμα του ουρανού είναι ορατό, ενώ της ψυχής αόρατο. Εκείνη όμως μετέχει στη λογική και στην αρμονία, ως ψυχή των νοητών και των αιώνιων όντων, και είναι ανώτερη απ όλα τα όντα που έχουν γεννηθεί, αφού δημιουργήθηκε από το άριστο.
Επειδή λοιπόν δημιουργήθηκε από το ανακάτεμα αυτών των τριών πραγμάτων, του αμετάβλητου, του μεταβλητού και της τρίτης ουσίας, που χωρίστηκαν και αναμείχθηκαν αναλογικά, και επειδή περιστρέφεται γύρω και μέσα στον εαυτό της, κάθε φορά που συναντιέται με κάτι διαιρετό ή αδιαίρετο, προσδιορίζει με τι μοιάζει αυτό ή από τι διαφέρει. Έτσι καθορίζει το που, το πώς, το πότε και τη σχέση αυτών που συμβαίνουν στον κόσμο, τη θέση που έχουν μεταξύ τους και την αλληλεπίδραση που υπάρχει και ανάμεσά τους και σε σχέση με τ’ αμετάβλητα. Ο προσδιορισμός αυτός, που είναι το ίδιο αληθινός είτε πρόκειται για το μεταβλητό είτε για το αμετάβλητο, κατευθύνεται χωρίς φωνή και ήχο σ’ αυτό που κινείται μόνο του. Κι όταν έχει σχέση με το αισθητό, τότε ο κύκλος του μεταβλητού που κινείται σε ευθεία γραμμή το κάνει γνωστό σ’ ολόκληρη την ψυχή, κι έτσι δημιουργούνται οι γνώμες και οι πεποιθήσεις οι απόλυτα βέβαιες και αληθινές. Όταν όμως αναφέρεται στο νοητό, που ο γρήγορος κύκλος του αμετάβλητου το μεταφέρει αμέσως στην ψυχή, τότε το αποτέλεσμα είναι η νόηση και η γνώση.
Κι αν κανείς ισχυριστεί ποτέ ότι αυτό από το οποίο δημιουργήθηκαν αυτά τα δυο πράγματα είναι κάτι διαφορετικό από την ψυχή, τότε ασφαλώς οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια λέει.
Ο δημιουργός χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι ο κόσμος κινείται και μοιάζει με τους αιώνιους θεούς και, ευχαριστημένος απ’ αυτό, σκέφτηκε να τον κάνει ακόμα πιο όμοιο με το πρότυπο που είχε χρησιμοποιήσει. Ξέροντας ότι το πρότυπό του είναι ζωντανό και αιώνιο, προσπάθησε να κάνει το ίδιο και με τον κόσμο.
Επειδή λοιπόν δημιουργήθηκε από το ανακάτεμα αυτών των τριών πραγμάτων, του αμετάβλητου, του μεταβλητού και της τρίτης ουσίας, που χωρίστηκαν και αναμείχθηκαν αναλογικά, και επειδή περιστρέφεται γύρω και μέσα στον εαυτό της, κάθε φορά που συναντιέται με κάτι διαιρετό ή αδιαίρετο, προσδιορίζει με τι μοιάζει αυτό ή από τι διαφέρει. Έτσι καθορίζει το που, το πώς, το πότε και τη σχέση αυτών που συμβαίνουν στον κόσμο, τη θέση που έχουν μεταξύ τους και την αλληλεπίδραση που υπάρχει και ανάμεσά τους και σε σχέση με τ’ αμετάβλητα. Ο προσδιορισμός αυτός, που είναι το ίδιο αληθινός είτε πρόκειται για το μεταβλητό είτε για το αμετάβλητο, κατευθύνεται χωρίς φωνή και ήχο σ’ αυτό που κινείται μόνο του. Κι όταν έχει σχέση με το αισθητό, τότε ο κύκλος του μεταβλητού που κινείται σε ευθεία γραμμή το κάνει γνωστό σ’ ολόκληρη την ψυχή, κι έτσι δημιουργούνται οι γνώμες και οι πεποιθήσεις οι απόλυτα βέβαιες και αληθινές. Όταν όμως αναφέρεται στο νοητό, που ο γρήγορος κύκλος του αμετάβλητου το μεταφέρει αμέσως στην ψυχή, τότε το αποτέλεσμα είναι η νόηση και η γνώση.
Κι αν κανείς ισχυριστεί ποτέ ότι αυτό από το οποίο δημιουργήθηκαν αυτά τα δυο πράγματα είναι κάτι διαφορετικό από την ψυχή, τότε ασφαλώς οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια λέει.
Ο δημιουργός χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι ο κόσμος κινείται και μοιάζει με τους αιώνιους θεούς και, ευχαριστημένος απ’ αυτό, σκέφτηκε να τον κάνει ακόμα πιο όμοιο με το πρότυπο που είχε χρησιμοποιήσει. Ξέροντας ότι το πρότυπό του είναι ζωντανό και αιώνιο, προσπάθησε να κάνει το ίδιο και με τον κόσμο.
Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ...
"...Έτσι, στη δημιουργία του κόσμου έχουν περιληφθεί ολόκληρα αυτά τα τέσσερα στοιχεία, αφού ο δημιουργός του χρησιμοποίησε ολόκληρη τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και το χώμα που υπήρχε, χωρίς να αφήσει έξω τίποτα με το οποίο θα μπορούσε να φτιαχτεί οτιδήποτε άλλο. Και τούτο γιατί σκέφτηκε αυτά:
Πρώτο, να φτιάξει ένα σύνολο κατά το δυνατόν τέλειο και ολοκληρωμένο, αποτελούμενο από τέλεια μέρη. Δεύτερο, να είναι μοναδικό, αφού δεν θα έχει μείνει κανένα στοιχείο έξω απ’ αυτό, ώστε να δημιουργηθεί άλλο τέτοιο. Και τέλος, να μένει άθικτος από γεράματα κι αρρώστιες, επειδή ήξερε ότι το ζεστό και το κρύο και όλα όσα έχουν βίαιες ιδιότητες, όταν περιβάλλουν απ’ έξω ένα σύνθετο σώμα και συγκρούονται μαζί του, μπορούν να το διαλύσουν πρόωρα και να το καταστρέψουν με γεράματα και αρρώστιες. Γι’ αυτό λοιπόν τον λόγο και μ’ αυτή τη σκέψη οικοδόμησε τον κόσμο με τέτοιο τρόπο, ώστε ν’ αποτελεί ενιαίο σύνολο με όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και να είναι τέλειος και αγέραστος και άτρωτος από ασθένειες. Του έδωσε επίσης το σχήμα που του ταίριαζε περισσότερο και ήταν πιο συγγενικό προς αυτόν. Στον ζωντανό όμως κόσμο που είχε σχεδιαστεί για να κλείσει μέσα του κάθε πλάσμα, καταλληλότερο ήταν το σχήμα που μπορούσε να τα περιλάβει όλα τα σχήματα που υπάρχουν. Γι’ αυτό το λόγο τον έκανε κυκλικό και σφαιρικό, με το κέντρο του σε ίση απόσταση απ’ όλα τα σημεία της περιφέρειάς του, ένα σχήμα, δηλαδή, που είναι τελειότερο απ’ όλα τ’ άλλα και περισσότερο όμοιο με τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι το όμοιο είναι απείρως ωραιότερο από το ανόμοιο. Εξωτερικά τον έκανε λείο με μεγάλη ακρίβεια, για πολλούς λόγους.
Ο κόσμος, άλλωστε, δεν χρειαζόταν να έχει μάτια, αφού έξω από αυτόν δεν υπήρχε τίποτα ορατό. Ούτε ακοή χρειαζόταν, εφόσον δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να γίνει ακουστό. Γύρω από τον κόσμο δεν υπήρχε αέρας για ν’ αναπνέει. Ούτε πάλι είχε ανάγκη και από όργανα για να δέχεται τροφή ή ν’ αποβάλλει αυτή που είχε χωνέψει πιο πριν, αφού τίποτα δεν μπορούσε να μπει ή να βγει από οποιοδήποτε μέρος του - δεν υπήρχε άλλωστε τίποτα. Ήταν φτιαγμένος με τρόπο που μπορούσε να δίνει ο ίδιος για τροφή στον εαυτό του εκείνο το μέρος του που φθείρεται, και είχε φτιαχτεί από τον δημιουργό του τέτοιος, ώστε όλες οι ενέργειες και τα πάθη του να προέρχονται από τον ίδιο τον εαυτό του, αφού ο δημιουργός του έκρινε ότι θα ήταν καλύτερος αν είχε αυτάρκεια, παρά αν χρειαζόταν κι άλλα πράγματα.
Σκέφτηκε επίσης να μην του δώσει χέρια, γιατί δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να πιάσει ή ν’ αποκρούσει, αλλά ούτε και πόδια ή άλλα όργανα για να κινείται. Του έδωσε βέβαια την κατάλληλη για το σώμα του κίνηση, δηλαδή εκείνη από τις εφτά κινήσεις που ταιριάζει περισσότερο στη λογική και τη σωφροσύνη. Γι’ αυτό λοιπόν τον έκανε να κινείται ομοιόμορφα κυκλικά, στο ίδιο σημείο και γύρω από τον εαυτό του, αφαιρώντας τις άλλες έξι κινήσεις και διαμορφώνοντάς τον με τρόπο που θα ήταν άχρηστες. Βλέποντας ότι μ’ αυτή την περιστροφική κίνηση δεν χρειαζόταν να περπατάει, τον κατασκεύασε χωρίς σκέλη και πόδια.
Η σκέψη του αιώνιου θεού, η οποία αφορούσε τον θεό που θα γεννηθεί κάποτε, έφτιαξε το σώμα του κόσμου λείο, ομαλό και με όλα τα μέρη του σε ίδια απόσταση από το κέντρο, δηλαδή έναν κόσμο ενιαίο, τέλειο και αποτελούμενο από τέλεια συστατικά. Στη μέση του τοποθέτησε την ψυχή, απλώνοντάς την παντού - ακόμα και την εξωτερική του επιφάνεια περικάλυψε μ’ αυτή την ίδια. Έτσι δημιούργησε έναν και μοναδικό κόσμο που κινείται κυκλικά, που από την αυτάρκειά του παίρνει από μέσα του ό,τι χρειάζεται, δίχως να έχει ανάγκη από τίποτε άλλο, που γνωρίζει ο ίδιος τον εαυτό του και τον αγαπά πολύ. Γι’ αυτό τον λόγο τον έφτιαξε ευτυχισμένο θεό.
Την ψυχή δεν την κατασκεύασε ο θεός μετά από το σώμα ούτε να είναι νεότερη, όπως εμείς τώρα αναφέρουμε. Όταν ο θεός τα συνέδεσε μεταξύ τους, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει το αρχαιότερο να κυβερνιέται από το νεότερο. Εμείς που μετέχουμε στο τυχαίο και το άτακτο, μιλάμε με τον ίδιο τρόπο..."
Η σκέψη του αιώνιου θεού, η οποία αφορούσε τον θεό που θα γεννηθεί κάποτε, έφτιαξε το σώμα του κόσμου λείο, ομαλό και με όλα τα μέρη του σε ίδια απόσταση από το κέντρο, δηλαδή έναν κόσμο ενιαίο, τέλειο και αποτελούμενο από τέλεια συστατικά. Στη μέση του τοποθέτησε την ψυχή, απλώνοντάς την παντού - ακόμα και την εξωτερική του επιφάνεια περικάλυψε μ’ αυτή την ίδια. Έτσι δημιούργησε έναν και μοναδικό κόσμο που κινείται κυκλικά, που από την αυτάρκειά του παίρνει από μέσα του ό,τι χρειάζεται, δίχως να έχει ανάγκη από τίποτε άλλο, που γνωρίζει ο ίδιος τον εαυτό του και τον αγαπά πολύ. Γι’ αυτό τον λόγο τον έφτιαξε ευτυχισμένο θεό.
Την ψυχή δεν την κατασκεύασε ο θεός μετά από το σώμα ούτε να είναι νεότερη, όπως εμείς τώρα αναφέρουμε. Όταν ο θεός τα συνέδεσε μεταξύ τους, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει το αρχαιότερο να κυβερνιέται από το νεότερο. Εμείς που μετέχουμε στο τυχαίο και το άτακτο, μιλάμε με τον ίδιο τρόπο..."
TIMAIOΣ "...για το σύμπαν..."
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Μου φαίνεται ότι θα ανταμειφθώ γενναιόδωρα και υπέροχα για τη φιλοξενία που σας πρόσφερα με τα λόγια μου. Μπορείς λοιπόν, Τίμαιε, να αρχίσεις αμέσως την ομιλία σου, αφού επικαλεστείς τους θεούς, όπως απαιτεί η συνήθεια.
ΤΙΜΑΙΟΣ
Όσο γι’ αυτό, Σωκράτη, όλοι το κάνουν, όσοι είναι έστω κι ελάχιστα συνετοί, δηλαδή επικαλούνται βέβαια το θεό τη στιγμή που επιδιώκουν να κάνουν κάτι, είτε μικρό είναι αυτό είτε μεγάλο. Εμείς λοιπόν που σκοπεύουμε να μιλήσουμε για το σύμπαν και να πούμε πως δημιουργήθηκε ή αν είναι ακόμα αγέννητο, θα πρέπει, εκτός κι αν είμαστε εντελώς τρελοί, να ζητήσουμε βοήθεια από θεούς κι από θεές, και να ευχηθούμε πρώτα να είναι τα λόγια μας ευχάριστα σ’ εκείνους και στη συνέχεια σε μας τους ίδιους. Αυτή ας είναι η παράκλησή μας προς τους θεούς όσο για μας, ας τους παρακαλέσουμε να μας βοηθήσουν, ώστε εσείς μεν να καταλάβετε εύκολα αυτά που θα σας πω, εγώ δε να καταφέρω να σας εξηγήσω όσο πιο καθαρά μπορώ τις απόψεις μου σχετικά με το θέμα της συζήτησής μας.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κάνουμε την εξής διάκριση. Τι είναι αυτό που υπάρχει πάντα και δεν γεννιέται ποτέ, και τι είναι εκείνο που γεννιέται συνεχώς αλλά δεν υπάρχει ποτέ; Το πρώτο μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη σκέψη και με λογικούς συλλογισμούς, επειδή είναι αμετάβλητο. Το δεύτερο γίνεται αντιληπτό με τη δοξασία και με την αίσθηση, χωρίς λογικούς συλλογισμούς, αφού γεννιέται και χάνεται χωρίς ποτέ να υπάρχει πραγματικά. Άλλωστε, όλα γίνονται κατ’ ανάγκη από κάποια αιτία. Χωρίς αυτή είναι αδύνατο να δημιουργηθεί οτιδήποτε. Επομένως, όταν ο δημιουργός φτιάχνει κάτι και του δίνει σχήμα και λειτουργικότητα αποβλέποντας στο αιώνιο και αμετάβλητο κι έχοντας αυτό για πρότυπό του, τούτο αναγκαίως θα είναι καλό. Όταν όμως το φτιάχνει χρησιμοποιώντας για πρότυπο το γεννημένο, τότε το δημιούργημά του δεν θα είναι καλό. Επομένως, ολόκληρο τον ουρανό ή τον κόσμο ή οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μπορούσε να δεχτεί, ας τον ονομάζουμε έτσι. Πρέπει λοιπόν πρώτα να εξετάσουμε αυτό που οφείλουμε να έχουμε ως βάση από την αρχή, όταν κάνουμε το ίδιο για οποιοδήποτε πράγμα. Ποιο απ’ τα δύο, δηλαδή, υπήρχε πάντα χωρίς να γεννηθεί ποτέ ή δημιουργήθηκε κάποτε ξεκινώντας από κάποια αρχή. Γεννήθηκε· γιατί είναι ορατός, απτός και έχει σώμα. Όλα αυτά είναι αισθητά - και τα αισθητά πράγματα, που γίνονται αντιληπτά με τη δοξασία με τη βοήθεια των αισθήσεων, υποστηρίξαμε πως γεννιούνται και δημιουργούνται. Είπαμε επίσης ότι κάθε τι που γεννιέται προέρχεται κατ’ ανάγκη από κάποια αιτία. Είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς τον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, κι αν ακόμα τον βρει δεν θα μπορέσει να τον αποκαλύψει σε όλους. Τούτο λοιπόν πρέπει να εξετάσουμε πάλι σχετικά μ’ αυτό, σύμφωνα με το ποιο από τα δύο πρότυπα τον έφτιαξε ο δημιουργός του. Σύμφωνα με το αιώνιο και αμετάβλητο ή σύμφωνα με εκείνο που γεννήθηκε; Αν ο κόσμος γύρω μας είναι όμορφος και ο δημιουργός του αγαθός, τότε γίνεται φανερό ότι προς το αιώνιο απέβλεπε. Διαφορετικά, κάτι που ούτε να το πει κανείς επιτρέπεται, αν ο κόσμος δεν είναι καλός ούτε ο δημιουργός του αγαθός, τότε απέβλεπε προς κάτι που γεννήθηκε. Είναι όμως φανερό σε όλους ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αιώνιο, επειδή ο κόσμος είναι ο ομορφότερος απ’ όλους όσους γεννήθηκαν κι ο δημιουργός του είναι η ανώτερη απ’ όλες τις αιτίες. Αφού λοιπόν φτιάχτηκε έτσι, σύμφωνα με τους λόγους μας, καταλαβαίνουμε ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αμετάβλητο πρότυπο που γίνεται αντιληπτό από τη λογική και τη σκέψη. Αφού, επομένως, δεχόμαστε όλα αυτά, τότε αναγκαστικά αυτός ο κόσμος πρέπει να είναι εικόνα κάποιου άλλου.
Τώρα, σε σχέση με όλα τα θέματα, είναι πολύ σημαντικό να αρχίσουμε από τη φυσική τους αρχή. Κατά συνέπεια, όταν ασχολούμαστε με μια εικόνα και με το πρότυπό της, πρέπει να βεβαιωνόμαστε ότι τα επιχειρήματά μας οφείλουν να ταιριάζουν με τα διάφορα πράγματα που εξηγούν. Όσα είναι μόνιμα, σταθερά και κατανοητά με τη βοήθεια της σκέψης, θα είναι και τα ίδια σταθερά και αμετάβλητα. Πρέπει λοιπόν να βασιστούμε σε σταθερούς και αμετάβλητους συλλογισμούς, που αποκλείεται ν’ αποδειχθούν λανθασμένοι, ώστε να μην υστερούν σε τίποτα. Έτσι οι συλλογισμοί που εξηγούν εκείνο που δημιουργήθηκε με πρότυπο το αιώνιο και αποτελεί εικόνα του, πρέπει να είναι πιθανοφανείς και ανάλογοι με τους πρώτους, αφού όποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη γένεση και την ουσία η ίδια υπάρχει ανάμεσα στην πίστη και την αλήθεια. Μην απορήσεις λοιπόν, Σωκράτη, ενώ πολλοί έχουν πει πολλά σχετικά με τους θεούς και τη δημιουργία του σύμπαντος, αν δεν καταφέρουμε να διατυπώσουμε σωστούς και απόλυτα συνεπείς από κάθε άποψη συλλογισμούς. Αν όμως κάνουμε υπολογισμούς που δεν είναι κατώτεροι από άλλους, θα πρέπει να νιώσουμε ικανοποίηση, έχοντας κατά νου ότι τόσο εγώ που μιλάω όσο και εσείς που με κρίνετε είμαστε άνθρωποι. Αφού λοιπόν δεχτούμε κάποια πιθανή ερμηνεία γι’ αυτά τα θέματα δεν θα πρέπει να αναζητούμε τίποτα περισσότερο από αυτό.
Μου φαίνεται ότι θα ανταμειφθώ γενναιόδωρα και υπέροχα για τη φιλοξενία που σας πρόσφερα με τα λόγια μου. Μπορείς λοιπόν, Τίμαιε, να αρχίσεις αμέσως την ομιλία σου, αφού επικαλεστείς τους θεούς, όπως απαιτεί η συνήθεια.
ΤΙΜΑΙΟΣ
Όσο γι’ αυτό, Σωκράτη, όλοι το κάνουν, όσοι είναι έστω κι ελάχιστα συνετοί, δηλαδή επικαλούνται βέβαια το θεό τη στιγμή που επιδιώκουν να κάνουν κάτι, είτε μικρό είναι αυτό είτε μεγάλο. Εμείς λοιπόν που σκοπεύουμε να μιλήσουμε για το σύμπαν και να πούμε πως δημιουργήθηκε ή αν είναι ακόμα αγέννητο, θα πρέπει, εκτός κι αν είμαστε εντελώς τρελοί, να ζητήσουμε βοήθεια από θεούς κι από θεές, και να ευχηθούμε πρώτα να είναι τα λόγια μας ευχάριστα σ’ εκείνους και στη συνέχεια σε μας τους ίδιους. Αυτή ας είναι η παράκλησή μας προς τους θεούς όσο για μας, ας τους παρακαλέσουμε να μας βοηθήσουν, ώστε εσείς μεν να καταλάβετε εύκολα αυτά που θα σας πω, εγώ δε να καταφέρω να σας εξηγήσω όσο πιο καθαρά μπορώ τις απόψεις μου σχετικά με το θέμα της συζήτησής μας.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κάνουμε την εξής διάκριση. Τι είναι αυτό που υπάρχει πάντα και δεν γεννιέται ποτέ, και τι είναι εκείνο που γεννιέται συνεχώς αλλά δεν υπάρχει ποτέ; Το πρώτο μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη σκέψη και με λογικούς συλλογισμούς, επειδή είναι αμετάβλητο. Το δεύτερο γίνεται αντιληπτό με τη δοξασία και με την αίσθηση, χωρίς λογικούς συλλογισμούς, αφού γεννιέται και χάνεται χωρίς ποτέ να υπάρχει πραγματικά. Άλλωστε, όλα γίνονται κατ’ ανάγκη από κάποια αιτία. Χωρίς αυτή είναι αδύνατο να δημιουργηθεί οτιδήποτε. Επομένως, όταν ο δημιουργός φτιάχνει κάτι και του δίνει σχήμα και λειτουργικότητα αποβλέποντας στο αιώνιο και αμετάβλητο κι έχοντας αυτό για πρότυπό του, τούτο αναγκαίως θα είναι καλό. Όταν όμως το φτιάχνει χρησιμοποιώντας για πρότυπο το γεννημένο, τότε το δημιούργημά του δεν θα είναι καλό. Επομένως, ολόκληρο τον ουρανό ή τον κόσμο ή οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μπορούσε να δεχτεί, ας τον ονομάζουμε έτσι. Πρέπει λοιπόν πρώτα να εξετάσουμε αυτό που οφείλουμε να έχουμε ως βάση από την αρχή, όταν κάνουμε το ίδιο για οποιοδήποτε πράγμα. Ποιο απ’ τα δύο, δηλαδή, υπήρχε πάντα χωρίς να γεννηθεί ποτέ ή δημιουργήθηκε κάποτε ξεκινώντας από κάποια αρχή. Γεννήθηκε· γιατί είναι ορατός, απτός και έχει σώμα. Όλα αυτά είναι αισθητά - και τα αισθητά πράγματα, που γίνονται αντιληπτά με τη δοξασία με τη βοήθεια των αισθήσεων, υποστηρίξαμε πως γεννιούνται και δημιουργούνται. Είπαμε επίσης ότι κάθε τι που γεννιέται προέρχεται κατ’ ανάγκη από κάποια αιτία. Είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς τον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, κι αν ακόμα τον βρει δεν θα μπορέσει να τον αποκαλύψει σε όλους. Τούτο λοιπόν πρέπει να εξετάσουμε πάλι σχετικά μ’ αυτό, σύμφωνα με το ποιο από τα δύο πρότυπα τον έφτιαξε ο δημιουργός του. Σύμφωνα με το αιώνιο και αμετάβλητο ή σύμφωνα με εκείνο που γεννήθηκε; Αν ο κόσμος γύρω μας είναι όμορφος και ο δημιουργός του αγαθός, τότε γίνεται φανερό ότι προς το αιώνιο απέβλεπε. Διαφορετικά, κάτι που ούτε να το πει κανείς επιτρέπεται, αν ο κόσμος δεν είναι καλός ούτε ο δημιουργός του αγαθός, τότε απέβλεπε προς κάτι που γεννήθηκε. Είναι όμως φανερό σε όλους ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αιώνιο, επειδή ο κόσμος είναι ο ομορφότερος απ’ όλους όσους γεννήθηκαν κι ο δημιουργός του είναι η ανώτερη απ’ όλες τις αιτίες. Αφού λοιπόν φτιάχτηκε έτσι, σύμφωνα με τους λόγους μας, καταλαβαίνουμε ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αμετάβλητο πρότυπο που γίνεται αντιληπτό από τη λογική και τη σκέψη. Αφού, επομένως, δεχόμαστε όλα αυτά, τότε αναγκαστικά αυτός ο κόσμος πρέπει να είναι εικόνα κάποιου άλλου.
Τώρα, σε σχέση με όλα τα θέματα, είναι πολύ σημαντικό να αρχίσουμε από τη φυσική τους αρχή. Κατά συνέπεια, όταν ασχολούμαστε με μια εικόνα και με το πρότυπό της, πρέπει να βεβαιωνόμαστε ότι τα επιχειρήματά μας οφείλουν να ταιριάζουν με τα διάφορα πράγματα που εξηγούν. Όσα είναι μόνιμα, σταθερά και κατανοητά με τη βοήθεια της σκέψης, θα είναι και τα ίδια σταθερά και αμετάβλητα. Πρέπει λοιπόν να βασιστούμε σε σταθερούς και αμετάβλητους συλλογισμούς, που αποκλείεται ν’ αποδειχθούν λανθασμένοι, ώστε να μην υστερούν σε τίποτα. Έτσι οι συλλογισμοί που εξηγούν εκείνο που δημιουργήθηκε με πρότυπο το αιώνιο και αποτελεί εικόνα του, πρέπει να είναι πιθανοφανείς και ανάλογοι με τους πρώτους, αφού όποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη γένεση και την ουσία η ίδια υπάρχει ανάμεσα στην πίστη και την αλήθεια. Μην απορήσεις λοιπόν, Σωκράτη, ενώ πολλοί έχουν πει πολλά σχετικά με τους θεούς και τη δημιουργία του σύμπαντος, αν δεν καταφέρουμε να διατυπώσουμε σωστούς και απόλυτα συνεπείς από κάθε άποψη συλλογισμούς. Αν όμως κάνουμε υπολογισμούς που δεν είναι κατώτεροι από άλλους, θα πρέπει να νιώσουμε ικανοποίηση, έχοντας κατά νου ότι τόσο εγώ που μιλάω όσο και εσείς που με κρίνετε είμαστε άνθρωποι. Αφού λοιπόν δεχτούμε κάποια πιθανή ερμηνεία γι’ αυτά τα θέματα δεν θα πρέπει να αναζητούμε τίποτα περισσότερο από αυτό.
"ΤΙΜΑΙΟΣ" ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
"...Ας εξετάσουμε λοιπόν για ποιο λόγο έφτιαξε ο δημιουργός τη γένεση και τον κόσμο. Ήταν αγαθός, και ο αγαθός δεν έχει κανένα φθόνο μέσα του για τίποτα. Γι’ αυτό θέλησε να γίνουν τα πάντα όσο το δυνατόν πιο όμοια με τον ίδιο. Όποιος λοιπόν δέχεται αυτή ως σπουδαιότερη αρχή για τη γένεση και τον κόσμο, ακούγοντάς την από συνετούς ανθρώπους, θα έπραττε σωστά. Ο θεός, θέλοντας να κάνει όλα τα πράγματα όσο το δυνατόν πιο καλά και χωρίς ασχήμιες, πήρε όλη την ορατή ύλη που ποτέ δεν ησύχαζε, αλλά βρισκόταν σε άτακτη και ακανόνιστη κίνηση, και την έβαλε από την αταξία σε τάξη, πιστεύοντας ότι αυτή σε κάθε περίπτωση είναι η καλύτερη. Σαν άριστος που είναι, ούτε ήταν ούτε είναι επιτρεπτό να κάνει τίποτα άλλο από το ωραιότερο. Αφού λοιπόν σκέφτηκε καλά, κατάλαβε πως οτιδήποτε ορατό από τη φύση και χωρίς λογικό δεν θα είναι ποτέ ωραιότερο από κάποιο άλλο σύνολο με νου, αλλά και πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει σε κάτι νους χωρίς ψυχή. Με αυτή τη σκέψη έβαλε το λογικό στην ψυχή, και βάζοντας την ψυχή στο σώμα δημιουργούσε το σύμπαν, ώστε το έργο του να είναι από τη φύση του το καλύτερο και το ωραιότερο. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό τον πιθανό συλλογισμό πρέπει να δεχτούμε ότι ο κόσμος αυτός δημιουργήθηκε ζωντανός, με ψυχή και με λογικό χάρη στην πρόνοια του θεού.
Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε αυτό που ακολουθεί στη συνέχεια. Ποιον άλλο ζωντανό κόσμο πήρε ο δημιουργός για πρότυπο, όταν θέλησε να φτιάξει όμοιό του τον κόσμο. Δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι είναι από τη φύση του μέρος κάποιου άλλου κόσμου, γιατί, αν μοιάζει με κάτι που δεν είναι τέλειο, τότε αποκλείεται να είναι κι ο ίδιος καλός. Είναι πιο σωστό να δεχτούμε ότι μοιάζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο μ’ εκείνο τον ζωντανό κόσμο του οποίου αποτελούν μέρος όλα τα άλλα πλάσματα και ως άτομα και ως σύνολο, επειδή εκείνος περιλαμβάνει και κλείνει μέσα του όλα τα νοητά όντα, όπως ακριβώς αυτός ο κόσμος περιλαμβάνει εμάς και όλα τα άλλα ορατά πλάσματα. Αφού λοιπόν ο θεός θέλησε να τον κάνει να μοιάζει με το καλύτερο και τελειότερο απ’ όλα τα νοητά δημιουργήματα, έφτιαξε έναν ορατό κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα ζωντανά πλάσματα που από τη φύση τους είναι όμοια προς αυτόν. Έχουμε λοιπόν δίκιο όταν περιγράφουμε τον κόσμο σαν μοναδικό; Ή μήπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι υπάρχουν πολλοί και άπειροι; Αν έγινε σύμφωνα με το πρότυπό του, τότε πρέπει να είναι μόνο ένας, γιατί αυτό που περιλαμβάνει όλα τα νοητά ζώα δεν μπορεί ποτέ να είναι δεύτερο μαζί με κάποιο άλλο. Σ’ αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να υπάρχει άλλος ένας που να κλείνει μέσα του και τους δυο, οι οποίοι θ’ αποτελούν τμήματά του. Τότε όμως δεν θα ήταν σωστό να υποστηρίξουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι όμοιος με εκείνους τους δυο αλλά μόνο με τον ένα που κλείνει μέσα του τους άλλους δυο. Για να είναι επομένως ο κόσμος μόνος του όμοιος με το τέλειο πρότυπο, ο δημιουργός δεν έφτιαξε ούτε δύο ούτε άπειρους άλλους κόσμους, αλλά αυτός ο ουρανός είναι ένας και μοναδικός και τώρα και πάντα.
Οτιδήποτε δημιουργείται πρέπει να έχει σώμα ορατό και απτό. Τίποτα όμως δεν μπορεί να είναι ορατό μακριά από τη φωτιά και τίποτα απτό χωρίς να έχει στερεότητα. Δεν υπάρχει όμως τίποτα στερεό χωρίς να έχει χώμα. Όταν λοιπόν ο θεός άρχισε να φτιάχνει το σώμα του σύμπαντος, χρησιμοποίησε φωτιά και χώμα. Δεν είναι όμως δυνατό να ενωθούν καλά δυο σώματα χωρίς τη μεσολάβηση και κάποιου τρίτου, γιατί ανάμεσα στα δύο πρώτα πρέπει να υπάρχει κάτι που θα τα συνδέει. Καλύτερος δεσμός είναι αυτός που ενώνει τον εαυτό του τέλεια με εκείνα τα πράγματα που συνδέει σε ένα ενιαίο.
Η εργασία αυτή γίνεται με αποτελεσματικό τρόπο από τη φυσική σχέση των αναλογιών. Όταν δηλαδή ο μέσος από τρεις αριθμούς, είτε κύβοι είναι αυτοί είτε δυνάμεις, έχει με τον τελευταίο την ίδια σχέση που έχει και ο πρώτος με τον μέσο, και αντίστροφα, όποια σχέση έχει ο τελευταίος προς τον μέσο έχει και ο μέσος με τον πρώτο, τότε, επειδή ο μέσος γίνεται και πρώτος και τελευταίος, ενώ ο πρώτος κι ο τελευταίος γίνονται με τη σειρά τους μέσοι, αναγκαστικά θα είναι όλοι ίδιοι και κατά συνέπεια θ’ αποτελούν ενιαίο σύνολο. Αν λοιπόν το σώμα του σύμπαντος γινόταν επίπεδο χωρίς βάθος, ένας μόνο μέσος όρος θα ήταν αρκετός για να συνδέσει τον εαυτό του με τα άλλα δυο στοιχεία. Τώρα όμως, το σώμα του σύμπαντος έπρεπε να είναι στερεό και τα στερεά δεν συνδέονται ποτέ με έναν μέσο αλλά πάντα με δύο. Για τον λόγο αυτό ο θεός ανάμεσα στη φωτιά και το χώμα έβαλε το νερό και τον αέρα με την ίδια αναλογία, δηλαδή ο αέρας να αναλογεί με το νερό όσο η φωτιά με τον αέρα και το νερό με το χώμα όσο ο αέρας με το νερό, φτιάχνοντας έναν κόσμο ορατό και απτό. Με αρμονική λοιπόν αναλογία αυτών των τεσσάρων στοιχείων, που είναι τέτοιου είδους, δημιουργήθηκε το σώμα του κόσμου. Ώστε, αφού φτιάχτηκε ενιαίο και ίδιο με τον εαυτό του, έγινε αδιάσπαστο από τον οποιονδήποτε εκτός από τον δημιουργό του.
Έτσι, στη δημιουργία του κόσμου έχουν περιληφθεί ολόκληρα αυτά τα τέσσερα στοιχεία, αφού ο δημιουργός του χρησιμοποίησε ολόκληρη τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και το χώμα που υπήρχε, χωρίς να αφήσει έξω τίποτα με το οποίο θα μπορούσε να φτιαχτεί οτιδήποτε άλλο..."
Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε αυτό που ακολουθεί στη συνέχεια. Ποιον άλλο ζωντανό κόσμο πήρε ο δημιουργός για πρότυπο, όταν θέλησε να φτιάξει όμοιό του τον κόσμο. Δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι είναι από τη φύση του μέρος κάποιου άλλου κόσμου, γιατί, αν μοιάζει με κάτι που δεν είναι τέλειο, τότε αποκλείεται να είναι κι ο ίδιος καλός. Είναι πιο σωστό να δεχτούμε ότι μοιάζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο μ’ εκείνο τον ζωντανό κόσμο του οποίου αποτελούν μέρος όλα τα άλλα πλάσματα και ως άτομα και ως σύνολο, επειδή εκείνος περιλαμβάνει και κλείνει μέσα του όλα τα νοητά όντα, όπως ακριβώς αυτός ο κόσμος περιλαμβάνει εμάς και όλα τα άλλα ορατά πλάσματα. Αφού λοιπόν ο θεός θέλησε να τον κάνει να μοιάζει με το καλύτερο και τελειότερο απ’ όλα τα νοητά δημιουργήματα, έφτιαξε έναν ορατό κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα ζωντανά πλάσματα που από τη φύση τους είναι όμοια προς αυτόν. Έχουμε λοιπόν δίκιο όταν περιγράφουμε τον κόσμο σαν μοναδικό; Ή μήπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι υπάρχουν πολλοί και άπειροι; Αν έγινε σύμφωνα με το πρότυπό του, τότε πρέπει να είναι μόνο ένας, γιατί αυτό που περιλαμβάνει όλα τα νοητά ζώα δεν μπορεί ποτέ να είναι δεύτερο μαζί με κάποιο άλλο. Σ’ αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να υπάρχει άλλος ένας που να κλείνει μέσα του και τους δυο, οι οποίοι θ’ αποτελούν τμήματά του. Τότε όμως δεν θα ήταν σωστό να υποστηρίξουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι όμοιος με εκείνους τους δυο αλλά μόνο με τον ένα που κλείνει μέσα του τους άλλους δυο. Για να είναι επομένως ο κόσμος μόνος του όμοιος με το τέλειο πρότυπο, ο δημιουργός δεν έφτιαξε ούτε δύο ούτε άπειρους άλλους κόσμους, αλλά αυτός ο ουρανός είναι ένας και μοναδικός και τώρα και πάντα.
Οτιδήποτε δημιουργείται πρέπει να έχει σώμα ορατό και απτό. Τίποτα όμως δεν μπορεί να είναι ορατό μακριά από τη φωτιά και τίποτα απτό χωρίς να έχει στερεότητα. Δεν υπάρχει όμως τίποτα στερεό χωρίς να έχει χώμα. Όταν λοιπόν ο θεός άρχισε να φτιάχνει το σώμα του σύμπαντος, χρησιμοποίησε φωτιά και χώμα. Δεν είναι όμως δυνατό να ενωθούν καλά δυο σώματα χωρίς τη μεσολάβηση και κάποιου τρίτου, γιατί ανάμεσα στα δύο πρώτα πρέπει να υπάρχει κάτι που θα τα συνδέει. Καλύτερος δεσμός είναι αυτός που ενώνει τον εαυτό του τέλεια με εκείνα τα πράγματα που συνδέει σε ένα ενιαίο.
Η εργασία αυτή γίνεται με αποτελεσματικό τρόπο από τη φυσική σχέση των αναλογιών. Όταν δηλαδή ο μέσος από τρεις αριθμούς, είτε κύβοι είναι αυτοί είτε δυνάμεις, έχει με τον τελευταίο την ίδια σχέση που έχει και ο πρώτος με τον μέσο, και αντίστροφα, όποια σχέση έχει ο τελευταίος προς τον μέσο έχει και ο μέσος με τον πρώτο, τότε, επειδή ο μέσος γίνεται και πρώτος και τελευταίος, ενώ ο πρώτος κι ο τελευταίος γίνονται με τη σειρά τους μέσοι, αναγκαστικά θα είναι όλοι ίδιοι και κατά συνέπεια θ’ αποτελούν ενιαίο σύνολο. Αν λοιπόν το σώμα του σύμπαντος γινόταν επίπεδο χωρίς βάθος, ένας μόνο μέσος όρος θα ήταν αρκετός για να συνδέσει τον εαυτό του με τα άλλα δυο στοιχεία. Τώρα όμως, το σώμα του σύμπαντος έπρεπε να είναι στερεό και τα στερεά δεν συνδέονται ποτέ με έναν μέσο αλλά πάντα με δύο. Για τον λόγο αυτό ο θεός ανάμεσα στη φωτιά και το χώμα έβαλε το νερό και τον αέρα με την ίδια αναλογία, δηλαδή ο αέρας να αναλογεί με το νερό όσο η φωτιά με τον αέρα και το νερό με το χώμα όσο ο αέρας με το νερό, φτιάχνοντας έναν κόσμο ορατό και απτό. Με αρμονική λοιπόν αναλογία αυτών των τεσσάρων στοιχείων, που είναι τέτοιου είδους, δημιουργήθηκε το σώμα του κόσμου. Ώστε, αφού φτιάχτηκε ενιαίο και ίδιο με τον εαυτό του, έγινε αδιάσπαστο από τον οποιονδήποτε εκτός από τον δημιουργό του.
Έτσι, στη δημιουργία του κόσμου έχουν περιληφθεί ολόκληρα αυτά τα τέσσερα στοιχεία, αφού ο δημιουργός του χρησιμοποίησε ολόκληρη τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και το χώμα που υπήρχε, χωρίς να αφήσει έξω τίποτα με το οποίο θα μπορούσε να φτιαχτεί οτιδήποτε άλλο..."
ΠΛΑΤΩΝ "ΤΙΜΑΙΟΣ", ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ...
"...Ο θεός όμως δημιούργησε την ψυχή πριν από το σώμα κι έτσι είναι ανώτερή του τόσο στην ηλικία όσο και στην αρετή, για να το εξουσιάζει και όχι να εξουσιάζεται απ’ αυτό. Την έφτιαξε μάλιστα από την ύλη και με τον τρόπο που θα σας περιγράψω. Ανάμεσα στην ουσία που είναι αδιαίρετη και αμετάβλητη, και στην ουσία που γίνεται διαιρετή και μεταβλητή στα σώματα ανακάτεψε ένα τρίτο είδος ουσίας που αποτελείται τόσο από το αμετάβλητο όσο και από το μεταβλητό. Την τοποθέτησε λοιπόν ανάμεσα στην αδιαίρετη και στη διαιρετή ουσία των πραγμάτων. Και μετά, παίρνοντας τα τρία αυτά είδη, τα ανακάτεψε ώστε να σχηματίσουν ένα μόνο σώμα, αναγκάζοντας τη φύση του άλλου να προσαρμοστεί με τη βία στη φύση του αμετάβλητου, εκείνου δηλαδή που δεν αναμειγνύεται. Ύστερα, έφτιαξε από τις τρεις ουσίες μαζί ένα μείγμα που το χώρισε σε όσα μέρη χρειαζόταν. Καθένα απ’ αυτά τα μέρη είχε αποτελεστεί από την αμετάβλητη, τη μεταβλητή και την τρίτη ουσία. Στη συνέχεια άρχισε να διαιρεί το μείγμα ως εξής:Πρώτα χώρισε ένα μέρος από ολόκληρο το μείγμα.
Ύστερα χώρισε διπλάσια ποσότητα απ’ αυτήν.
Τρίτο, χώρισε ποσότητα μιάμιση φορά μεγαλύτερη από τη δεύτερη και τριπλάσια από την πρώτη.
Τέταρτο, πήρε διπλάσια ποσότητα από τη δεύτερη.
Πέμπτο, χώρισε ποσότητα τριπλάσια από την τρίτη.
Έκτο, πήρε ποσότητα οκταπλάσια από την πρώτη.
Και έβδομο, χώρισε ποσότητα είκοσι επτά φορές περισσότερη από την πρώτη.
Στη συνέχεια γέμισε τα κενά που είχαν λόγο το δύο και τα κενά με λόγο το τρία, χωρίζοντας κι άλλες ποσότητες από το αρχικό μείγμα και βάζοντάς τες στη μέση των παραπάνω αναλογιών, με τρόπο ώστε να υπάρχουν δύο μέσοι όροι.
Απ’ αυτούς, ο πρώτος υπερέχει από το ένα άκρο ακριβώς όσο υπολείπεται από το άλλο.
Ο δεύτερος υπερέχει και υπολείπεται εξίσου, κατά τον ίδιο αριθμό.
Επειδή όμως έτσι δημιουργήθηκαν νέα διαστήματα σ’ εκείνα που υπήρχαν ήδη, δηλαδή αναλογίες τριών προς δύο, τεσσάρων προς τρία και εννέα προς οκτώ, συμπλήρωσε τις αναλογίες των τεσσάρων προς τρία με διαστήματα των εννέα προς οκτώ.
Έτσι έμεινε τελικά ένα μικρό μέρος από το καθένα τους, που μπορεί να παρασταθεί με την αναλογία διακόσια πενήντα έξι προς διακόσια σαράντα τρία.
Έτσι χρησιμοποίησε ολόκληρο το αρχικό μείγμα.
Αυτή τη σύνθεση τη χώρισε κατά μήκος φτιάχνοντας δυο κομμάτια. Αφού έβαλε το ένα μισό επάνω στο άλλο, όπως το σχήμα του Χ, τα λύγισε κυκλικά ενώνοντας πρώτα τα άκρα τους και στη συνέχεια τα σημεία αυτά μεταξύ τους, σχηματίζοντας δυο αντίθετους κύκλους. Σ’ αυτούς τους κύκλους, τον έναν μέσα στον άλλον, έδωσε κίνηση που γίνεται πάντα με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο τόπο. Ύστερα έδωσε στο αμετάβλητο την εξωτερική κίνηση, ενώ την εσωτερική στο μεταβλητό και κανόνισε ώστε η κίνηση του αμετάβλητου να γίνεται πλευρικά προς τα δεξιά, ενώ η κίνηση του μεταβλητού διαγώνια προς τα αριστερά. Την υπεροχή την έδωσε στην περιστροφή του αμετάβλητου, την οποία άφησε άσχιστη. Αντίθετα, έσχισε έξι φορές την εσωτερική περιστροφή δημιουργώντας εφτά άνισους κύκλους με τα διπλά και τα τριπλά διαστήματα, τρία από κάθε είδος. Ύστερα όρισε ότι αυτοί οι δυο κύκλοι θα κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση. Από τους εφτά εσωτερικούς κύκλους κανόνισε ώστε οι τρεις να περιστρέφονται με την ίδια ταχύτητα, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις με ταχύτητες διαφορετικές τόσο μεταξύ τους όσο και σχετικά με τους πρώτους τρεις, όμως σταθερά και με κανονικότητα..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου